Η απροθυμία των ΗΠΑ και των δυτικών συμμάχων τους να στηρίξουν πιο έμπρακτα την Ουκρανία έχει σαν αποτέλεσμα το Κίεβο να έχει μπει σε έναν μακρύ πόλεμο φθοράς με τη Ρωσία κάτι που δείχνει να είναι προς το συμφέρον των δυνάμεων του Βλαντίμιρ Πούτιν.
Επιπρόσθετα το γεγονός ότι κανένα από τα εμπλεκόμενα μέρη δεν δείχνει διάθεση να αποσαφηνίσει τους στόχους του όσον αφορά τον πόλεμο περιπλέκει την κατάσταση για το ποιος θα είναι ο τελικός νικητής της σύγκρουσης κι αν θα υπάρξει τέτοιος.
Σε άρθρο γνώμης στο CNN, η Άννα Αρουτουνιάν, δημοσιογράφος, αναλύτρια και συγγραφέας με ειδίκευση στη ρωσική πολιτική, υπογραμμίζει ότι με τον πόλεμο στην Ουκρανία να μπαίνει στον τρίτο του χρόνο καμία από τις δύο εμπόλεμες πλευρές δεν έχει σαφές όραμα για το τι σημαίνει τώρα μια νίκη ή πώς θα την πετύχει.
Παράλληλα πυκνώνουν τα ερωτήματα για τις προθέσεις και τους στόχους του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν, με το Κρεμλίνο να διατηρεί τους στόχους του τόσο νεφελώδεις όσο ήταν όταν ξεκίνησε η «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» πριν από δύο χρόνια.
Οι πολλές ερμηνείες της ρωσικής ρητορικής
«Θα υπάρξει ειρήνη όταν επιτύχουμε τους στόχους μας», δήλωσε ο Πούτιν τον Δεκέμβριο, «την αποναζιστικοποίηση και αποστρατιωτικοποίηση της Ουκρανίας, το ουδέτερο καθεστώς της».
Η συγκεκριμένη δήλωση επιδέχεται πολλών ερμηνειών και μπορεί να σημαίνει πολλά σχετικά με το τι θέλει να πετύχει η Ρωσία, αλλά μπορεί να μην σημαίνει και τίποτα, ενώ ταυτόχρονα το Κρεμλίνο, μπορεί να τη χρησιμοποιήσει με όποια ερμηνεία θέλει.
Σύμφωνα με την Αρουτουνιάν, «οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της Δύσης θα ήταν σοφότερο να κρίνουν τις προθέσεις του Κρεμλίνου βασιζόμενοι περισσότερο στις πράξεις παρά στα λόγια του. Η πολεμική μηχανή της Ρωσίας, αν και βρίσκεται σε καλύτερη θέση από ό,τι πριν από ένα χρόνο, δύσκολα είναι ικανή να καταλάβει το Κίεβο, όπως προσπάθησε να κάνει στην αρχή του πολέμου, και από τα μέσα του 2022 έχει επικεντρωθεί σε εδαφικά κέρδη στα ανατολικά».
Η νέα στρατηγική της Ρωσίας
Και όπως σημειώνει μετά την ανακοίνωση της προσάρτησης των περιοχών Λουχάνσκ, Ντονέτσκ, Ζαπορίζια και Χερσώνα της Ουκρανίας τον Σεπτέμβριο του 2022, η Μόσχα έχει μείνει σε μεγάλο βαθμό στην προσπάθεια να καταλάβει το σύνολο των περιοχών αυτών.
Από την πλευρά του ο Ανατόλ Λιέβεν, που διευθύνει το Πρόγραμμα Ευρασίας στο Quincy Institute for Responsible Statecraft σε άρθρο γνώμης στο περιοδικό Time, αναφέρει ότι ρωσική στρατηγική επί του παρόντος φαίνεται να είναι διαφορετική.
«Έχουν παρασύρει τους Ουκρανούς σε παρατεταμένες μάχες για μικρές εδαφικές εκτάσεις όπως η Αβντιίβκα, όπου βασίστηκαν στη ρωσική υπεροχή σε πυροβολικό και πυρομαχικά για να τους εξουθενώσουν με συνεχείς βομβαρδισμούς. Εκτοξεύουν τρία βλήματα για κάθε ένα ουκρανικό», γράφει χαρακτηριστικά.
Το βασικό μειονέκτημα της Ουκρανίας
Για να έχουν ελπίδες οι Ουκρανοί, η στρατιωτική ιστορία δείχνει ότι θα χρειαστούν ένα πλεονέκτημα 3 προς 2 σε ανθρώπινο δυναμικό και σημαντικά περισσότερη δύναμη πυρός. Η Ουκρανία απολάμβανε αυτά τα πλεονεκτήματα τον πρώτο χρόνο του πολέμου, αλλά τώρα βρίσκονται στη Ρωσία και είναι πολύ δύσκολο να τα ανακτήσει.
Όπως γράφει η Αρουτουνιάν, η στρατιωτική υποστήριξη που οι σύμμαχοι της Ουκρανίας είναι πρόθυμοι και ικανοί να προσφέρουν σταματά ακριβώς εκεί που υπάρχουν οι πιο πιεστικές ελλείψεις της Ουκρανίας: στο ανθρώπινο δυναμικό. Παρά τα πρόσφατα μεγαλοπρεπή σχόλια του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν σχετικά με το ότι «δεν αποκλείεται» να στείλει στρατεύματα στην Ουκρανία, οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ δεν εξετάζουν σοβαρά αυτό το καταστροφικό βήμα.
Αλλά στην Ουκρανία, το ζήτημα εξακολουθεί να υφίσταται. «Το πιο άμεσο πρόβλημα σε κάθε μονάδα είναι η έλλειψη ανθρώπων», δήλωσε πρόσφατα ένας Ουκρανός διοικητής λόχου, θέλοντας να δείξει πόσο σοβαρό έχει γίνει το πρόβλημα.
Πράγματι, ο Ζελένσκι «καρατόμησε» τον αρχιστράτηγο του, Βαλέρι Ζαλούζνι, τον περασμένο μήνα, εν μέσω διαμάχης για τις προτάσεις ότι μπορεί να χρειαστούν έως και 500.000 επιπλέον στρατιώτες για να επιτευχθούν οι στόχοι της Ουκρανίας. Η πρόταση ήταν τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά ανέφικτη, οπότε ο Ζελένσκι απέλυσε τον στρατηγό και δρομολόγησε μια «επανεκκίνηση» της στρατιωτικής διοίκησης, χωρίς όμως ούτε να επεκτείνει τον στρατό ούτε να μειώσει τους στόχους του.
Η επιθετική ρητορική της Ρωσίας προς τη Δύση
Ακόμα εκτιμάει πως η Μόσχα σηματοδοτεί μια πολύ πιο επιθετική ρητορική προς τη Δύση από ό,τι έχει την πρόθεση ή τη δυνατότητα να εφαρμόσει.
«Η ειδική στρατιωτική επιχείρηση ξεκίνησε ως επιχείρηση κατά της Ουκρανίας, με την πάροδο του χρόνου πήρε τη μορφή πολέμου κατά της συλλογικής Δύσης», δήλωσε πρόσφατα ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ.
Όπως αναφέρει ακόμα η Αρουτουνιάν, η στάση αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη Δύση, καθώς οι προθέσεις των ΗΠΑ, της ΕΕ και του Ηνωμένου Βασιλείου είναι ασαφείς ενώ και η βοήθεια που προσφέρουν στην Ουκρανία για να υπερασπίσει τον εαυτό της, είναι περιορισμένη.
Ακριβώς όπως κάνει το Κρεμλίνο, οι δυτικοί σύμμαχοι της Ουκρανίας εκφράζουν προφορικά την αποφασιστικότητά τους να «νικήσουν» τη Ρωσία, αλλά χωρίς στην πραγματικότητα να διατυπώνουν τι σημαίνει αυτή η ήττα. Μάλιστα «αυτή η στρατηγική ασάφεια στην πραγματικότητα κάνει τις δυτικές δυνάμεις να φαίνονται αδύναμες από την οπτική γωνία της Μόσχας – υπερυποσχόμενοι για να αντισταθμίσουν την έλλειψη πολιτικής βούλησης».
Αυτό έγινε ολοφάνερο στη Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια, όπου η περιγραφή ενός πολιτικού συνοψίζει την ουσία της στρατηγικής της Δύσης για την Ουκρανία: «Πολλά λόγια, καμία συγκεκριμένη δέσμευση».
Ο δεύτερος «πονοκέφαλος» του Ζελένσκι
Ένας λόγος για όσα συμβαίνουν, είναι ότι ο δηλωμένος στόχος της νίκης της Ουκρανίας – η ανακατάληψη όλων των κατεχόμενων ουκρανικών εδαφών, συμπεριλαμβανομένης της Κριμαίας, που βρίσκεται υπό ρωσικό έλεγχο εδώ και σχεδόν μια δεκαετία – φαίνεται όλο και πιο μη ρεαλιστικός.
Υπάρχει και ένα άλλο πρόβλημα: είναι άλλο πράγμα η Ουκρανία να απωθήσει τις ρωσικές δυνάμεις στις θέσεις τους πριν από τις 24 Φεβρουαρίου 2024 – όσο δύσκολο και αν είναι αυτό δύο χρόνια μετά τον πόλεμο – και άλλο πράγμα να εκδιώξει τις de facto ρωσικές διοικήσεις από τα εδάφη στο Ντονέτσκ, το Λουχάνσκ και την Κριμαία που έχουν καταλάβει εδώ και μια δεκαετία.
«Αλλά οι δυτικοί σύμμαχοι της Ουκρανίας αποτυγχάνουν να υπολογίσουν αυτές τις πραγματικότητες και, εν μέσω αυξανόμενης απροθυμίας των δεξιών κομμάτων στις ΗΠΑ και την Ευρώπη να επωμιστούν το κόστος, καταφεύγουν αντ’ αυτού σε θριαμβολογίες», αναφέρει ακόμα.
Ακόμα όπως αναφέρει «οι σύμμαχοι του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ που αντιτίθενται στο πακέτο βοήθειας που έχει κολλήσει στο αμερικανικό Κογκρέσο μπορεί να κάνουν λάθος όταν πιστεύουν ότι τα 60 δισεκατομμύρια δολάρια δεν θα ‘αλλάξουν την πραγματικότητα στο πεδίο της μάχης’ – περισσότερα όπλα μπορούν και θα βοηθήσουν την Ουκρανία να κρατήσει την άμυνά της και ίσως να ανακτήσει περισσότερα εδάφη».
Όριο στη βοήθεια που μπορεί να δοθεί
Το πρόβλημα είναι ότι, ενώ περισσότερα όπλα και βοήθεια θα βοηθήσουν την Ουκρανία να αμυνθεί, δεν μπορεί να υπάρξει καμία εγγύηση ότι μια χώρα περίπου 37 εκατομμυρίων ανθρώπων μπορεί τελικά να νικήσει έναν αντίπαλο άνω των 140 εκατομμυρίων. Το να υπονοεί κανείς ότι αυτό είναι αναπόφευκτο παραπλανά την Ουκρανία, σπέρνει δυσπιστία μεταξύ των δυτικών φορολογουμένων και σηματοδοτεί αδυναμία στη Ρωσία.
Παρόλο που υπάρχει περιθώριο να αυστηροποιηθούν οι κυρώσεις που ήδη εφαρμόζονται, δεν θα αναγκάσουν κάποια ταχεία αλλαγή στην πολιτική του Κρεμλίνου, και καθώς οι δυτικές χώρες αρχίζουν να εξαντλούν τα δικά τους αποθέματα όπλων και πυρομαχικών, υπάρχει επίσης ένα όριο στο πόσο επιπλέον στρατιωτική βοήθεια μπορεί να παρασχεθεί.
Τι μπορεί πρακτικά να επιτευχθεί;
Το δίκαιο και η δικαιοσύνη μπορεί να λένε ότι η Ουκρανία αξίζει να απελευθερώσει τα κατεχόμενα εδάφη, αλλά ο πραγματισμός υποδηλώνει ότι αυτός ο στόχος μπορεί να είναι αιματηρός ή και ανέφικτος.
«Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να είναι ειλικρινείς όσον αφορά τον καθορισμό του τι μπορεί πρακτικά να επιτευχθεί. Είναι πολύ καλό να δηλώνουμε ότι ο μόνος αποδεκτός στόχος είναι η απόλυτη ‘ήττα’ του Πούτιν. Αλλά όταν οι πολιτικοί και οικονομικοί περιορισμοί περιορίζουν τους πόρους που η Δύση είναι διατεθειμένη να διαθέσει, η συνέχιση της επιμονής σε αυτό μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει το Κίεβο στη γωνία, αναγκάζοντάς το να επιλέξει μεταξύ της ειρήνης και ενός αιώνιου πολέμου για την επίτευξη μιας ασαφούς έννοιας της ‘νίκης’», συμπεραίνει η Αρουτουνιάν.
Παρόμοιες και οι εκτιμήσεις του Λιέβεν, αναφέροντας ότι πολλοί Ουκρανοί ήδη από πέρυσι ήταν έτοιμοι να αποδεχθούν την απώλεια ορισμένων εδαφών ως τίμημα της ειρήνης, εάν η Ουκρανία δεν κατάφερνε να τα κερδίσει πίσω στο πεδίο της μάχης και εάν η εναλλακτική λύση ήταν χρόνια αιματηρού πολέμου με ελάχιστες προοπτικές επιτυχίας.
«Όσο δυσάρεστο και άδικο κι αν είναι, η καλύτερη πιθανή νίκη μπορεί να απαιτεί όχι μόνο ενισχυμένη στρατιωτική υποστήριξη για την Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένων σοβαρών εγγυήσεων ασφαλείας, αλλά και κάποια αναγνώριση ότι το Κίεβο μπορεί να χρειαστεί να εγκαταλείψει κάποιους από τους στόχους του, είτε μέσω υποσχέσεων ουδετερότητας – ή, όσο δύσκολο κι αν είναι να το καταπιεί κανείς, κάποιων από τα κατεχόμενα εδάφη.
«Χωρίς στρατιωτική βοήθεια, η ουκρανική αντίσταση είναι πιθανό να καταρρεύσει φέτος»
Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει απόλυτο δίκιο να προειδοποιεί ότι χωρίς περαιτέρω μαζική αμερικανική στρατιωτική βοήθεια, η ουκρανική αντίσταση είναι πιθανό να καταρρεύσει φέτος. Αλλά οι Αμερικανοί αξιωματούχοι πρέπει επίσης να αναγνωρίσουν ότι ακόμη και αν συνεχιστεί αυτή η βοήθεια, δεν υπάρχει καμία ρεαλιστική πιθανότητα συνολικής ουκρανικής νίκης το επόμενο έτος ή το μεθεπόμενο έτος. Ακόμη και αν οι Ουκρανοί μπορέσουν να ενισχύσουν τις δυνάμεις τους, η Ρωσία μπορεί να εμβαθύνει ακόμη περισσότερο τις άμυνές της.
Γιατί τα χαμένα ουκρανικά εδάφη είναι χαμένα και η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ είναι άσκοπη αν η συμμαχία δεν είναι έτοιμη να στείλει τα δικά της στρατεύματα για να πολεμήσουν για την Ουκρανία εναντίον της Ρωσίας. Πάνω απ’ όλα, όσο επώδυνη και αν είναι σήμερα μια ειρηνευτική συμφωνία, θα είναι απείρως πιο επώδυνη αν ο πόλεμος συνεχιστεί και η Ουκρανία ηττηθεί», καταλήγει.