Στην Πολωνία, όπου ο νεοεκλεγείς πρωθυπουργός Ντόναλντ Τουσκ προσπαθεί να οδηγήσει μια διχασμένη χώρα πιο κοντά στη Δύση, αγρότες που διαμαρτύρονται για τις αποστολές φθηνών σιτηρών από την Ουκρανία έχουν μπλοκάρει περίπου 2.500 φορτηγά στα σύνορα. Στη Γαλλία ο πρόεδρος Μακρόν, χάνοντας έδαφος από την Ακροδεξιά της Λεπέν, έχει στραφεί κατά του ουκρανού μεγιστάνα των κοτόπουλων Γιούρι Κόσιουκ, κατηγορώντας τον ότι έχει γεμίσει με φθηνά κοτόπουλα τη Γαλλία.
Κοινό χαρακτηριστικό και των δύο ηγετών είναι ότι δεν βρέθηκαν στην πλευρά των καταναλωτών που πλήττονται από την ακρίβεια και θέλουν άφθονα και φθηνά προϊόντα. Αντίθετα, οι συγκεκριμένοι πολιτικοί, πιεσμένοι από τις αγροτικές κινητοποιήσεις, λένε ότι στέκονται στο πλευρό των παραγωγών. Ο λαϊκισμός καλά κρατεί γιατί στην πραγματικότητα ούτε αυτό συμβαίνει. Στην Ελλάδα το ίδιο έργο παίζεται πιο χαλαρά, με τις φωνές κατά των εισαγωγών, με πρόσχημα τις ελληνοποιήσεις, να αυξάνουν σταθερά.
Η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί θυμίζει μια αλήστου μνήμης συνέντευξη Τύπου πριν από αρκετά χρόνια, όταν ένας «αρμόδιος» υπουργός, παραμονές του Πάσχα, στη συνέντευξη Τύπου για τις αποφυγή ελληνοποιήσεων ανακοίνωνε με στόμφο ότι «φέτος θα θωρακίσουμε τα σύνορα στις εισαγωγές κρέατος. Θα εξασφαλίσουμε ότι το αρνάκι θα είναι ελληνικό». Στην απλή ερώτηση «ποιος σας το ζήτησε;» υπήρξε αμηχανία από τον υπουργό. Πρόκειται για αίτημα των καταναλωτών; Σίγουρα όχι. Ηταν μήπως αίτημα των κτηνοτρόφων; Μα οι κτηνοτρόφοι πωλούν τα ζώα τους πολλές εβδομάδες πριν από το Πάσχα, «..πριν κλείσουν τα σύνορα».
Ποιοι ήταν οι μόνοι ωφελημένοι από το «κλείσιμο των συνόρων»; Οι έμποροι-μεσάζοντες. Αυτοί μόνο κέρδιζαν από το ολιγοπώλιο που δημιουργούνταν, καθώς το κλείσιμο των συνόρων οδηγεί αυτόματα σε λιγότερες ποσότητες και ανοδικά παιχνίδια με τις τιμές. Εκτοτε, σχεδόν ενστικτωδώς, οπότε ακούω για κλείσιμο συνόρων, όπως ακούγεται τώρα με αφορμή το μέλι και το γάλα, η ίδια άσχημη αίσθηση μου δημιουργείται.
Δουλειά μιας ευνομούμενης πολιτείας είναι να εξασφαλίζει ικανές ποσότητες προϊόντων που να καλύπτουν κάθε γούστο και για κάθε τσέπη. Αν για παράδειγμα θέλει κάποιος να εισαγάγει νόμιμα αρνάκι Αλβανίας (δεν υπάρχει μυστηριωδώς πουθενά στην αγορά) ή κοτόπουλο Ουκρανίας, δουλειά του κράτους δεν είναι να απαγορέψει την εισαγωγή του. Δουλειά του είναι να εξασφαλίσει την ακριβή σήμανση (αποτρέποντας την ελληνοποίηση) και να ελέγξει την τιμή του. Η επιλογή αν γίνουν όλα αυτά, αν θα αγοραστεί ένα προϊόν, είναι τελικά υπόθεση του καταναλωτή. Σε πληθωριστικό περιβάλλον όλα αυτά αποκτούν μεγαλύτερη σημασία, γι’ αυτό και οι επιλογές πρέπει να είναι περισσότερες.
Πολλοί πιστεύουν ότι πρόκειται για θέμα που έχει να κάνει με την προστασία των τιμών των προϊόντων τους και κατ’ επέκταση του εισοδήματος των αγροτών – κτηνοτρόφων. Πρόκειται για προσχηματικό επιχείρημα. Οι καταναλωτές προφανώς θα πληρώσουν ακριβότερα κάτι που βρίσκεται σε έλλειψη στην αγορά, αλλά η εμπειρία έχει δείξει ότι το όφελος σπανίως καταλήγει στον παραγωγό. Αρα χαμένες είναι και οι δύο πλευρές, που θα έπρεπε να αφορούν τους πολιτικούς.
Οι καταναλωτές ζητούν να γνωρίζουν την ταυτότητα και την εθνικότητα των διαθέσιμων προς αγορά προϊόντων και βέβαια να έχουν επιλογές μεταξύ διαφορετικών τιμών. Οι αγρότες – κτηνοτρόφοι θέλουν σαφείς και ενιαίους κανόνες για όλους. Αν αυτά συμβούν, τότε η αγορά θα λειτουργήσει για όλους, χωρίς να χρειαστεί κανείς να κλείσει τα σύνορα..