Κάθε κάλπη με πολιτικά χαρακτηριστικά παράγει αποτέλεσμα και διαμορφώνει ένα νέο σκηνικό. Ακόμη και στα κλαδικά σωματεία οι ψηφοφόροι με τις επιλογές τους στέλνουν τα μηνύματά τους. Και όλες οι κάλπες, ανεξάρτητα από το πολιτικό διακύβευμα που τις συνοδεύει, λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία και σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό αλληλεπιδρούν. Τον Μάιο του 2019 οι κάλπες των ευρωεκλογών έστειλαν σαφές μήνυμα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ συρρικνώνεται. Το 23,75% προανήγγειλε το τέλος της πρωθυπουργικής θητείας του Αλέξη Τσίπρα και την άνοδο του Κυριάκου Μητσοτάκη. Οι δέκα μονάδες της διαφοράς με τη ΝΔ ήταν εκείνες που επιτάχυναν τις εξελίξεις και ανάγκασαν τον Τσίπρα να προσφύγει δύο μήνες αργότερα σε εθνικές εκλογές, επισπεύδοντας και την παράδοση – παραλαβή στο Μέγαρο Μαξίμου. Το αποτέλεσμα που ακολούθησε στις κάλπες του Ιουνίου του 2019, με τον ΣΥΡΙΖΑ να ανεβαίνει στο 32%, μάλλον δημιούργησε νέες αυταπάτες και παγίδευσε την Κουμουνδούρου, κρύβοντας τη μεγάλη εικόνα, παρά επιβεβαίωσε μια νέα δυναμική για ένα κόμμα που περνούσε πλέον στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Εκείνη η αύξηση οφειλόταν αποκλειστικά και μόνον στην εικόνα του κυβερνητισμού που συντηρούσαν ακόμη ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας.
Στην πραγματικότητα, τον Μάιο του 2019 οι ευρωκάλπες σηματοδοτούσαν μια αντίστροφη μέτρηση για τον ΣΥΡΙΖΑ και τη χρησιμότητά του – τουλάχιστον στην οπτική της κοινωνικής πλειοψηφίας. Ο κύκλος που άνοιξε στο σκληρό μνημονιακό 2012 έκλεινε – και η Κουμουνδούρου αναζητούσε πλέον νέο πήχη. Εκείνες οι ευρωεκλογές προανήγγειλαν σε μεγάλο βαθμό όσα διαδραματίζονται την τελευταία πενταετία στον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς προεξοφλούσαν ουσιαστικά το τέλος της εποχής Τσίπρα. Ενα δεύτερο στοιχείο που ανέδειξαν εκείνες οι κάλπες είναι ότι στην Κουμουνδούρου αδυνατούν να διαγνώσουν τις παθήσεις τους και να ανιχνεύσουν εγκαίρως το τοπίο που έχει διαμορφωθεί. Πρόκειται για κρίσιμη παράμετρο στην προετοιμασία κάθε προεκλογικής καμπάνιας. Το ίδιο πρόβλημα αντιμετώπισε και στις κάλπες του 2023, όταν επίσης δεν είχε αντιληφθεί την εκλογική συμφορά που βρισκόταν μπροστά του. Το 2019 στην Κουμουνδούρου ανέμεναν ένα ποσοστό που θα επέτρεπε την παραμονή στη εξουσία. Το αποτέλεσμα επιβεβαίωσε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε χαρτογραφήσει το ακροατήριό του.
Δεν είναι η μοναδική φορά που ο πήχης των προσδοκιών απέχει από το αποτέλεσμα της κάλπης. Εχει συμβεί και σε άλλα κόμματα, αλλά ουδέποτε μεταπολιτευτικά υπήρξε ανάλογη αστοχία, όπως συνέβη στον ΣΥΡΙΖΑ τόσο το 2019 όσο και το 2023. Σε μικρότερο βαθμό, δυσάρεστα αιφνιδιασμένη από το εκλογικό αποτέλεσμα βρέθηκε το 2009 και η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, όπως και η ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά στις πρώτες κάλπες του 2012. Καθ’ οδόν προς τις νέες ευρωεκλογές, στο Μέγαρο Μαξίμου θεωρούν ότι δεν υπάρχουν εκπλήξεις στον δρόμο τους. Ο κυρίαρχος ρόλος της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν θα αμφισβητηθεί, έστω κι αν ακόμη αναζητούνται υπόγεια ρεύματα και μηνύματα από το αποτέλεσμα στις πρόσφατες αυτοδιοικητικές κάλπες σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη ή Θεσσαλία. Τα κυβερνητικά στελέχη κινούνται σε όλη τη μετεκλογική φάση με τη βεβαιότητα ότι για το εκλογικό σώμα δεν υπάρχει εναλλακτική – και η αντιπολίτευση ενισχύει τη βεβαιότητά τους.
Βάσει και της δημοσκοπικής εικόνας, η χαώδης διαφορά ανάμεσα στη ΝΔ και όποιον ακολουθεί είναι πιθανότερο ότι θα επικυρωθεί και στην κάλπη του Ιουνίου – το μοναδικό εκλογικό τεστ για την κυβέρνηση μέχρι το 2027. Το ενδιαφέρον στη νέα εκλογική βραδιά ίσως περιοριστεί στη δυναμική που θα καταγραφεί στους κεντροαριστερούς ορόφους. Ο δεύτερος των ευρωεκλογών θα κινηθεί στη διάρκεια της τετραετίας με τον αέρα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο πήχης του 33% που βάζουν ατύπως σε Μαξίμου και Πειραιώς προφανώς αντιγράφει το αποτέλεσμα του 2019 – είναι το αποτέλεσμα που επιτρέπει μια αντιστοίχιση με το 40% στις εθνικές κάλπες. Με αυτό το σκορ ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα μηδενίσει εκ νέου το κοντέρ και θα επανασχεδιάσει το δικό του πλάνο, περιμένοντας και τις διεργασίες που θα ξεκινήσουν στην κεντροαριστερή όχθη.