Είναι ενδιαφέρον να βλέπεις τη δρακογενιά να βαράει τόσον καιρό προσοχές στον Κασσελάκη. Κι επίσης ενδιαφέρον να απαιτεί δικαιώματα ο Κασσελάκης, στερώντας από τους βουλευτές του το πρωταρχικό δικαίωμα της διαφορετικής γνώμης επί των δικαιωμάτων. Οξύμωρο; Και μωρό και οξύμωρο. Αλλά είμαστε στην Ελλάδα και η παράνοια είναι νόμιμη – εδώ υπάρχουν άνθρωποι που βρίζουν ακόμα και μετά θάνατον τον Ναβάλνι και δοξάζουν τον Πούτιν. Σκέψου το μέγεθος της διαταραχής – εκτός κι αν παίζει κάτι άλλο, πιο πεζό.
Αλλά υπάρχει ψωμί αντιφάσεων και στις νέες παντρειές. Δηλαδή όσοι είναι ακόμα κατά του γάμου των ομοφυλοφίλων ξεχνούν ίσως πως το στεφάνι, ανεπαίσθητα και σιωπηρά, οδηγεί στον εγκλωβισμό και στον πανίσχυρο μικροαστισμό που τελικώς ισοπεδώνει τους πάντες και τα πάντα. Οπότε κάθε πάθος, ιδιαιτερότητα και αιρετική συμπεριφορά γίνονται τοματοπελτές, εξαφανίζονται κατά συναλοιφή και καταντούν μια ουδέτερη, νομιμόφρων οικογένεια, βουβό στήριγμα της αστικής κοινωνίας. Αφομοιώνονται μέσα στην Ανάγκη και τον καθημερινό αγώνα της βιωτής. Μετά τον «σωλήνα του μέλιτος» (κατά Σκαρίμπα) έρχονται κοινόχρηστα, τράπεζες, δάνεια, τα παιδιά στο σχολείο, πεθερές, οικογενειακές συγκεντρώσεις τα Χριστούγεννα, μπολονέζ στον καναπέ και βαρετή τηλεόραση. Πάει η ποίηση, η εμποδισμένη αγάπη, ο κρυφός έρωτας, η παρανομία, η έξαρση, η τρέλα, κυρίως δε: η όποια απαγόρευση που πολλαπλασιάζει το πάθος.
Σ’ αυτή την ιστορία υπάρχει μια οδυνηρή διαλεκτική που ίσως δεν την παίρνουμε υπόψη μας – φυσικά και είμαστε υπέρ τού να παντρεύεται ο καθείς όποιον θέλει, αλλά ίσως εδώ προκύπτει μια πιο βαθιά αντινομία: η νομιμοποίηση αποδυναμώνει την όποια αντάρτικη ιδιαιτερότητα της ομοφυλοφιλίας, την κάνει αποδεκτή, απονευρώνει την Καβαφική της έξαψη, το ιεροκρύφιο των συναντήσεων, το πυρετικό των αγγιγμάτων, τη δίωξη που μυθοποιεί το Πάθος – θα πεις: τι μας λες τώρα; Οι άνθρωποι, πολλοί άνθρωποι της κατηγορίας «των γενναίων της ηδονής» δεν θέλουν παρά να ζήσουν σαν και τους στρέιτ, νόμιμα, με παιδιά, με μεταβιβάσεις ακινήτων, στραμπουληγμένοι σε συζυγικά κρεβάτια (που λέει ο Χάκκας). Οπότε οι «γενναίοι» παύουν να είναι γενναίοι, πια, γίνονται συνήθεις και τελικώς μ’ έναν θάνατο «σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες». Δεν ξέρω, μάλλον είμαι σε λάθος δρόμο συλλογιστικής, παρασυρμένος από τη λογοτεχνία και την ευωδία της Παναγίας των Λουλουδιών.
Αλλά, όμως, μπορώ να επιμείνω ακόμα λίγο ξέροντας πως έχω άδικο και πως η πλειοψηφία των ανθρώπων, ανεξάρτητα απ’ τις ερωτικές τους επιλογές, θέλουν (και δικαιούνται) έναν μικροαστικό, νόμιμο βίο. Θέλουν προφανώς τον γάμο που τόσο βιτριολικά έχει στιγματιστεί ήδη απ’ τους στρέιτ οι οποίοι βίωσαν τη φθορά της επιθυμίας, την αργή παρακμή, τους αβάσταχτους συμβιβασμούς της οικογένειας – εξ ου και η φράση: «οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι παντρεμένοι με τους παντρεμένους». Δεν γίνεται αλλιώς, θα πεις, προορισμός του ανθρώπου είναι η κουλούρα, το παιδί, οι πεθερές και τα συμπαρομαρτούντα – ναι, σίγουρα. Αλλά και ο ίδιος ο γάμος των στρέιτ έχει αλλάξει θεαματικά τα τελευταία χρόνια: πολιτική τελετή, γυναίκες που γεννούν με σπέρματα αγνώστων, προγαμιαία συμβόλαια, αυτόματα διαζύγια και πολλά άλλα που προέκυψαν από την προαιώνια και δύσκολη εμπειρία της παντρειάς. Κι όλα αυτά για να δώσουνε μια ανάσα στο άτομο που ζοριζότανε μέσα στον ζουρλομανδύα μιας αναγκαστικής συνύπαρξης, ιδίως σε σκληρές καταστάσεις που δεν τις άντεχε πια – θέλω να πω πώς εν προκειμένω και ξαφνικά έχουμε μυθοποιήσει τον γάμο σαν κάτι απόλυτα καλό και θεμιτό, ενώ ανέκαθεν δεν ήταν καθόλου έτσι. Εχει, βέβαια, και τα καλά του ο γάμος, αλλά πώς, αιφνίδια, έγινε κάτι ευτυχισμένο καθεαυτό, πώς μυθοποιήθηκε πάλι – εκτός αν εννοούμε μόνο τις νομικές του πλευρές και διασφαλίσεις, οπότε πάμε πάσο αυθωρεί.
Εξάλλου τίποτε δεν είναι καλό ή κακό απ’ τη φύση του. Αλλά είναι η ίδια η αναγκαστική συνύπαρξη, μέσα στο πέρασμα του χρόνου, που αλλάζει, αθόρυβα, πολλά, ζορίζει, οπότε η ευτυχία γίνεται ένα θέμα στρατηγικής της φαντασίας. Χρειάζεται μεγάλη επιδεξιότητα, αφού ο καθείς μας είναι και μια κόλαση, κατά το γνωστό, και εδώ προκύπτει το εξής παράδοξο: το ότι κάποιοι δεν μπορούσαν να παντρευτούν κανονικά, ήταν μεν απαράδεκτη απαγόρευση, αλλά μήπως ήταν και ολίγον ευλογία; Αποκλείοντάς τους ο νόμος, μήπως, και παραδόξως, τους εξανάγκαζε σε μιαν άλλη ελευθερία; Διότι, μεγάλε, δεν υπάρχει Interamerican της καρδιάς, ο έρως δεν διασφαλίζεται όσο και να παντρευτείς ή να μην παντρευτείς, η φθορά καραδοκεί και επιταχύνεται μέσα στον γάμο και κανείς δεν εγγυάται τίποτε, ούτε οι παπάδες, ούτε οι υπάλληλοι του δήμου. Το δράμα είναι βαθύτερο, κρύβεται μέσα στην αρρώστια τού «εγώ» και κανείς δεν γλιτώνει εύκολα. Οι τελετές και τα νυφικά είναι όμορφα, αλλά ως εκεί. Η συνύπαρξη με έναν άλλον άνθρωπο διά βίου είναι τέχνη που δεν διδάσκεται και λίγοι τα καταφέρνουν. Μην ιδεολογικοποιούμε, μη μυθοποιούμε, δηλαδή, αίφνης έναν θεσμό ως πανάκεια – όπως έλεγε και ο Βίκτορ Σερζ «Η ιδεολογία είναι η λάσπη στον πάτο της σκαμμένης παγίδας».
Οπότε η δρακογενιά, η δραχμογενιά, ο φιλελευθερισμός, το κορέκτ, οι καλοί νόμοι κι ό,τι άλλο δεν σε σώζουν άπαξ και παντρευτείς. Από εκεί και πέρα δοκίμασε τη γλύκα και βγάλ’ τα πέρα μόνος σου.