Μετά από δύο και πλέον χρόνια πολέμου στην ανατολική Ουκρανία, η κατάσταση των αμάχων είναι κρίσιμη. Τα στοιχεία όμως του ΟΗΕ αποκαλύπτουν τι τύχη περίμενε τους πολίτες του Ντονέτσκ και Ντονμπάς ούτως ή άλλως.
Στην πραγματικότητα ο πόλεμος δεν αφορά όλη την Ουκρανία, αλλά κυρίως τα ανατολικά τμήματά της, όπου κατοικούν οι ρωσόφωνοι. Ενώ στην δυτική χώρα, οι Ουκρανές κάνουν ακόμα και γιόγκα στην ανατολική η εικόνα είναι πολύ διαφορετική.
Πρόθεση του ΟΗΕ για το 2024, σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση, είναι να υποστηρίξει 8,5 εκατομμύρια ανθρώπους με τις πιο επείγουσες ανθρωπιστικές ανάγκες – από σχεδόν 15 εκατ. ανθρώπους που χρειάζονται ανθρωπιστική βοήθεια.
Πάνω από 4 εκ. άνθρωποι εξακολουθούν να είναι εσωτερικά εκτοπισμένοι σε όλη την Ουκρανία, και αυτή η παρατεταμένη μετακίνηση έχει ωθήσει πολλούς στο χείλος του γκρεμού, καθώς έχουν εξαντλήσει τους πόρους και την ικανότητά τους να αντιμετωπίσουν την απώλεια εργασίας ή εισοδήματος.
Ο ΟΗΕ δήλωσε ότι είχε περιορισμένη πρόσβαση σε περιοχές που είναι υπό ρωσική κατοχή.
Τι περίμενε του Ουκρανούς το 2022
Ενώ αναμφίβολα ο πόλεμος έχει επιδεινώσει την κατάσταση, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ, πριν την εισβολή των Ρώσων, το Κίεβο είχε υποβάλει στους πολίτες της ανατολικής Ουκρανίας σε μαρτύριο το οποίο θα παρέτεινε.
Τα 8 χρόνια πολέμου 2014-2022, είχαν μοιραίες συνέπειες στις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων στις πληγείσες από τις συγκρούσεις περιφέρειες Ντόνετσκ και Λουγκάνσκ. Εκτιμάται ότι 2,9 εκατ. άνθρωποι θα χρειάζονται ούτως άλλως ανθρωπιστική βοήθεια το 2022, με το 55% περίπου να ζει σε περιοχές που το Κίεβο είχε κηρύξει προσωρινά κατεχόμενες.
Η ουκρανική κυβέρνηση σταμάτησε να παρέχει επιδόματα και υπηρεσίες σε ηλικιωμένους, άτομα με αναπηρίες, νοικοκυριά και τα παιδιά που ζούσαν σε απομονωμένα χωριά ενώ είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι λόγω της περιορισμένης κινητικότητάς τους, της συνεχιζόμενης έκθεσης σε βομβαρδισμούς, νάρκες και οικονομικές προκλήσεις.
Στις περιοχές αυτές οι παρατηρητές του ΟΗΕ έβλεπαν τις ανάγκες να αυξάνονται ραγδαία, ειδικά όσες βρίσκοταν κοντά στη «γραμμή επαφής», αυξάνοντας τον αριθμό των ατόμων που περνούσαν στην κυβερνητική περιοχή μέσω… Ρωσίας. Οι αντοχές όμως των ανθρώπων ήταν λογικό να μειωθούν.
Στο σενάριο που δεν εισέβαλαν οι Ρώσοι, η ανατολική Ουκρανία θα βίωνε και πάλι τον εφιάλτη από το ίδιο το Κίεβο, γι αυτό και στους στόχους του ΟΗΕ ήταν να βοηθήσει άμεσα 1,8 εκατομμύρια ανθρώπους.
Το 32% εξ αυτών ήταν ηλικιωμένοι, καθώς και τα παιδιά ευάλωτων οικογενειών που αποτελούσαν το 14%, ενώ το Κίεβο άφησε αβοήθητους 225.000 ανθρώπους με αναπηρία.
«Δεν έχουμε λάβει τις συντάξεις μας από τον Απρίλιο και πρέπει να φάμε, να πληρώσουμε λογαριασμούς και να αγοράσουμε φάρμακα. Δεν έχουμε τίποτα να φάμε τώρα… Τηλεφωνήσαμε στην τράπεζα στο Κίεβο για να ρωτήσουμε πώς μπορούμε να πάρουμε τη σύνταξή μας και μας είπαν ότι στον χάρτη τους το Σλαβιάνσκ δεν υπάρχει», είχε δηλώσει το Reuters ένας συνταξιούχος από το Σλαβιάνσκ το 2014.
Μιας μορφής άπαρτχαιντ
Από τότε η Ουκρανία είχε σταματήσει τις ηλεκτρονικές πληρωμές, όπως συντάξεις σε τράπεζες στο Slaviansk και στο γειτονικό Kramatorsk, με τη δικαιολογία ότι θα έκλεβαν τα χρήματα οι αντάρτες. Έτσι το Κίεβο έλεγε ότι μπορούσαν οι κάτοικοι να εισπράξουν τα χρήματα πηγαίνοντας σε τράπεζες άλλων πόλεων.
Ωστόσο, ο κόσμος δεν είχε ούτε καύσιμα να ταξιδέψει τόσα χιλιόμετρα, λόγω έλλειψης και κλειστών οδικών αρτηριών.
Όπως είχε καταγγείλει το 2017 η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, εκατοντάδες χιλιάδες συνταξιούχοι έχασαν τις συντάξεις, αφού η κυβέρνηση περιόρισε την πρόσβαση στις κρατικές συντάξεις για τους κατοίκους περιοχών που δεν ήλεγχε. Ενδεικτικά, ήδη μέχρι το 2016 περίπου 560.000 Ουκρανοί έχασαν τις συντάξεις με εντολή Κιέβου. Τότε μάλιστα η Υπατης Αρμοστεία έστειλε στείλει μήνυμα στο Κίεβο ότι «η καταβολή των συντάξεων θα πρέπει να ξαναρχίσει σε όλους τους συνταξιούχους, ανεξάρτητα από τον τόπο διαμονής τους, είτε είναι εγγεγραμμένοι ως εσωτερικά εκτοπισμένοι είτε διαμένουν στα σπίτια τους» διότι, όπως προσέθεσε, «οι συντάξεις είναι κεκτημένο δικαίωμα όλων των πολιτών και δεν πρέπει να συνδέονται με τον εκτοπισμό τους».
Με έκθεσή της, ακόμα και η δυτική δεξαμενή σκέψης International Crisis Group καλούσε ήδη από το 2018 την Ουκρανία να «αναθεωρήσει πλήρως την προσέγγισή της απέναντι στους πολίτες που πλήττονται από συγκρούσεις» προσθέτοντας ότι από το 2014, «το Κίεβο, στη ρητορική και τις ενέργειές του –περιορισμός ελευθερίας μετακινήσεων, απαγόρευση πρόσβασης σε κρατικές επιδοτήσεις και υπηρεσίες, ασυνεπής σεβασμός για την πολιτική προστασία και έλλειψη αξιόπιστων ρυθμίσεων για αμνηστία– αντιμετωπίζει πολύ συχνά την ασφάλεια και την ευημερία των πολιτών του ως κάτι αντίθετο στα συμφέροντα της χώρας».
Η εθνοκάθαρση του Ζελένσκι
Η επιστημονική συνεργάτης στο Kings College του Λονδίνου Άννα Ματβέεβα επεσήμανε ότι στην πραγματικότητα το Κίεβο ήταν αυτό που έκανε τους Ουκρανούς να θέλουν να αποσχιστούν για να γλιτώσουν.
Ταξιδεύοντας η ίδια συχνά στην περιοχή, αναφέρει πως το τελευταίο πράγμα που ήθελαν οι κάτοικοι του Ντονμπάς ήταν να γίνουν αντάρτες και να αποσχιστούν. «Το όραμά τους ήταν [είτε] να ενταχθούν στη Ρωσία ή να επιστρέψουν σε μια «διαφορετική Ουκρανία» που τους συμπαθούσε και όπου τα δικαιώματα και οι αξίες τους γίνονταν σεβαστά».
Ωστόσο, όπως εξηγεί η ίδια, το κίνημα της Ρωσικής Άνοιξης [η φιλορωσική απάντηση στα γεγονότα του Μαϊντάν] το 2014, που έφερε στο Ντονμπάς φιλοδοξίες για οικοδόμηση μιας δίκαιης και ανθρώπινης κοινωνίας, δεν έγιναν πραγματικότητα.
«Αυτό που εμφανίστηκε αντ’ αυτού ήταν οντότητες «επιβίωσης»: οι «δημοκρατίες» μπορούσαν να αμυνθούν όταν απειλούνταν, αλλά δεν ήταν τόποι έμπνευσης για να ζήσουν. Το χειρότερο ήταν το αίσθημα αβεβαιότητας, γιατί οι πολιτικοί διακήρυξαν ταυτόχρονα τρεις επιλογές: την επιστροφή στην Ουκρανία με βάση τις συμφωνίες του Μινσκ, την ένταξη στη Ρωσία ή την ανάπτυξη του δικού τους «κράτους»».
«Δεν είναι περίεργο που οι άνθρωποι ήταν μπερδεμένοι σχετικά με το τι τους επιφύλασσε το μέλλον» λέει η ίδια, καταλήγοντας πως έτσι «μια «διαφορετική Ουκρανία» δεν υλοποιήθηκε».
Πράγματι, οι πολίτες της ανατολικής Ουκρανίας δεν επεδίωκαν απόσχιση, αλλά αυτονομία στο πλαίσιο του ουκρανικού κράτους, (Συμφωνίες Μίνσκ) καθώς υπόκειντο σε εθνική, πολιτιστική –ούτε ταινίες στα ρώσικα δεν μπορούν να δουν- καταπίεση από το Κίεβο επί χρόνια.
Εις μάτην.
Αντίθετα, ο Πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι, στον οποίο είχαν εναποθέσει ελπίδες, βγήκε στον αέρα τον Αύγουστο του 2021 για να συμβουλεύσει όσους έχουν φιλορωσικό προσανατολισμό να φύγουν για τη Ρωσία τώρα γιατί «δεν θα υπάρχει ευτυχία για αυτούς τους ανθρώπους [στο Ντονμπάς]».
Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ο Ζελένσκι ουσιαστικά πάτησε το κουμπί του ακρωτηριασμού της χώρας, με το 20% των ουκρανικών εδαφών να περνάει σε ρωσικά χέρια.