Στις αρχές Ιουνίου του 1999 ο Ζακ Ντεριντά βρέθηκε στην Αθήνα. Στις 2 Ιουνίου έδωσε μια διάλεξη στο αμφιθέατρο του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, με τίτλο «Οι “Ανθρωπιστικές Σπουδές”. Ομολογία πίστεως ενός καθηγητή». Την επομένη θα αναγορευτεί επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Παντείου Πανεπιστημίου και θα εκφωνήσει μια ομιλία με τίτλο «Απροϋπόθετο ή κυριαρχία: το πανεπιστήμιο στα σύνορα της Ευρώπης». Και οι δύο διαλέξεις μεταφράστηκαν στα ελληνικά, με τρόπο υποδειγματικό, από τον Βαγγέλη Μπιτσώρη και η πρώτη κυκλοφόρησε το 2004 από τις εκδόσεις Εκκρεμές (υπό τον τίτλο «Το πανεπιστήμιο άνευ όρων»), ενώ η δεύτερη από τις εκδόσεις Πατάκη το 2002.
Και στις δύο διαλέξεις το πανεπιστήμιο παίζει έναν κεντρικό ρόλο στην προβληματική του γάλλου φιλοσόφου. Οπως ξεκαθαρίζει στην πρώτη διάλεξη, η έννοια του «άνευ όρων» σημαίνει ότι «το πανεπιστήμιο απαιτεί και θα έπρεπε να του αναγνωρίζεται καταρχήν, επιπλέον της ονομαζόμενης ακαδημαϊκής ελευθερίας, μια απροϋπόθετη ελευθερία όσον αφορά την ερωτηματοθεσία και τις προτάσεις, και δη, ακόμη περισσότερο, το δικαίωμα να λέγει δημοσίως καθετί που απαιτούν η έρευνα, η μάθηση και η σκέψη όσον αφορά την αλήθεια».
Για τον Ντεριντά, όπως αναφέρει στη δεύτερη διάλεξη, η νεωτερική και ευρωπαϊκή ιδέα του πανεπιστημίου προϋποθέτει ένα «απροϋπόθετο δικαίωμα στην αλήθεια». Αυτό σημαίνει ότι στο πανεπιστήμιο δεν υπάρχει κανένα κριτικό όριο στην κριτική και αποδόμηση κάθε πολιτικής φιλοσοφίας, κάθε ιδεολογίας, κάθε θρησκευτικής ή εθνικής δογματικής», όπως και του τρόπου που αρθρώνονται οι εξουσίες, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής, αλλά και αυτής των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης.
Αλωση από την οικονομική εξουσία
Η πρώτη διάλεξη του Ντεριντά επικεντρώνει και στον κίνδυνο να αλωθεί το πανεπιστήμιο, να συνθηκολογήσει άνευ όρων, να παραδοθεί στις διάφορες μορφές της οικονομικής εξουσίας. «Ναι, το πανεπιστήμιο παραδίδεται, πωλείται ενίοτε, διατρέχει τον κίνδυνο να είναι απλώς για κατάληψη, για άλωση, για αγορά, έτοιμο να γίνει το υποκατάστημα επιχειρήσεων και διεθνών εταιρειών», αναφέρει χαρακτηριστικά, για να συμπληρώσει: «Σήμερα πρόκειται για ένα μείζον πολιτικό διακύβευμα στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε όλο τον κόσμο: σε ποιο βαθμό η οργάνωση της έρευνας και της διδασκαλίας πρέπει να υποστηρίζεται, δηλαδή να ελέγχεται, άμεσα ή έμμεσα, ας πούμε – κατ’ ευφημισμόν – να “χορηγείται” ενόψει εμπορικών και βιομηχανικών συμφερόντων;».
Απέναντι σε αυτή την πρόκληση ο Ντεριντά θεωρεί ότι η κρίσιμη διάσταση δεν είναι απλώς η αρχή της αντίστασης, αλλά και «η ισχύς της αντίστασης – και της ετεροφροσύνης». Και αυτή η αντίσταση για τον Ντεριντά πρωτίστως βρίσκεται στις Ανθρωπιστικές Σπουδές «ως τόπο αλυτρωτικής αντίστασης και δη, αναλογικά, ως ένα είδος αρχής της πολιτικής ανυποταξίας, και δη ετεροφροσύνης εν ονόματι ενός ανώτερου νόμου και μιας δικαιοσύνης της σκέψης».
Παίζοντας με τις διαφορετικές σημασίες στις οποίες παραπέμπει το ρήμα professer (και το ουσιαστικό profession), ο Ντεριντά επιμένει πώς το να επαγγέλλεται – διδάσκει κανείς ως καθηγητής είναι (ή τουλάχιστον οφείλει να είναι) και μια ομολογία πίστεως, άρα μια δημόσια δέσμευση και μια ηθική και πολιτική ευθύνη, που είναι, κατά τον γάλλο φιλόσοφο, πιο σημαντική από την «αυθεντία».
Για τον Ντεριντά, εάν αυτή η ικανότητα αντίστασης του πανεπιστημίου βρίσκεται στις Ανθρωπιστικές Σπουδές, αυτό δεν σημαίνει κάποια απομόνωσή του από άλλα πεδία, αλλά την ανάγκη «να αντισταθεί πραγματικά, συμμαχώντας με δυνάμεις που βρίσκονται εκτός του ακαδημαϊκού χώρου, για να αντιτάξει μια επινοητική αντεπίθεση, μέσω των έργων του, προς όλες τις προσπάθειες επανιδιοποίησης (πολιτικής, νομικής, οικονομικής κ.λπ.), προς όλα τα άλλα σχήματα της κυριαρχίας».
Συζήτηση με όρους αγοράς
Ολα αυτά αποκτούν ξεχωριστή σημασία στις μέρες μας, καθώς πλέον η έννοια της ελευθερίας χρησιμοποιείται όχι για την υπεράσπιση της αυτονομίας του πανεπιστημίου από τις δυνάμεις της αγοράς, αλλά για το ακριβώς αντίθετο: την αντίληψη ότι ο δημόσιος χαρακτήρας δεν χρειάζεται να είναι και καταστατικός της ίδιας της έννοιας του πανεπιστημίου. Το γεγονός ότι η συζήτηση για τα πανεπιστήμια γίνεται πλέον με όρους αγοράς και προσέλκυσης πελατείας και ότι η πλήρης συμμόρφωση με τις «ανάγκες της παραγωγής» αντιμετωπίζεται ως κατηγορική προσταγή, απλώς συγκεφαλαιώνει ότι, αντί για απροϋπόθετη ανάπτυξη της κριτικής, αυτό που απαιτείται από το πανεπιστήμιο σήμερα είναι πολύ περισσότερο η άνευ όρων υποταγή του σε εξουσίες πολιτικές και οικονομικές.
Ο ρόλος των Ανθρωπιστικών Σπουδών
Και αντί οι Ανθρωπιστικές Σπουδές να είναι η αιχμή του δόρατος ως μια δύναμη αντίστασης απέναντι σε όλες τις σύγχρονες μορφές καταπίεσης και η υπεράσπιση της αναζήτησης της αλήθειας, απέναντι σε όλο το πλέγμα των σύγχρονων μορφών εξουσίας, σήμερα ολοένα και περισσότερο βρίσκονται στην ανάγκη διαρκώς να επιβεβαιώνουν τον ρόλο τους μέσα σε μια αγορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών που είναι πια πλήρως στραμμένη στην αναζήτηση μιας εργαλειακής χρησιμότητας και άμεσης μετρήσιμης απόδοσης, που καμιά σχέση με οποιοδήποτε χειραφετητικό ιδεώδες της γνώσης δεν έχει, κάτι που φαίνεται και από τα αντικείμενα που είναι έτοιμοι να προτείνουν (και να εμπορευτούν) οι διάφοροι επίδοξοι επιχειρηματίες της γνώσης στο πλαίσιο της συνολικότερης άλωσης του πανεπιστημίου.
Η υπεράσπιση της φιλοσοφίας
Το ενδιαφέρον του Ντεριντά για τη φιλοσοφία δεν αφορούσε ποτέ μόνο τη διδασκαλία και την έρευνα ως αμιγώς θεωρητικές πρακτικές. Στη δεκαετία του 1970 θα παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην Ομάδα Ερευνών για τη Διδασκαλία της Φιλοσοφίας (GREPH), μια ευρύτερη συσπείρωση σπουδαστών και καθηγητών της Δευτεροβάθμιας και Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης που υπερασπίστηκε όχι απλά ένα μάθημα, αλλά το «δικαίωμα στη φιλοσοφία», και αντιστάθηκε στον ενδεχόμενο αφανισμό του μαθήματος από τη Μέση Εκπαίδευση.