Τα πρόσωπα έχουν σημασία στην πολιτική όχι τόσο γι’ αυτό που είναι, όσο γι’ αυτό που δείχνουν για την εποχή τους. Ορισμένες βέβαια φορές ξεφεύγουν από τα όρια της κανονικότητας και της καθημερινότητας και τότε δείχνουν κυρίως τη μικρότητα των άλλων.

Πέρα από τη βασική του ιδιότητα, αυτή την εσωτερική φλόγα που τον έκανε να αντιστέκεται ασταμάτητα στον στυγνότερο και ισχυρότερο δικτάτορα, τα άλλα χαρακτηριστικά του Αλεξέι Ναβάλνι – η αμφισημία, η χρήση της τεχνολογίας και η ματαιότητα της δημοκρατικής του προσπάθειας – αντανακλούν όλα τούς σκοτεινούς καιρούς μας. Αρχικά εθνικιστής στα όρια της ξενοφοβίας, σταδιακά μετακινήθηκε, με όχημα την εμπειρία και κεντρική ιδέα τη μάχη κατά της διαφθοράς, σε ρωσοκεντρικό υπερασπιστή της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Από δικηγόρος μετεξελίχθηκε σε μπλόγκερ και διαδικτυακό ακτιβιστή, όχι όμως με τον τρόπο του Ασάνζ – αποκτώντας και μεταδίδοντας μυστικές πληροφορίες από άλλες πηγές – αλλά βάζοντας ο ίδιος και οι συνεργάτες του βαθιά το νυστέρι: το βίντεο για τα κρυφά παλάτια του Πούτιν το είδαν πολλά εκατομμύρια άνθρωποι, συμπατριώτες του μέσα στη δικτατορία και ξένοι μέσα στην αμεριμνησία τους. Ο Ναβάλνι ήταν ένας κόντρα στη λογική σταυροφόρος: συνέχισε να είναι παρών ενώ φούντωνε η εναντίον του κρατική βία – από τη φυλάκιση στον εξοστρακισμό, από τη δηλητηρίαση στην επιστροφή στην πατρίδα, από τη συντριπτική καταδίκη στη Σιβηρία και τελικά στη δολοφονία – και όχι απλώς έστησε μια πολιτική οργάνωση που θα ήταν ανίκητη σε κάθε δημοκρατία αλλά και τη μετονόμασε από «η Ρωσία θα είναι ελεύθερη» σε «η Ρωσία θα είναι ευτυχισμένη». Πίστευε άραγε πραγματικά ότι η μεγάλη, ένδοξη και σκοτεινή χώρα του μπορούσε να φτάσει στη δημοκρατία, ότι ο ίδιος θα κατάφερνε, σαν άλλος Μαντέλα, να επιζήσει των δημίων του, ότι υπήρχαν, στη Ρωσία και στον κόσμο, αφτιά και ψυχές που όχι απλώς θα άκουγαν το κάλεσμα αλλά και θα αψηφούσαν τον φόβο; Η πραγματικότητα απαντά «όχι», αλλά ο αγώνας του Ναβάλνι κάνει τον νάνο του Κρεμλίνου να φαίνεται ακόμα πιο μικρός, ακόμα πιο γυμνός, ακόμα πιο ευάλωτος στη σπίθα που η Ιστορία δείχνει ότι κάποια στιγμή θα λαμπαδιάσει.

Και εντός δημοκρατίας, όμως, τα μικρά μεγέθη κυριαρχούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η γεμάτη αυτοπεποίθηση ανανέωση της εντολής προς το πρόσωπό της από την ίδια την απερχόμενη πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η κυρία Φον ντερ Λάιεν δεν υπήρξε ανεπαρκής στην πενταετή θητεία της, υπήρξε ανέμπνευστη και χωρίς πνοή. Επιχείρησε να ηγηθεί βασισμένη στη στήριξη από την ευρωπαϊκή Δεξιά και τον γάλλο πρόεδρο, που βέβαια στην πορεία την πήρε είδηση. Αρκέστηκε στα κλισέ – «η ένωση είναι η δύναμή μας», «η Ευρώπη είναι το σπίτι μας» –, στην ξύλινη γλώσσα – σε τρεις, ωστόσο, γλώσσες – και την ξύλινη στάση, ακόμα και στις περιπτώσεις που το (γερμανικό) ένστικτό της την έσπρωξε στις πιο ενωτικές λύσεις, όπως στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Συστηματικά έβαλε την «εικόνα», δηλαδή τις προσωπικές της επιδιώξεις, πάνω από την αναγκαία αναβάθμιση της ουσίας, δηλαδή του ευρωπαϊκού πολιτικού σχεδίου. Κι όμως, σήμερα φαντάζει παραπάνω από φαβορί για να διαδεχθεί τον εαυτό της, σχεδόν αυτονόητη επιλογή, πόσω μάλλον όταν για αντίπαλό της οι Σοσιαλιστές ετοιμάζονται να ανακοινώσουν τον όχι απλώς μικρό αλλά ανύπαρκτο κ. Σμιντ. Η εποχή μας δεν είναι μόνο αντιηρωική, κυρίως είναι αντιπολιτική.