Δεν είναι και λίγο αυτό που κατάφερε το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας με την πώληση του 27% της Τράπεζας Πειραιώς. Πέτυχε κάλυψη πάνω από 10 φορές με καλές ποιοτικά συμμετοχές και προσφορές που άγγιξαν τα 10 δισ. ευρώ. Απόδειξη ότι η Ελλάδα προφανώς, με όπλο τις αποδόσεις που προσφέρει, «πουλάει», και μάλιστα καλά. Οι επενδυτές που μπήκαν στις τράπεζες τους τελευταίους μήνες δεν μας κάνουν κάποια χάρη, οι περισσότεροι από το εξωτερικό, βλέπουν προοπτική και κρυμμένες αξίες στα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία. Και τα δύο συναντώνται σπανίως αυτή την περίοδο στην Ευρώπη. Αρα κερδισμένοι είμαστε όλοι εμείς, καθώς γίνεται μια πώληση σε καλή τιμή για την εποχή και από την άλλη μπαίνουν στην ελληνική αγορά ισχυρά ονόματα, που συνήθως αποτελούν κράχτες και για άλλους, ακόμα πιο ισχυρούς επενδυτές για το μέλλον.
Γενικώς στο επιχειρηματικό κλίμα υπάρχει το τελευταίο διάστημα μια συγκρατημένη αισιοδοξία. Το είδαμε και στα χθεσινά στοιχεία για τον δείκτη οικονομικού κλίματος. Καταναλωτική εμπιστοσύνη και κατασκευές ιδιωτικών έργων οδήγησαν τον δείκτη σε χαμηλό 14 μηνών, αλλά η επιχειρηματική εμπιστοσύνη κρατήθηκε σε θετικό έδαφος.
Είχε προηγηθεί μόλις την περασμένη Παρασκευή η υψηλότερη του αναμενομένου αύξηση των παραγγελιών στη μεταποίηση. Σημείωσε μάλιστα ρεκόρ από τον Δεκέμβριο του 2021, όχι τυχαία ημερομηνία, καθώς τότε περίπου ξεκίνησε το πληθωριστικό φαινόμενο στη χώρα μας. Στο ίδιο θετικό κλίμα και τα επιχειρηματικά deals που ανακοινώνονται αυτές τις μέρες στο χρηματιστήριο (Entersoft από Γερμανό κ.λπ.) και άλλα που κυοφορούνται.
Αν τα αθροίσουμε όλα, τότε σχηματίζεται μια διθυραμβική εικόνα, τουλάχιστον σε επιχειρηματικό επίπεδο. Δεν πρέπει ωστόσο να μας παρασύρει σε σίγουρα συμπεράσματα. Τα πραγματικά εισοδήματα των νοικοκυριών συνεχίζουν να πιέζονται από το υψηλό επίπεδο τιμών, παρά τη μικρή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Επίσης, οι μεταποιητικές επιχειρήσεις δηλώνουν ικανοποιημένες από την προοπτική τους, αλλά πλέον δεν απορροφούν ούτε μέρος των αυξημένων τιμών. Ως αποτέλεσμα οι τιμές πώλησης αυξήθηκαν με δριμύ ρυθμό κατά τη διάρκεια του Φεβρουαρίου.
Προσέξτε όμως ένα στοιχείο. Ο ρυθμός αύξησης των χρεώσεων ήταν ιστορικά αυξημένος και ο ταχύτερος που έχει καταγραφεί σε διάστημα ενός έτους. Σχήμα οξύμωρο ωστόσο αποτέλεσε το γεγονός ότι οι εταιρείες ανέφεραν πως διευκολύνθηκε η μετακύλιση του υψηλότερου κόστους στους πελάτες από τις ευνοϊκότερες συνθήκες ζήτησης που επικράτησαν. Επιβεβαιώθηκε δηλαδή η τάση που καταγράφηκε με τον αυξημένο τζίρο στο λιανεμπόριο, ότι οι καταναλωτές, παρά το γεγονός πως γκρινιάζουν και δηλώνουν ότι δυσκολεύονται με τις αυξημένες τιμές, συνεχίζουν να ψωνίζουν σε βαθμό που να επιτρέπουν στους παραγωγούς να αυξάνουν συνεχώς τις τιμές. Προφανώς με αυτές τις συνθήκες, η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού θα συνεχίσει να γίνεται με αργό ρυθμό, στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την πορεία της οικονομίας.
Με δεδομένο αυτό, μεγάλο ρόλο στην πορεία του οικονομικού κλίματος θα παίξουν οι επιδόσεις της οικονομίας βραχυχρόνια. Αν συνεχίσει να αναπτύσσεται με τον ρυθμό που έχει προβλεφθεί, τότε το μόνο που θα πρέπει να προσεχθεί θα είναι η ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών, γιατί αν αυτό μείνει πίσω θα το βρούμε μπροστά μας μεσοπρόθεσμα.