Μετά τις απειλητικές δηλώσεις δυτικών ηγετών, περί αποστολής στρατευμάτων στην Ουκρανία, ο Βλαντίμιρ Πούτιν, κατά την ετήσια ομιλία του την Πέμπτη 29 Φεβρουαρίου, προειδοποίησε ότι οι χώρες του ΝΑΤΟ κινδυνεύουν με πυρηνική σύγκρουση.
Τα ευρωπαϊκά κράτη όμως, κάνουν αυτό που βαυκαλίζονται: να οικοδομήσουν μια αυτόνομη άμυνα, ώστε να ανταπεξέλθουν έναντι της Ρωσίας;
Σε ανάλυσή του στο Foreign Policy, ο κοσμήτορας και καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ Στήβεν Γουόλτ εκτιμά ότι τα πράγματα δεν είναι και τόσο ρόδινα για τους Ευρωπαίους, παρά την ρητορική τους.
Ξεκινώνας λοιπόν, από τα καλά νέα, ο Αμερικανός ακαδημαϊκός ξεκαθαρίζει ότι τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ έχουν σίγουρα πολύ περισσότερες δυνατότητες «λανθάνουσας» ισχύος από τη Ρωσία. Δηλαδή, έχουν έως και τετραπλάσιο πληθυσμό, ενώ οι συνδυασμένες οικονομίες τους είναι 10 φορές μεγαλύτερες από τις οικονομίες της Ρωσίας.
Αρκετά ευρωπαϊκά κράτη εξακολουθούν να διαθέτουν εξελιγμένες αμυντικές βιομηχανίες ικανές να παράγουν εξαιρετικά όπλα, ενώ ορισμένα από αυτά (πχ. Γερμανία) διέθετε τρομερές δυνάμεις εδάφους και αεροπορίας στα τελευταία στάδια του Ψυχρού Πολέμου.
Ο ρωσικός στρατός εξάλλου, μπορεί να έχει βελτιώσει σημαντικά τις δυνατότητές του, αλλά ένας στρατός που χρειάζεται μήνες για να καταλάβει τη Μακχμούτ ή την Αντβιίβκα δεν πρόκειται να ξεκινήσει έναν αστραπιαίο επιτυχημένο πόλεμο.
Έτσι, σύμφωνα με τον Γουόλτ, η Ευρώπη έχει περισσότερες από αρκετές δυνατότητες ισχύος για να αποτρέψει ή να αναχαιτήσε μια ρωσική επίθεση, με την προϋπόθεση όμως ότι η… λανθάνουσα ικανότητα κινητοποιείται και καθοδηγείται σωστά.
Τα κακά νέα
Έτσι, πάμε στο ερώτημα: Θα κάνει η Ευρώπη αρκετά για να μπορέσει να αμυνθεί;
Μέχρι σήμερα και παρά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η Ευρώπη δεν έχει αυξήσει τις στρατιωτική της ισχύ. Η ικανότητα της Ευρώπης να διατηρεί σημαντικές δυνάμεις, για περισσότερες από μερικές εβδομάδες, παραμένει ασήμαντη, λέει ο Γουόλτ και έτσι εξακολουθεί να βασίζεται στις ΗΠΑ για ορισμένες κρίσιμες ικανότητες.
Οι Ευρωπαίοι επίσης πάσχουν από το σύνδρομο της μετάθεσης βαρών σε άλλα κράτη, προκειμένου να εξασφαλίσουν αμυντική θωράκιση. «Εάν αρκετά μέλη υποκύψουν στον πειρασμό να αφήσουν τους άλλους να σηκώσουν το μεγαλύτερο βάρος, ή εάν άλλα εγωιστικά συμφέροντα υπερνικήσουν την ανάγκη συνεργασίας, τότε η συμμαχία μπορεί να μην παράγει τις συνδυασμένες δυνατότητες και τη συντονισμένη στρατηγική που χρειάζεται για να είναι ασφαλής» προειδοποιεί ο Γουόλτ.
Έτσι ο Αμερικανός διεθνολόγος καταλήγει στα 5 εμπόδια που έχουν οι Ευρωπαίοι για να μπορούν να ισχυρίζονται ότι έχουν μια ικανή ευρωπαϊκή άμυνα.
Διαφορετικές προτεραιότητες
Πρώτον, τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ δεν συμφωνούν για το επίπεδο ή ακόμη και την ταυτότητα των κύριων προβλημάτων ασφαλείας τους. Για τις χώρες της Βαλτικής και την Πολωνία, είναι προφανές ότι η Ρωσία αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο, σύμφωνα με τον καθηγτή.
Για την Ισπανία ή την Ιταλία, ωστόσο, η Ρωσία είναι ένα μακρινό πρόβλημα στην καλύτερη περίπτωση και η παράνομη μετανάστευση είναι μεγαλύτερη πρόκληση. Θα μπορούσε κανείς να συμπληρώσει εδώ ότι και για την Ελλάδα η Ρωσία δεν αποτελεί στρατιωτική απειλή σίγουρα κατευθύνοντας την άμυνά της στην αντιμετώπιση της απειλητικής Τουρκίας.
«Το να πείσουμε την Πορτογαλία να κάνει πολλά για να βοηθήσει την Εσθονία θα χρειαστεί λίγη πειθώ» λέει ο καθηγητής.
Είναι ή δεν είναι επικίνδυνος ο Πούτιν
Δεύτερον, όσοι θέλουν η Ευρώπη να κάνει περισσότερα, σύμφωνα με τον ίδιο, πρέπει να πείσουν τους λαούς ότι υπάρχει ένα σοβαρό (ρωσικό) πρόβλημα μεν, για το οποίο όμως δεν απαιτούνται δαπανηρές λύσεις δε.
Αν προσπαθήσουν να πείσουν τους λαούς παρουσιάζοντας τον Πούτιν ως έναν τρελό φιλόδοξο και επικίνδυνο ηγέτη, τότε η πρόκληση θα φαίνεται τόσο μεγάλη για τους Ευρωπαίους που θα καταλήξει να ζητάνε τη βοήθεια των Αμερικανών ξανά.
Αλλά εάν από την άλλη οι ρωσικές φιλοδοξίες κριθούν διαχειρίσιμες τότε δεν θα πειστούν οι Ευρωπαίοι πολίτες ότι χρειάζονται θυσίες.
Έτσι, όπως υποστηρίζει ο Γουόλτ, για να λειτουργήσουν με μεγαλύτερη αυτονομία οι Ευρωπαίοι, πρέπει να πιστεύουν ότι η Ρωσία είναι επικίνδυνη, αλλά πρέπει επίσης να πιστεύουν ότι μπορούν να χειριστούν το πρόβλημα ακόμα κι αν οι ΗΠΑ κάνουν πολύ λιγότερα.
Το ερώτημα παγίδα
Ένα τρίτο εμπόδιο, που εντοπίζει ο Γουόλτ είναι ο διφορούμενος ρόλος των πυρηνικών όπλων.
Εάν ο ρόλος των πυρηνικών είναι τόσο αποφασιστικός τότε οι Ευρωπαίοι μπορούν να νομίζουν ότι μπορούν να βασιστούν στις βρετανικές και γαλλικές πυρηνικές δυνάμεις και την αμερικανική «πυρηνική ομπρέλα», δίχως να χρειάζεται μια μεγάλη επένδυσε σε συμβατικές δυνάμεις.
Εάν, όμως δεν είναι τόσο σίγουροι για την αξιοπιστία της εκτεταμένης πυρηνικής αποτροπής, τότε θα χρειάζονται την ευελιξία που προσφέρουν οι συμβατικές δυνάμεις. Η συνεχής παρουσία πυρηνικών όπλων μπορεί να δελεάσει ορισμένα κράτη να αφήσουν τις συμβατικές τους δυνάμεις να μαραζώσουν.
«Ο μοναχικός δρόμος» παραμένει
Τέταρτον, τα ευρωπαϊκά κράτη εξακολουθούν να προτιμούν να επενδύουν στις δικές τους αμυντικές βιομηχανίες και ένοπλες δυνάμεις, αντί να συνεργάζονται για την τυποποίηση των όπλων και την ανάπτυξη κοινής στρατηγικής και αμυντικών σχεδίων.
Σύμφωνα με μια έκθεση του 2023 του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών, που επικαλείται ο Γούλοτ, αν και οι συνολικές ευρωπαϊκές αμυντικές δαπάνες έχουν αυξηθεί απότομα από τότε που η Ρωσία κατέλαβε την Κριμαία το 2014, το ποσοστό που αφιερώθηκε σε προσπάθειες συνεργασίας για προμήθειες μειώθηκε σταθερά μέχρι το 2021 και δεν πλησίασε ποτέ τον στόχο του 35% που ορίζει η ΕΕ.
«Η πεισματική τάση να το κάνουμε μόνοι μας σπαταλά το τεράστιο λανθάνον πλεονέκτημα πόρων που απολαμβάνει η Ευρώπη, έναντι των πιθανών αμφισβητιών και μπορεί να είναι μια πολυτέλεια που δεν μπορεί πλέον να αντέξει οικονομικά» το μπλοκ.
Δεν το θέλουν οι Ευρωπαίοι
Πέμπτον, ο Γουόλτ υπενθυμίζει τη μακροχρόνια αμφιθυμία των ΗΠΑ σχετικά με την ενθάρρυνση της Ευρώπης να σταθεί μόνη της. Οι ΗΠΑ θέλουν γενικά οι εταίροι τους στην Ευρώπη να είναι ισχυροί στρατιωτικά -αλλά όχι πολύ ισχυροί- και πολιτικά ενωμένοι – αλλά όχι πολύ ενωμένοι. Έτσι κατάφεραν να μεγιστοποιήσουν την επιρροή τους στη Γηραιά Ήπειρο σε σε έναν συνασπισμό ικανών αλλά υποδεέστερων εταίρων.
Η Ουάσιγκτον ήθελε το υπόλοιπο ΝΑΤΟ να είναι αρκετά ισχυρό ώστε να είναι χρήσιμο αλλά και πλήρως συμβατό με τις επιθυμίες των ΗΠΑ, ενώ αυτή η συμμόρφωση θα ήταν πιο δύσκολο να διατηρηθεί εάν αυτά τα κράτη γίνονταν ισχυρότερα και άρχιζαν να μιλούν με μία φωνή.
«Δεν χρειάζεται να είναι κανείς υπέρμαχος του Τραμπ για να αναγνωρίσει ότι οι ΗΠΑ «δεν μπορούν να τα έχουν όλα» και ότι πρέπει να μεταθέσουν περισσότερο το βάρος της συλλογικής άμυνας στους Ευρωπαίους εταίρους τους» καταλήγει ο Γουόλτ.
Βέβαια, επισημαίνεται ότι οι Ευρωπαίοι και οι ΗΠΑ ήταν εκείνοι που πρώτοι άγγιξαν τις ευαίσθητες αμυντικές «χορδές» της Ρωσίας, ήδη από τη δεκαετία του 1990, ώστε να καταλήξουμε σήμερα να μιλάμε ξανά για εξοπλισμούς και αμυντικές δυνατότητες.