«Πιστεύουμε πως το μέλλον της Βόρειας Ιρλανδίας στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι διασφαλισμένο για τις επόμενες δεκαετίες και, ως εκ τούτου, οι όροι που απαιτούνται προκειμένου να διεξαχθεί ένα δημοψήφισμα για την αλλαγή συνόρων είναι απίθανο να πληρούνται αντικειμενικά», ανέφερε η κυβέρνηση του Λονδίνου στο πλαίσιο της συμφωνίας η οποία επετεύχθη στις αρχές του μήνα και οδήγησε στη συγκρότηση της νέας κυβέρνησης εθνικής ενότητας στο Μπέλφαστ, τερματίζοντας ένα επικίνδυνο αδιέξοδο σχεδόν δύο ετών.
«Διαφωνώ απολύτως με τις θέσεις που διατυπώνει η βρετανική κυβέρνηση σε αυτό το έγγραφο, στον βαθμό που η εκλογή μου στη θέση της πρωθυπουργού αποτυπώνει την αλλαγή η οποία συντελείται σε αυτό το νησί κι αυτό είναι κάτι καλό», ανταπάντησε η Μισέλ Ο’Νιλ, η ηγέτιδα του Σιν Φέιν που έγραψε ιστορία καθώς έγινε η πρώτη πολιτικός από τις τάξεις των εθνικιστών καθολικών που ανέλαβε τα ηνία της κυβέρνησης η οποία προβλέπεται από τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, που υπογράφηκε το 1998 και έθεσε τέλος στον εμφύλιο σχεδόν τριών δεκαετιών. Εκανε δε λόγο για «μια δεκαετία ευκαιρίας», αφήνοντας να εννοηθεί ότι σε αυτό το διάστημα μπορεί να επέλθει η (ειρηνική) επανένωση με την Ιρλανδία.
Πολλά έχουν αλλάξει
Η αλήθεια, σε κάθε περίπτωση, είναι πως πολλά έχουν αλλάξει στο Μπέλφαστ και τις άλλες πόλεις και περιοχές που αποσπάστηκαν βίαια το 1921 από την Ιρλανδία και προσαρτήθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τόσο πολλά ώστε η πλειοψηφία των προτεσταντών – οι οποίοι κατά βάση υποστηρίζουν την παραμονή στο «στέμμα» – δεν στάθηκε αρκετή να αποτρέψει την εκλογική νίκη που κατήγαγε το 2022 το Σιν Φέιν, το κόμμα που επί δεκαετίες θεωρούνταν (και ήταν, σε γενικές γραμμές) το πολιτικό σκέλος του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA) και κατάφερε να υπερσκελίσει το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα (DUP). Ανάμεσα σε όσα έχουν αλλάξει είναι και οι άνθρωποι και οι προτεραιότητές τους.
Είναι κάτι που φαίνεται και στην περίπτωση του Γκλιν Ντόχερτι, ο οποίος ήταν μωρό έξι μηνών κατά τη σφαγή της 30ής Ιανουαρίου – την ημέρα που έμεινε στην ιστορία ως «Ματωμένη Κυριακή», όπως την τραγούδησαν και οι U2 – όταν τα βρετανικά στρατεύματα άνοιξαν πυρ στο ψαχνό και σκότωσαν 13 ανθρώπους που διαδήλωναν ειρηνικά στο Ντέρι (Λοντοντέρι για τους υπέρμαχους της παραμονής στη Βρετανία). Ανάμεσά τους και τον πατέρα του, Πάτρικ, η φωτογραφία του οποίου να κείτεται αιμόφυρτος στον δρόμο αποτελεί μία από τις εμβληματικές εικόνες εκείνης της ημέρας.
Οι επισκέπτες
Μιλώντας στην «el Pais», ο άνθρωπος που έχει ζήσει τα περισσότερα χρόνια του ως ξεναγός, διαπιστώνει πως πλέον ολοένα λιγότεροι ζητούν να επισκεφθούν σημεία όπως το μνημείο της «Ματωμένης Κυριακής» ή το σημείο όπου βρίσκεται η γνωστή επιγραφή «Εισέρχεστε τώρα στο Ελεύθερο Ντέρι». «Υπάρχει μια μεγάλη αλλαγή στην πολιτική, στον τρόπο που σκέφτονται πολλοί άνθρωποι, ειδικά οι νέοι. Ειδικά τώρα που η θρησκεία δεν αποτελεί σημαντικό κομμάτι της ζωής τους, προσεγγίζουν τα πράγματα με έναν πιο εγωιστικό τρόπο, με την καλή έννοια. Πολλοί δε βλέπουν ένα καλύτερο μέλλον στην ΕΕ από ό,τι στη Βρετανία, μετά το Brexit», λέει ο Γκλιν.
Από την πλευρά της, η Τζούλι Αν Κόουλ-Τζόνστον, καθηγήτρια πολιτικής θεωρίας στην πρωτεύουσα και «ενωτική», εκφράζει τη δική της άποψη. Χωρίς να δίνει ιδιαίτερη σημασία στην εκλογή της Ο’Νιλ ως πρωθυπουργού (άλλωστε ισότιμες εξουσίες διατηρεί και η αναπληρώτριά της από το DUP) και ξεκαθαρίζοντας πως δεν φοβάται ένα πιθανό δημοψήφισμα, επικεντρώνεται περισσότερο στο «κοινωνικό ζήτημα», λέγοντας: «Δεν συζητάμε πλέον το κατά πόσο θα ενσωματωθούμε στην Ιρλανδία, αλλά ποιο κομμάτι του νησιού θα μοιραζόμαστε. Θα διατηρήσουμε τη δημόσια υγεία και παιδεία μας, όπως και τη βοήθεια που λαμβάνουμε τώρα από το Λονδίνο; Ή θα έχουμε ένα ιδιωτικό σύστημα πρόνοιας, όπως αυτό που υπάρχει στον Νότο;», αναρωτιέται.
Την κρίσιμη ώρα, όλα αυτά θα παίξουν τον δικό τους καθοριστικό ρόλο.