Ούτε καν 60. Την περασμένη Παρασκευή, 23 Φεβρουαρίου, έκλεισε τα 58. Μια «δεσποινίς», για να δικαιωθεί ο σημερινός τίτλος, που «γεννήθηκε» σοβαροφανής, «επίσημη», με έναν γεροντικό καθωσπρεπισμό και, όσο περνούσε ο καιρός, πετούσε προφάσεις, συμβάσεις, στερεότυπα, πρωτόκολλα και κλισέ και αναζητούσε ένα πιο νεανικό πρόσωπο. Η τηλεόραση, στην Ελλάδα, υπήρξε, στη γέννησή της, ο «θαυμαστός καινούργιος κόσμος» της γενιάς των boomers – αυτής της… τρισκατάρατης. Τους μεγαλύτερους τους βρήκε στην εφηβεία. Και για εμάς, τα πιτσιρίκια της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας, αντικατέστησε εν μια νυκτί το βιου μάστερ – οβιδιακή μεταγωγή.
Οι πειραματικές εκπομπές από το στούντιο του Ζαππείου είχαν αρχίσει ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1965. Και, όπως διαβάζω στο βιβλίο του Στάθη Βαλούκου «Ιστορία της Ελληνικής Τηλεόρασης», έχει καταγραφεί και ο πρώτος έλληνας τηλεθεατής, ένας μπακάλης στην οδό Σπύρου Μερκούρη που τηλεφώνησε για να δώσει συγχαρητήρια. Οταν, τον Φεβρουάριο του 1966, στις 6.30 το απόγευμα, βγήκε στον αέρα από το Μέγαρο του ΟΤΕ το πρώτο τηλεοπτικό πρόγραμμα (διάρκειας τεσσάρων ωρών που περιελάμβανε την εκπομπή «Για σας, κυρία μου» με την Ελλη Ευαγγελίδου, ένα ντοκιμαντέρ για την Αυστραλία, ένα για τον Χένρι Μουρ και μια βραζιλιάνικη ταινία), στην Αττική υπήρχαν περίπου 1.500 τηλεοράσεις. Εως το τέλος εκείνης της χρονιάς είχαν πουληθεί 13.000 δέκτες. Που σημαίνει ότι αντιστοιχούσε μιάμιση συσκευή ανά 1.000 κατοίκους. Και μία γνωστή σκηνή σε όσους έχουμε ζήσει εκείνη την εποχή είναι ο κόσμος που στεκόταν έξω από τα καταστήματα που πουλούσαν τηλεοράσεις και, επί ώρες, παρακολουθούσε το πρόγραμμα από τους δέκτες που άφηναν ανοιχτούς στις βιτρίνες οι καταστηματάρχες.
Από τότε έως τώρα η τηλεόραση έχει περάσει πολλές φάσεις που, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, επέκτειναν την κυριαρχία της. Και τον ρόλο της αφού έως και το 2000, περίπου, όπως δείχνουν έρευνες της εποχής, αποτελούσε κυρίως ένα μέσο διασκέδασης. Από ‘κεί και ύστερα φαίνεται ότι οι περισσότεροι ανοίγουμε την τηλεόραση για… συντροφιά – αν και νομίζω ότι και αυτό θα έχει διαφοροποιηθεί ύστερα από την επέλαση των σόσιαλ μίντια. Αυτό που, ωστόσο, παραμένει σταθερό είναι το ότι «για όλα φταίει η τηλεόραση».
Από τα πρώτα εκείνα χρόνια που τη θεωρούσαν κάτι δαιμονικά και εκμαυλιστικά νεωτεριστικό έως την ακμή της ιδιωτικής τηλεόρασης που κρίθηκε (από ποιους;) και θεωρήθηκε ένοχη για καλλιέργεια υποκουλτούρας, έκπτωση των ηθών, επιβολή κακής αισθητικής, αποπροσανατολισμό των μαζών και άλλα τέτοια βαρύγδουπα και εντελώς ανόητα. Οπως ανόητο και ανώφελο είναι οτιδήποτε μεταθέτει την ευθύνη. Είναι ποτέ δυνατόν να φταίει το μέσο περισσότερο από την κοινωνία στην οποία απευθύνεται; Ακόμη και την εποχή που επικρατούσε η λεγόμενη trash TV («Ερωτοδικείο» κ.λπ.) μήπως θυμόμαστε ποια ήταν τα trends που καλλιεργούνταν από μια νομενκλατούρα που υποτίθεται ότι είχε την αντιπρόταση στο κατεστημένο; Μην τρελαθούμε δηλαδή. Ο καθρέφτης μας είναι η τηλεόραση και, αν δεν μας αρέσει, ας ξαναδούμε το είδωλό μας. Οχι να σπάσουμε τον καθρέφτη.
Μην πυροβολείτε την τηλεόραση
Το «δεν έχω τηλεόραση» ουδένα κάνει να φαίνεται πιο διανοούμενος ή οτιδήποτε άλλο «πιο». Μια χαζομάρα είναι, ένας πνευματικός σουσουδισμός (είναι γνωστό ότι ο Μίκης Θεοδωράκης έβλεπε καθημερινά τη «Λάμψη»). Εξάλλου, ο ρόλος της τηλεόρασης δεν είναι να εκπαιδεύσει, αυτή είναι δουλειά της οικογένειας και του κράτους.
Ωστόσο η ελληνική τηλεόραση, ανάμεσα σε άλλα καλά, έχει παίξει και έναν σημαντικό εκπαιδευτικό ρόλο που επιμένουμε να ξεχνάμε. Εχει φέρει έναν λαό, που θεωρεί το διάβασμα χόμπι ή πολυτέλεια, σε επαφή με σπουδαία έργα της λογοτεχνίας μας. Εως σήμερα περισσότερα από 180 μυθιστορήματα ή διηγήματα έχουν γίνει σίριαλ. Το πρώτο ήταν η «Μαντάμ Σουσού» (1972) και ακολούθησαν δύο έργα του Παπαδιαμάντη, «Οι έμποροι των εθνών» και «Η γυφτοπούλα» (ας μη θίξουμε εδώ το «έγκλημα» της ΕΡΤ να σβήσει τέτοιες σειρές). Από ‘κεί και πέρα Ξενόπουλος, Καζαντζάκης, Καραγάτσης, Τερζάκης, Βενέζης, Κοσμάς Πολίτης, Θεοτοκάς, Ραγκαβής, Μουρσελάς, Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, Τσίρκας, Αθανασιάδης, Ιορδανίδου, Λιλή Ζωγράφου, Διδώ Σωτηρίου, Ταχτσής ήταν κάποιοι από τους συγγραφείς που τα έργα τους γνώρισαν άνθρωποι οι οποίοι ουδέποτε θα τα διάβαζαν. Κι αυτό δεν ξέρω να έχει γίνει σε καμία τηλεόραση του κόσμου.