Περισσότεροι από 900 πρόσφυγες και μετανάστες έχουν φτάσει στα νότια της Κρήτης το τελευταίο δίμηνο, ξεπερνώντας κατά πολύ τον αριθμό των περίπου 600 ατόμων που έφτασαν παράτυπα στην περιοχή όλη την περσινή χρονιά.
Σε συναγερμό βρίσκονται τους τελευταίους μήνες οι λιμενικές και τοπικές Αρχές τόσο στην Κρήτη όσο και στη Γαύδο, καθώς οι καραβιές που φτάνουν – ιδίως όταν ο καιρός είναι καλός – είναι συνεχείς. Είναι ενδεικτικό πως μέσα σε διάστημα τριών ημερών έλαβαν χώρα πέντε περιστατικά με δεκάδες πρόσφυγες και μετανάστες να φτάνουν στις ελληνικές ακτές. Μάλιστα, το τελευταίο αφορούσε 112 μετανάστες, οι οποίοι εντοπίστηκαν στη θαλάσσια περιοχή 40 ναυτικά μίλια νότια της Γαύδου, περισυνελέγησαν από φορτηγό πλοίο και μεταφέρθηκαν στη Σούδα. Ως επί το πλείστον άτομα νεαρής ηλικίας και κυρίως άνδρες είναι αυτοί που «τολμούν» το άκρως επικίνδυνο ταξίδι.
«Δυστυχώς, είναι μια κατάσταση που φαίνεται να παγιώνεται. Ξύλινα ή πλαστικά βαρκάκια, ακατάλληλα για πλεύση, που αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν να χωράνε τόσους ανθρώπους, καλύπτουν απόσταση περίπου 150 μιλίων από τις ακτές της Αφρικής μέχρι να φτάσουν στη χώρα μας. Από τις μαρτυρίες των μεταναστών, δε, που παίρνουμε, γνωρίζουμε πως δεκάδες χιλιάδες περιμένουν σε αποθήκες στις αφρικανικές ακτές, έτοιμοι να επιβιβαστούν σε βάρκες και να ξεκινήσουν το ταξίδι», εξηγεί στα «ΝΕΑ» ο πρόεδρος της Ενωσης Προσωπικού Λιμενικού Σώματος Δυτικής Κρήτης, Βασίλης Κατσικανδαράκης.
Μηδενικές υποδομές
Η κατάσταση, όπως προσθέτει, είναι ιδιαιτέρως κρίσιμη, καθώς από τη μία καταγράφονται αυξημένες ροές, από την άλλη υπάρχουν μηδενικές υποδομές. «Στη Γαύδο, όπου οι μετανάστες παραμένουν από κάποιες ώρες μέχρι λίγες ημέρες, δεν υπάρχει απολύτως τίποτα. Στα Χανιά, από την άλλη, οι μετανάστες φιλοξενούνται σε δύο ακατάλληλους χώρους: στον χώρο μιας παιδικής κατασκήνωσης και στον επιβατικό σταθμό στη Σούδα, στον χώρο δηλαδή της κρουαζιέρας, όπου γίνεται ο έλεγχος. Εκεί βρίσκονται 114 πρόσφυγες και μετανάστες, σε έναν χώρο που δεν είναι μεγαλύτερος από 80 τετραγωνικά».
Αξίζει να σημειωθεί πως στη συνέντευξη που έδωσε στα «ΝΕΑ» πριν από λίγες ημέρες ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου Δημήτρης Καιρίδης μετέφερε τον προβληματισμό που υπάρχει στην κυβέρνηση για την κατάσταση που από το φθινόπωρο φαίνεται να αποκτά δυναμική. «Η Ελλάδα είναι από τις πολύ λίγες χώρες στην Ευρώπη που μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπη με πολλαπλούς μεταναστευτικούς διαδρόμους, όπως είναι ο ανατολικός μεσογειακός διάδρομος από την Τουρκία αλλά και ο κεντρικός μεσογειακός διάδρομος από τη Λιβύη. Οι ροές από την Ανατολική Λιβύη παραμένουν μικρές, όμως με δεδομένη την κατάσταση εκεί, την οικονομική κρίση στην Αίγυπτο και την ευρύτερη αναταραχή, δεν μπορεί παρά να υπάρχει ένας έντονος προβληματισμός», είχε δηλώσει.
Γι’ αυτό και το θέμα τέθηκε στην τελευταία συνεδρίαση του ΚΥΣΕΑ προχθές και θα προγραμματιστούν επαφές με την αιγυπτιακή κυβέρνηση και τον πρόεδρο Σίσι, για τη διαχείριση του.
«Τι θα γίνει όταν “ανοίξει” ο καιρός;»
Οπως επισημαίνει ο πρόεδρος της Ενωσης Προσωπικού Λιμενικού Σώματος Δυτικής Κρήτης, όλη αυτή η κατάσταση γίνεται δυσκολότερη εάν αναλογιστεί κανείς πως η υπηρεσία τους είναι υποστελεχωμένη. «Είχαμε κάνει αναφορές για την υποστελέχωση πολύ πριν οι ροές καταγράψουν αύξηση. Δεν είμαστε προετοιμασμένοι, τα λιγοστά άτομα, να διαχειριστούμε αυτό που συμβαίνει. Οταν βλέπουμε ότι οι καιρικές συνθήκες είναι καλές, ξέρουμε τι δουλειά έχουμε να κάνουμε. Κι ακόμη είμαστε στα τέλη Φεβρουαρίου.
Τι θα γίνει όταν “ανοίξει” ο καιρός;», αναρωτιέται ο Β. Κατσικανδαράκης, σημειώνοντας πως στην ανακοίνωση που εξέδωσε η Ενωση την περασμένη εβδομάδα έγινε αρχικά καθ’ υπερβολήν αναφορά στη Λαμπεντούζα. «Οπως εξελίσσονται τα πράγματα, δυστυχώς σε λίγο θα μιλάμε για πραγματικότητα», καταλήγει. Στο μεταξύ, την εβδομάδα 12-18 Φεβρουαρίου, 1.171 άτομα έφθασαν στα νησιά του Αιγαίου, με τον μέσο όρο των ημερήσιων αφίξεων να φτάνει τις 167. Οι αφίξεις μέσω θαλάσσης, σύμφωνα με τα δεδομένα της Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, είναι περισσότερες από αυτές της προηγούμενης εβδομάδας, που ήταν 915.