Leopard, Eurofighter και τώρα Taurus. Τρία οπλικά συστήματα που περιγράφουν τη στάση της Γερμανίας στα δύο χρόνια του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ξεκίνησε με τη γελοία προσφορά για 5.000 στρατιωτικά κράνη που υποσχόταν η τότε υπουργός Αμυνας Κριστίνε Λάμπρεχτ στην Ουκρανία, για να περάσει στην «κυκλική ανταλλαγή» των αρμάτων μάχης και να φτάσει στο πυραυλικό σύστημα Taurus που ζητά τώρα επειγόντως το Κίεβο.
Η συντηρητική, αξιωματική αντιπολίτευση CDU/CSU με αίτημα που απορρίφθηκε χθες στο Μπούντεσταγκ επιχείρησε να εκβιάσει την κυβέρνηση εκμεταλλευόμενη τη θετική στάση προβεβλημένων στελεχών της συμπολίτευσης στην παράδοση των πυραύλων Taurus. Ωστόσο, ο Σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Ολαφ Σολτς ακολουθεί την πεπατημένη: τραβάει χειρόφρενο μέχρι να πει το «ναι», αφού έχει συντονιστεί πλήρως με την Ουάσιγκτον, για να μην είναι η Γερμανία «μπροστάρης» στη στρατιωτική στήριξη της Ουκρανίας.
Είναι όμως η δεύτερη χώρα, μετά τις ΗΠΑ, σε στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη της Ουκρανίας στον πόλεμο κατά της Ρωσίας. Και αυτό – με δεδομένη την οικονομική εξάρτηση της γερμανικής οικονομίας από τη ρωσική ενέργεια και την παράδοση της «οστπολιτίκ» διαλόγου με τη Μόσχα που καθόρισε επί δεκαετίες τη γερμανική εξωτερική πολιτική – ήταν πραγματική, ιστορική τομή.
Το κομβικό ερώτημα
Είναι η «αλλαγή εποχής» που έφερε ο επιθετικός πόλεμος της Ρωσίας, όπως την περιέγραψε ο καγκελάριος Ολαφ Σολτς στην ιστορική ομιλία του στο Μπούντεσταγκ τρεις ημέρες μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. «Ο κόσμος μετά δεν είναι ίδιος με τον κόσμο πριν», είχε πει ο Σολτς, το κομβικό πλέον ερώτημα είναι «εάν επιτρέψουμε στον Πούτιν να γυρίσει το ρολόι πίσω στην εποχή των Μεγάλων Δυνάμεων του 19ου αιώνα ή θα βρούμε τη δύναμη να θέσουμε όρια σε πολεμοχαρείς, όπως ο Πούτιν».
Η Γερμανία μετά δεν είναι ίδια με τη Γερμανία πριν από τον πόλεμο. Ο Σολτς μεταμορφώθηκε από εμπόδιο σε σθεναρό στήριγμα της Ουκρανίας. Η Γερμανία παρέχει εγγυήσεις ασφαλείας στην Ουκρανία με τη διμερή συμφωνία που υπέγραψε ο Ζελένσκι πριν από μία εβδομάδα στο Βερολίνο, ανάλογη των συμφωνιών με Γαλλία και Μεγάλη Βρετανία, αφού η ένταξη στο ΝΑΤΟ δεν φαίνεται εφικτή σε ορατό ορίζοντα.
Κρίσιμη η τρίτη χρονιά
Ο πόλεμος μπαίνει στην τρίτη χρονιά, η οποία και θα αποβεί κρίσιμη, εκτιμά ο Στέφαν Μάιστερ, διευθυντής προγράμματος του ιδρύματος DGAP (Γερμανική Εταιρεία Εξωτερικής Πολιτικής) για Ανατολική Ευρώπη, Ρωσία, Κεντρική Ασία. Οι προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί πέρυσι με την αντεπίθεση του ουκρανικού στρατού ήταν «πολύ υψηλές» και αποδείχτηκαν ανέφικτες, διαπιστώνει ο Μάιστερ. Η Ρωσία «έμαθε από τα λάθη της πρώτης φάσης του πολέμου», πολλαπλασίασε την παραγωγή όπλων, προμηθεύεται επίσης από το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα, συμβάλλοντας στη βελτίωση της ποιότητας όπλων και πολεμοφοδίων.
Από την άλλη, στην Ουκρανία και τη Δύση καταγράφεται κόπωση και αβεβαιότητα για την περαιτέρω εξέλιξη, η προοπτική να επιστρέψει ο Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο ενισχύει τους φόβους ότι μπορεί να χαθεί ο πόλεμος. «Ο ψυχολογικός παράγοντας είναι εξίσου σημαντικός με τα όπλα», λέει ο Μάιστερ.
«Η Γερμανία και οι σύμμαχοι της Ουκρανίας δεν πρέπει να καθησυχάσουν με την ιδέα που κυριαρχεί σήμερα, ότι αυτά που κάνουν είναι αρκετά. Δεν είναι. Πρέπει σήμερα ήδη να γίνουν οι παραγγελίες πολεμοφοδίων, να αυξηθεί η παραγωγή όπλων. Εάν δεν το κάνουμε από τώρα, την επόμενη χρονιά η Ουκρανία θα γονατίσει και στρατιωτικά, και θα είναι η χρονιά – καμπή για την έκβαση του πολέμου. Οσο για τη στρατηγική του πολέμου, πρέπει να κλείσει το χάσμα ανάμεσα στον μαξιμαλιστικό στόχο του Ζελένσκι για επιστροφή στα σύνορα του 1991, αφενός, και στη θέση των Σολτς και Μπάιντεν ότι “η Ρωσία δεν πρέπει να κερδίσει τον πόλεμο”, αφετέρου. Πρέπει να υπάρξει σύγκλιση σε ρεαλιστικούς στόχους και στον τρόπο που θα επιτευχθούν».