Η γνωριμία μου με τον Νίκο Πετσάλη-Διομήδη ήρθε κάπως αναπάντεχα. Γιος ενός εκ των σημαντικότερων εκπροσώπων της γενιάς του ’30, του Θανάση Πετσάλη-Διομήδη, αλλά και μέλος μιας ριζοσπαστικής πολιτικά, αστικής και βενιζελικής οικογένειας με βασικό εκπρόσωπό της σε αυτό το πεδίο τον μεταπολεμικό πρωθυπουργό Αλέξανδρο Διομήδη, μεγάλο ευεργέτη επίσης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (Βοτανικός κήπος Διομήδους), ο ίδιος κινήθηκε στο λυκόφως μιας βαθιάς και εξαντλητικής ιστορικής έρευνας και στο προσκήνιο της αγαπημένης του ενασχόλησης με τις τέχνες. Μέλος μιας ιδιαίτερης ομάδας Ελλήνων που έκαναν σημαντικές σπουδές Ιστορίας στα μέσα της δεκαετίας του ’70 στην Αγγλία, χρειάστηκε να συμπληρωθεί ένας αιώνας από τη γέννηση της Μαρίας Κάλλας και να δημιουργηθεί το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ της Λυρικής Σκηνής για τα ελληνικά της χρόνια, το οποίο βασίστηκε στην ογκώδη βιογραφία που είχε συντάξει ο ίδιος μετά από μια μακροχρόνια και κοπιώδη έρευνα για την Κάλλας, ώστε το όνομά του να έρθει ηχηρά στη δημόσια σφαίρα μια δεκαετία περίπου μετά τον θάνατό του. Παράλληλα όμως κυκλοφόρησε, έστω και με μεγάλη καθυστέρηση από το ΜΙΕΤ, το έργο ζωής του που αφορά την εξέλιξη της διδακτορικής του διατριβής που εκπονήθηκε στη Μ. Βρετανία στα μέσα της δεκαετίας του 1970 υπό την επίβλεψη του περίφημου ελληνιστή Douglas Dakin (1969-1975). Μια έκδοση που οφείλει πολλά στην τελική της υλοποίηση σε έναν εκ των στενότερων φίλων του και συνιδρυτή του ΕΛΙΑ, Δ. Πόρτολο, αλλά και στην ογκώδη επιμέλεια του καθηγητή του ΑΠΘ Ιωάννη Στεφανίδη, ενός έργου που ξεπερνούσε το ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες λέξεις στην αρχική του μορφή.
Με το τρίτομο έργο του «Ο Βενιζέλος και η πρόκληση της Μεγάλης Ελλάδας» (ΜΙΕΤ 2023-2024) – ο τρίτος τόμος αναμένεται τον Μάρτιο –, που καλύπτει την περίοδο 1910-1920, ο Νικόλαος Πετσάλης-Διομήδης ξεπερνά επάξια το έργο του Γεώργιου Βεντήρη «Η Ελλάς του 1910-1920» (το οποίο στην πραγματικότητα δεν καλύπτει, επαρκώς τουλάχιστον, τη διετία 1919-1920) αλλά φτάνει ουσιαστικά μέχρι το 1917, όπως επισημαίνει άλλωστε και ο συγγραφέας στον πρόλογο του έργου του. Αν όμως ληφθεί υπ’ όψιν ότι οι δύο από τους τρεις τόμους αφορούν την α΄ φάση της Μικρασιατικής Εκστρατείας, τότε αποτελεί πλέον αναπόσπαστο τμήμα της βιβλιοπαραγωγής που εξετάζει τη σημαντική αυτή περίοδο της νεότερης ελληνικής Ιστορίας. Θα πρέπει να αναφερθεί ένα σοβαρό λάθος επιμέλειας όμως στον Β’ τόμο που αν και αναφέρεται στη Συνθήκη των Παρισίων, αναφέρεται η Συνθήκη των Σεβρών.
Το έργο
Ο Πετσάλης δεν είναι ένας αποσπασματικός ερευνητής της περιόδου αυτής. Η διδακτορική του διατριβή «Greece at the Paris Peace Conference, 1919» αφορούσε ακριβώς τις εργασίες του Συνεδρίου Ειρήνης που διεξήχθησαν στο Παρίσι καθ’ όλη τη διάρκεια του 1919, η οποία εκδόθηκε στην Ελλάδα το 1979, στην αγγλική γλώσσα. Πολύτιμη βοήθεια στον μελετητή της περιόδου παρέχει και η μελέτη του «Η Ελλάδα των δύο κυβερνήσεων, 1916-1917» που εκδόθηκε το 1986 και αφορά κυρίως τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπισε η Προσωρινή Κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη. Οπωσδήποτε σημαντικότατη είναι και η μελέτη «Hellenism in Southern Russia and the Ukranian Campaign: Their Effect on the Pontus Question (1919)» που δημοσιεύτηκε το 1972 στην περιοδική έκδοση Balkan Studies του Ινστιτούτου Μελετών Χερσονήσου Αίμου και αποτελεί άλλη μια λεπτομερέστατη ανασύνθεση των γεγονότων, βάσει επίσημων κρατικών αρχειακών πηγών.
Σε γενικότερο πλαίσιο, αν εξεταστεί η πορεία της ελληνικής βιβλιογραφίας για τη Μικρασιατική Εκστρατεία, διαπιστώνουμε πως η πρώτη σοβαρή εργασία εκδίδεται το 1954 από τον διπλωμάτη Κωνσταντίνο Σακελλαρόπουλο με τίτλο «Η σκιά της Δύσεως», ενώ ακολουθεί το 1973 το έργο του Σπύρου Μαρκεζίνη και συγκεκριμένα οι δύο τόμοι της «Πολιτικής Ιστορίας της συγχρόνου Ελλάδος». Την ίδια όμως χρονιά εκδόθηκε στη Μεγ. Βρετανία η διδακτορική διατριβή του διπλωμάτη Michael Llewellyn Smith με τίτλο «Ionian Vision» (Στα ελληνικά «Το όραμα της Ιωνίας», ΜΙΕΤ, 2002).
Θα μπορούσε να αναφερθεί και το πολύτομο έργο της Εκδοτικής Αθηνών το 1978 που σε ειδικό τόμο εξετάζει τη Μικρασιατική Εκστρατεία, αλλά το σοβαρό του μειονέκτημα είναι η έλλειψη παραπομπών και σημειώσεων. Συνεπώς, ο Νικόλαος Πετσάλης με την έκδοση το 1979 του «Greece at the Paris Peace Conference, 1919» αποτελεί έναν από τους ελάχιστους σοβαρούς και διεισδυτικούς μελετητές της Μικρασιατικής Εκστρατείας στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Θα χρειαστούν πολλά χρόνια και να περάσουμε στον 21ο αιώνα ώστε να δούμε δύο άλλα έργα αναφοράς, όπως του Σπ. Πλουμίδη (Τα Μυστήρια της Αιγηίδος) και του Σ. Ριζά (Το Τέλος της Μεγάλης Ιδέας – που το παρουσιάσαμε αναλυτικά στο Βιβλιοδρόμιο) τα οποία ασχολούνται με την περίοδο πριν από το 1910 και μετά το 1920 αντίστοιχα.
Ο Πετσάλης είναι ο πρώτος έλληνας ιστορικός που ακριβώς επειδή συντάσσει διδακτορική διατριβή, όφειλε να μελετήσει αρχειακές πηγές. Τον στόχο αυτό τον εκπληρώνει κατά απόλυτα επιστημονικό τρόπο, καθώς ανατρέχει σε αρχεία της Μεγ. Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, των ΗΠΑ, της Ελλάδας. Εντυπωσιακή όμως είναι η πληρότητα που παρουσιάζει αυτή η αρχειακή έρευνα. Στο σημείο αυτό θυμίζει την πληρότητα του έργου του Γεώργιου Λεονταρίτη στο έργο «Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, 1917-1918».
Η ποικιλία των αρχειακών πηγών ξεπερνά αυτήν που χρησιμοποιεί ο Smith και ακριβώς εξαιτίας της εξαντλητικής έρευνας, ουσιαστικά παρέχεται στον αναγνώστη η δυνατότητα παρακολούθησης μέρα προς μέρα των διαπραγματεύσεων στο Παρίσι θυμίζοντας το περίφημο έργο αναφοράς της Margaret Macmillan για τη Συνθήκη των Παρισίων (Στα ελληνικά κυκλοφορεί ως «Οι Ειρηνοποιοί», Θεμέλιο, 2005), πολλά χρόνια όμως πριν γράψει το δικό της η καναδή ιστορικός. Η μόνη έλλειψη στις πηγές που θα μπορούσε να εντοπιστεί στο ότι θα ήταν δυνατή η χρησιμοποίηση πηγών για τις στρατιωτικές εξελίξεις αφού κυρίως αυτές που χρησιμοποιεί προέρχονται από το αρχείο Λεωνίδα Παρασκευόπουλου.
Αυτό που επίσης εντυπωσιάζει στο έργο του Πετσάλη είναι η εκμετάλλευση πολλών αυτοβιογραφικών βιβλίων που εξέδωσαν πολιτικοί κυρίως παράγοντες και διπλωμάτες της εποχής από την Αγγλία, τη Γαλλία, την Ιταλία, τις ΗΠΑ, την Τουρκία και την Ελλάδα που ασφαλώς συμβάλλουν στην πληρότητα του έργου του. Κατά τα άλλα, όπως είναι ευνόητο, ένα λεπτομερές έργο όπως του Πετσάλη μπορεί να συμβάλει στην ιστοριογραφία τόσο με την απόδοση πληρέστερης εικόνας για τα τότε γεγονότα όσο και με την ανάδειξη και διευκρίνιση άγνωστων σημαντικών πτυχών της Ιστορίας.
Για παράδειγμα, η ενότητα για την απόφαση αποβίβασης ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη, η ημέρα της αποβίβασης, τα αμέσως επόμενα γεγονότα, αλλά και το έπειτα από μήνες παρασκήνιο στο Συνέδριο Ειρήνης για την εξέταση της έκθεσης που είχε συντάξει η διεθνής επιτροπής που είχε οριστεί γι’ αυτόν τον σκοπό αποτελούν την πληρέστερη περιγραφή για τη συγκεκριμένη περίοδο που έχει παραδοθεί στην ελληνική ιστοριογραφία.
Παράλληλα, ο Πετσάλης παρουσιάζει και το ενδεχόμενο συνεργασίας με μετριοπαθείς κύκλους της τουρκικής πλευράς, για μια αμοιβαία κατανόηση. Μια ευνοϊκά διακείμενη σουλτανική κυβέρνηση που θα αποδεχόταν τις ελληνικές διεκδικήσεις σε Θράκη και Σμύρνη θα αποτελούσε τον καταλύτη για την εξεύρεση τελικής λύσης.
Ο Πετσάλης για πρώτη φορά παρουσίασε εμπεριστατωμένα στο ελληνικό κοινό το ενδεχόμενο που εξέτασε η βρετανική διπλωματία για παραχώρηση στην Ελλάδα του συνόλου της Ανατολικής Θράκης με την Κωνσταντινούπολη, αντί εδαφών στη Δυτική Μικρά Ασία. Με αυτόν τον τρόπο Ελλάδα και Τουρκία θα χωρίζονταν από τη θάλασσα ως φυσικό σύνορο οριστικώς. Η πρόταση που υποβλήθηκε προς εξέταση από διπλωμάτες του Foreign Office προέκυψε τον Μάρτιο – Απρίλιο, λίγο πριν από την απόφαση μεταφοράς ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη.
Εξαιρετικά διαφωτιστική είναι και η περιγραφή των εργασιών της «Ελληνικής Επιτροπής» που συγκροτήθηκε μετά την προβολή των ελληνικών εθνικών διεκδικήσεων από τον Ελευθέριο Βενιζέλο ενώπιον της Διάσκεψης Ειρήνης στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 1919. Η επιτροπή συνεδρίασε για πρώτη φορά τον Φεβρουάριο και το ενδιαφέρον είναι ότι ως προς την ελληνική διεκδίκηση της Δυτικής Μικράς Ασίας, υπέρ των ελληνικών απόψεων ήταν η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία, αντίθετες οι ΗΠΑ και η Ιταλία. Ωστόσο, όπως αναλύει ο Πετσάλης, τον Μάρτιο, η αμερικανική πλευρά ενημέρωσε πως θα μπορούσαν να δεχθούν μια περιορισμένη ελληνική ζώνη στη Μικρά Ασία. Η ανάδειξη του θέματος αυτού είναι σημαντική γιατί υπάρχει μια άποψη ότι εξαιτίας των εκτάκτων καταστάσεων που ήθελαν οι Λόυντ Τζωρτζ, Κλεμανσώ, Ουίλσων να αντιμετωπίσουν (ιταλική έναρξη αποστολής στρατιωτικών δυνάμεων στη Νότια, Νοτιοδυτική Μικρά Ασία), η απόφαση αποστολής του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη ήταν εντελώς συμπτωματική. Ωστόσο, από τις παραπάνω πληροφορίες που εκθέτει ο Πετσάλης φαίνεται πως η ελληνική απαίτηση για επέκταση στη Δυτική Μικρά Ασία είχε κατά κάποιον τρόπο «ωριμάσει» ως αίτημα στους συμμαχικούς κύκλους και δεν αποκλείετο να είχε συμπεριληφθεί στους επίσημους όρους της Ειρήνης, αν δεν παρουσιαζόταν η κρίση του Απριλίου 1919 που οδήγησε τον Ελληνικό Στρατό στη Σμύρνη στις 2 Μαΐου.
Δριμεία κριτική
Ο Πετσάλης, όπως αναφέρθηκε, παρουσιάζει την πρόταση που προώθησαν οι βρετανοί διπλωμάτες για τελική λύση που θα απέδιδε στην Ελλάδα την Αν. Θράκη με την Κωνσταντινούπολη, ενώ όλη η Μικρά Ασία θα παρέμενε στην Τουρκία. Αναφέρεται επίσης και στην άρνηση του Βενιζέλου αποδοχής της πρότασης, κομπάζοντας ότι ήταν ο μόνος Ελληνας που μπορούσε να αρνηθεί την Κωνσταντινούπολη. Αν και ο Πετσάλης «δικαιολογεί» την άποψη του Βενιζέλου παραθέτοντας πολλούς λόγους που υποθέτει ότι λάμβανε υπ’ όψιν του ο Βενιζέλος, εν τέλει ασκεί δριμεία κριτική για τη λανθασμένη αυτή απόφαση. Εμμέσως μάλιστα βάλλει κατά της γενικότερης άποψης που έχει διατυπωθεί ευρέως για τις ευρείες ικανότητες πρόβλεψης των εξελίξεων που διέθετε ο μεγάλος έλληνας πολιτικός.
Καταλήγει δε ότι ακόμα κι αν δεν θεωρηθεί υπεύθυνος για το ότι δεν προέβλεψε τον ρου των γεγονότων – εντός έτους αποχώρηση Γάλλων από Κιλικία και ξεχωριστή ειρήνη με τους Τούρκους, ιταλική εκκένωση των μικρασιατικών εδαφών που κατείχε, μεταστροφή των ΗΠΑ στον απομονωτισμό και τη ρωσική και ιταλική υποστήριξη στον Κεμάλ –, είναι δύσκολο να μη θεωρηθεί υπεύθυνος ο Βενιζέλος που αφέθηκε να παρασυρθεί από τη γοητεία της Ιωνίας.
Η κατάδειξη αυτής της ευθύνης εκ μέρους του Πετσάλη συμπίπτει και με γενικότερες κριτικές για την πολιτική του Βενιζέλου που δεν στάθμισε ορθά τις περιστάσεις και τις ελληνικές δυνατότητες, όπως εκφράζονται από τον Smith, ή τον Γεώργιο Λεονταρίτη, δίχως φυσικά να αποκλείουν την τελική ευνοϊκή εξέλιξη του όλου εγχειρήματος ή και του Ριζά που πιο ολοκληρωμένα ίσως κατέδειξε τις εξ αρχής δυσκολίες του εγχειρήματος.
Η επαναφορά του έργου του Πετσάλη και η διαχρονική του αξία αναδεικνύουν τη σημασία, φέρνουν όμως και στην επιφάνεια έναν άνθρωπο και επιστήμονα μιας συχνά λοιδωρηθείσας αστικής τάξης που έθεσε ως απόλυτη προτεραιότητά του το εξαιρετικό επιστημονικό έργο και παρέβλεψε συνειδητά την προσωπική του προβολή.
Νίκος Πετσάλης-Διομήδης
Ο Βενιζέλος και η πρόκληση της Μεγάλης Ελλάδας
Γεγονότα και Επανεκτιμήσεις
Εκδ. ΜΙΕΤ 2023-2024