Η χθεσινή μέρα ήταν μέρα εθνικής θλίψης. Το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη με τους 57 νεκρούς ήταν ένα σοκ για την ελληνική κοινωνία, όταν συνέβη. Και περισσότερο σοκ ήταν οι πληροφορίες για τις συνθήκες του δυστυχήματος – και ιδίως για την αμέλεια υπαλλήλων που συνέβαλαν να μπει το τρένο σε λάθος γραμμή και να συνεχίσει την πορεία του ως τη σύγκρουση.
Η Ελλάδα είναι μια χώρα γεμάτη παθογένειες. Ο δημόσιος τομέας της είναι νωθρός, ράθυμος, αγκυλωμένος – και διεφθαρμένος. Αλλά για δεκάδες χρόνια η διαδρομή Αθήνα – Θεσσαλονίκη με το τρένο ήταν η πιο ασφαλής μετακίνηση. Οσα προβλήματα, συνεπώς, κι αν υπήρχαν στο δίκτυο, η ατομική ευθύνη όσων δεν έκαναν τη δουλειά τους το μοιραίο βράδυ δεν μπορεί να βγει από το πεδίο. Οι ευθύνες δεν μπορεί να μην έχουν ονοματεπώνυμο.
Κατά τα άλλα, ορθώς συζητάμε για το σιδηροδρομικό δίκτυο. Σωστά εξετάζουμε τις πληροφορίες για τις σιδηροδρομικές υποδομές, για τρομακτικές καθυστερήσεις στη σηματοδότηση και σε συστήματα τηλεδιοίκησης, για προβλήματα με τις εταιρείες και το προσωπικό. Μάθαμε για παράπλευρες υποθέσεις διαφθοράς που ερευνούσε η Δικαιοσύνη, παρακολουθήσαμε και την προσπάθεια της αντιπολίτευσης να μην είναι στην επιτροπή διερεύνησης ο καθηγητής Θανάσης Ζηλιασκόπουλος, ο οποίος ως πρόεδρος της ΤΡΑΙΝΟΣΕ επιχείρησε ματαίως να εξυγιάνει την επιχείρηση.
Στη δημόσια ζωή, όμως, κυριάρχησε η προσπάθεια ενός κινήματος, προφανώς μονόπλευρα τοποθετημένου, για απόδοση της ευθύνης του δυστυχήματος αποκλειστικά στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Η προσπάθεια αυτή, που στην πορεία υιοθέτησε έναν οξύ καταγγελτικό λόγο που μετακενώνεται σε οργή, ξεκίνησε ως στρατηγική με εκλογικό ορίζοντα και, επειδή δεν ευοδώθηκε, συνεχίζεται ως στρατηγική φθοράς της ομαλότητας. Οπως το 2010.
Μοιραία, με τη στρατηγική αυτή, η εξεταστική επιτροπή στη Βουλή για τα Τέμπη λειτούργησε ως βήμα αντιπαράθεσης κομματικών στρατών. Μια υπόθεση που χρειαζόταν την όσο το δυνατόν συντομότερη εξέτασή της από τη Δικαιοσύνη μετατράπηκε σε θέμα διαρκούς τριβής ανάμεσα σε μια, υποτίθεται, αδέκαστη αντιπολίτευση και μια, επίσης υποτίθεται, αδιάφορη για τις ζωές των ανθρώπων κυβέρνηση. Ακόμα μία φορά, η εκμετάλλευση της συγκίνησης από μια καταστροφή και τις οδυνηρές διαστάσεις της επιτρέπει σε διάφορους καιροσκόπους να αμφισβητήσουν τη θεσμική λειτουργία του κράτους, να μεταδώσουν στους νεότερους έναν μηδενιστικό και εν τέλει αντιδημοκρατικό αντισυστημισμό.
Προσωπικά, μου κάνει εντύπωση ο σχετικισμός με τον οποίο τα λογής κινήματα αντιμετωπίζουν τις διάφορες καταστροφές. Τα πολλά μέτρα και σταθμά τους. Το δυστύχημα με το πλοίο «Σάμινα» δεν έπληξε πολιτικούς. Το έγκλημα της Μαρφίν έγινε και γίνεται προσπάθεια να ξεχαστεί – τα κινήματα που δικαίως ζητούν την εξιχνίαση της δολοφονίας του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ δεν έχουν κανένα ηθικό πρόβλημα με το ότι οι εμπρηστές του κτιρίου της τράπεζας εκείνη την αποφράδα μέρα απολαμβάνουν την ατιμωρησία. Η καταστροφή στο Μάτι, που μάλιστα έγινε αντικείμενο της τραγικής επικοινωνιακής διαχείρισης από τον τότε πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, δεν έχει ακόμα τελεσιδικήσει δικαστικά – είναι κοντά η πρωτόδικη απόφαση –, αλλά ουδείς κινητοποιήθηκε για να μετατρέψει εκείνους τους άδικους θανάτους σε πολιτικό πρόβλημα.
Με όλα αυτά δεν ισχυρίζομαι ότι είναι αμελητέα η πολιτική ευθύνη για το δυστύχημα και για τις λογής παθογένειες. Προφανώς υπάρχουν και επιβιώνουν αθεράπευτες, συχνά ευνοημένες από τις τακτικές συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης. Αλλά δεν υπάρχει μεγαλύτερη παθογένεια από το εμπόριο της θλίψης.