Ως ένα σημείο προκαλεί έκπληξη ότι ο «Αποχαιρετισμός στον Ρόμπερτ» (Lifo Books, 2023, στην καθοριστική μετάφραση της Κατερίνας Σχινά) δεν αποτέλεσε αναφορά όλο το προηγούμενο διάστημα, όταν γινόταν ένα βήμα εμπρός για τα δικαιώματα των ομόφυλων ζευγαριών. Αλλά και πάλι, το αρχαϊκό ξόδι που υπογράφει ο Βρασίδας Καραλής προς τον νεκρό σύντροφό του, Ρόμπερτ Τζόζεφ Μήντερ, είναι τόσο απογυμνωμένο από επικαιρικές συνάψεις ή συναισθηματισμούς, ώστε να αντιστέκεται από μόνο του στη «χρήση».
Από τις κρυμμένες συγκινήσεις της πρόσφατης βιβλιοπαραγωγής, που περιμένουν υπομονετικά τον αναγνώστη να τις ανακαλύψει (έτσι δεν συμβαίνει πάντα;), ο αποχαιρετισμός του Καραλή είναι μια ελεγεία στην αξιοπρέπεια. Ενας άντρας στέκεται απέναντι στο αναπόφευκτο, θρηνεί σε στάση πιετά, αφήνει το αίμα να τρέξει («γράφουμε επειδή είμαστε τραυματισμένοι»), γυρίζει πίσω τα ποτάμια των αναμνήσεων, επικαλείται ιστορίες και λέξεις για να αρθρώσει το άλεκτο. «Ξαφνικά, τίποτα πια δεν έχει νόημα, η κενότητα ξεχειλίζει από παντού».
Κι όμως, ο καθηγητής Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Σίντνεϊ, μελετητής του ελληνικού κινηματογράφου, του Καστοριάδη και του Χάιντεγκερ, επιμένει να λακτίζει το καρφί με γυμνό πόδι. Να αναπληρώνει το κενό μιας ύπαρξης σαν παρείσακτος μέσα στον κόσμο. Να κατευνάζει, όπως λέει, τον πανικό της θνητότητας. «Από την πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε, χαμογέλασες κι ένιωσα άνθρωπος. Ξανάφερες πίσω την παιδική μου ηλικία, τις σκιές και τις χαρές εκείνων των ανυποψίαστων χρόνων που όλοι τις αξίζουμε. Το χαμένο παιδί των πρώτων χρόνων μου ξαναγεννήθηκε». Η παιδικότητα ως κατάφαση στον κόσμο ακυρώνει οποιαδήποτε άλλη κατηγοριοποίηση: «Δεν χρειάστηκε να “εκδηλωθούμε” ή να κυκλοφορήσουμε μανιφέστα για τη σεξουαλικότητά μας. Δεν μετατραπήκαμε σε κοινωνιολογικές κατηγορίες. Δεν μειονοποιήσαμε την ύπαρξή μας».
Ο Β. Καραλής γνώρισε τον Ρόμπερτ στις 15 Αυγούστου 1993 στη μεγάλη αίθουσα του Πανεπιστημίου του Σίντνεϊ, όταν η ορχήστρα του δεύτερου έπαιζε τα «Carmina Burana» του Καρλ Ορφ. Εζησαν μαζί τα επόμενα 29 χρόνια πριν ο μουσικός πεθάνει από λέμφωμα Χότζκιν, μετάλλαξη της λευχαιμίας. Ο άνθρωπος που έμεινε πίσω καταγράφει στην ανεπίδοτη επιστολή του τα στιγμιότυπα που γέννησαν την αγάπη τους, τα «αποτυπώματα των δακτύλων στα ασημικά και τα κρύσταλλα», την ιστορία του προπάππου και της προγιαγιάς που εκτοπίστηκαν στην Αυστραλία το 1834 «επειδή έκλεψαν μια φραντζόλα ψωμί και μια κορδέλα» και καταδικάστηκαν σε 15 χρόνια καταναγκαστικά έργα στη σωφρονιστική αποικία. Αποκρούει τον μελοδραματισμό, αποδέχεται ως εχθρό του τον «άκαιρο θάνατο» (όχι τον θάνατο), αναρωτιέται αν εξιδανικεύει τον χαμένο σύντροφο, ομολογεί την ανάγκη να τον μυθολογήσει. Είναι ένας που εκπροσωπεί τους πάντες μπροστά στον θάνατο όταν παύει να είναι μεταφορά.
Ανήκει και δεν ανήκει στη λεγόμενη λογοτεχνία του πένθους ο «Αποχαιρετισμός». Τουλάχιστον όχι με τον τρόπο της Τζόαν Ντίντιον στη «Χρονιά της μαγικής σκέψης» («Να αφήσουμε τους νεκρούς να γίνουν η φωτογραφία στο τραπέζι»). Το ανθρώπινο ζώο βρίσκει τον τρόπο να θυμάται όσο πενθεί. Αχόρταγο για ιστορίες από το πρώτο μπουσούλισμα γίνεται ιστορία το ίδιο μετά την έξοδο. Μένει πίσω η ανάμνηση και το τραγούδι του εραστή για την απουσία στους ερημότοπους της εξορίας. Για να μη χαθεί «στο πηγάδι της λήθης», όπως γράφει στην ακροτελεύτια φράση ο Β. Καραλής. «Οπως οι ηθοποιοί ενός περιοδεύοντος θιάσου, όσο θυμούνται τα λόγια τους, κουβαλούν παντού μαζί τους τον ανεμοδαρμένο χερσότοπο, το κάστρο στην ομίχλη, το μαγεμένο νησί», γράφει στο «Μίλησε, μνήμη» ο Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ.
ΥΓ: Μια τελευταία σκέψη έφερε το ποίημα του Γ.Χ. Ωντεν «Αυτός που πιο πολύ αγαπάει» («Πένθιμο μπλουζ», Κίχλη, μτφ. Ερρίκος Σοφράς, 2015) για τον άνθρωπο που είναι, όπως τ’ αστέρια, πηγή φωτός ανεξάρτητα από την ανταπόκριση ή την παρουσία του αγαπημένου:
Κοιτάω τ’ αστέρια ψηλά στον ουρανό
Και το ξέρω, δεν τα νοιάζει αν θα χαθώ.
Ποτέ μη σε φοβίζει η αδιαφορία
Από τον άνθρωπο ή τα θηρία.
Αν τ’ άστρα, δίχως ανταπόκριση από μας,
Όλο πάθος καίγονταν μεμιάς;
Αφού η αμοιβαία αγάπη δεν κρατάει,
Ας είμαι εγώ που πιο πολύ αγαπάει