Τι γίνεται με αυτό το παιδί; Μας κάνει πλάκα; Κάνει πλάκα με τον εαυτό του; Ή μήπως «πειράματα» εκτροπής από αυτό που έχουμε συνηθίσει να εκλαμβάνουμε ως αυτονόητο; Για τον Μίλτο Τεντόγλου μιλάω. Που με ένα ακόμη χρυσό μετάλλιο, το δέκατο, στην τσέπη του, στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Κλειστού Στίβου στη Γλασκώβη, απολογήθηκε για τον θρίαμβό του. «Ο αγώνας μου ήταν χάλια» είπε. «Ο,τι χειρότερο, δεν είχα καμία όρεξη, προσπαθούσα από μόνος μου να ενεργοποιηθώ στα άλματά μου, προσπαθούσα να κάνω ό,τι καλύτερο, αλλά δεν έβγαινε η επίδοση με τίποτα […] Εγώ πρέπει να βρω μια όρεξη γιατί τα έχω κερδίσει όλα και είναι δύσκολο να τη βρεις. Ενιωθα ότι είμαι σε Πανελλήνιο, σε Βαλκανικό, κάτι τέτοιο ένιωθα. Πολύ περίεργος αγώνας, δεν το ευχαριστήθηκα καθόλου».

Τι μας λέει αυτός ο μάγκας; Πώς μας βγάζει από τη νιρβάνα της καταγεγραμμένης επιτυχίας, της κοινοτοπίας του θριάμβου; Να είσαι νικητής και συγχρόνως να ομολογείς ότι έχεις χάσει τον οίστρο σου για τη νίκη; Να διαχειρίζεσα, δηλαδή τη νίκη όπως συνήθως διαχειρίζονται την ήττα; Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Γιατί μας ξεβολεύει; Διότι ξεβόλεμα είναι εκεί που είσαι ταμπουρωμένος πίσω από τις μικρονίκες και τις μικροδιακρίσεις σου να έρχεται ένα τυπάκι που τα έχει σαρώσει όλα και να σου κάνει αυτή την ανατροπή; Να σου λέει, με τον τρόπο του, να σταθείς απέναντι στον καθρέφτη σου και να κάνεις αυτοαξιολόγηση; Πόσοι το μπορούμε, πόσοι το αντέχουμε αυτό; Τι δύναμη ψυχής χρειάζεται – αυτό που, στην προκειμένη περίπτωση, κάποιοι λένε coolness – να είσαι αλλά να μην αισθάνεσαι νικητής; Και να σε ενδιαφέρει όχι αυτό που είσαι και που σου αναγνωρίζουν οι άλλοι, αλλά, αποκλειστικά και μόνο, αυτό που αισθάνεσαι; Η γνώμη των άλλων για εσένα να είναι πολύ καλύτερη από τη γνώμη τη δική σου για τον εαυτό σου; Και να έχεις τη μαγκιά να την εκφέρεις. Οχι στον ψυχίατρό σου αλλά στο πλήθος που σε αποθεώνει.

Και εκεί που έχω μείνει, για άλλη μια φορά, άφωνη με αυτό το παλικάρι από τα Γρεβενά, μου έρχεται στο δοξαπατρί η συνέντευξη του Στέφανου Κασσελάκη στον Γιώργο Λιάγκα. Πρώτα απ’ όλα, η συζήτηση μεταξύ ενός διάσημου δημοσιογράφου και του αρχηγού, έστω και τυπικά, της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν γίνεται στον ενικό. Δεν προκαλεί οικειότητα, το αντίθετο, μεγαλώνει την απόσταση με το κοινό στο οποίο και οι δύο απευθύνονται. Από κει και πέρα, έβλεπα τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ και ήθελα να τον ξεφυλλίσω. Δεν είναι άνθρωπος αυτός, αμερικανικό βιβλίο αυτοβελτίωσης είναι. Από αυτά που γράφουν «Κοελιές» τύπου «φτάνει να θέλεις πολύ κάτι για να το καταφέρεις». Και ο Κασσελάκης θέλει πολύ να γίνει πρωθυπουργός. Και επειδή θέλει, νομίζει ότι μπορεί. Διαφορετικά, δεν θα απαντούσε με ένα «ξεροσφύρι» ναι στη σχετική ερώτηση. Οταν, μέσα σε πέντε μήνες, έφτασε το ήδη αποδεκατισμένο κόμμα που παρέλαβε στο μισό της δύναμής του.

Δεν μέτρησα πόσες φορές επανέλαβε, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, τη λέξη «εγώ». Πολλές, πάρα πολλές. Σαν τον Χρήστο Τσαγανέα, διευθυντή της τράπεζας στο «Μια ζωή την έχουμε» που έτσι απαντούσε όταν σήκωνε το τηλέφωνο. Εγώ. Και ήταν και εκείνο το «κόμμα μου» που συνεχώς επαναλάμβανε που με κάνει να θαυμάζω την οσφυοκαμψία των στελεχών του. Ούτε μογγόλος ακροβάτης.

Διαφορές

Ο Τεντόγλου και ο Κασσελάκης θα μπορούσαν να είναι οι αντίθετοι ήρωες ενός μυθιστορήματος. Ο πρώτος επενδύει στην προσπάθεια και αυτό δεν μπορεί παρά να τον πηγαίνει κατευθείαν στον στόχο του. Ο δεύτερος επενδύει στον στόχο που νομίζει ότι μπορεί να τον κατακτήσει χωρίς προσπάθεια, κάπως σαν θείο δώρο. Ο πρώτος είναι πραγματικός σταρ διότι δεν τον ενδιαφέρει η γνώμη που έχουν οι άλλοι για εκείνον – ακόμη και αν είναι αποθεωτική – αλλά η γνώμη που έχει ο ίδιος για τον εαυτό του. Ο δεύτερος είναι μια αυτοκατασκευή διότι θεωρεί πως η γνώμη που έχουν οι άλλοι για εκείνον ταυτίζεται με τη γνώμη που έχει ο ίδιος για τον εαυτό του.