Δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί ότι ένα από τα δημοφιλέστερα βιβλία στην Ιαπωνία τα τελευταία χρόνια, με πωλήσεις άνω των 500.000 αντιτύπων, θα ήταν ένα που θα υποστήριζε ότι αντί για ανάπτυξη και μαζική κατανάλωση χρειάζεται επιβράδυνση της οικονομίας και ότι αντί για τον καπιταλισμό, ένα κοινωνικό και οικονομικό σύστημα ταυτισμένο με την ιαπωνική κοινωνία εδώ και δεκαετίες, ένας κομμουνισμός της αποανάπτυξης. Και όμως αυτό ακριβώς έγινε με το βιβλίο του ιάπωνα καθηγητή Φιλοσοφίας Κοχέι Σάιτο, που στις αρχές του 2024 κυκλοφόρησε και σε αγγλική μετάφραση με τον τίτλο «Slow Down. The Degrowth Manifesto» (Να επιβραδύνουμε. Το μανιφέστο της αποανάπτυξης), από τις εκδόσεις Astra House.
Ο Σάιτο, παρότι νέος στην ηλικία (γεννημένος το 1987), έχει καταφέρει να έχει μια σημαντική θεωρητική παρουσία στη συζήτηση για μια μαρξιστική προσέγγιση στην επερχόμενη κλιματική καταστροφή, με αφετηρία τον τρόπο που ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο» μιλάει για ένα «μεταβολικό ρήγμα» που επιφέρει η επέκταση της καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Σε αυτό το βιβλίο ο Σάιτο ξεκινά από τη διαπίστωση των ορίων που έχουν οι περισσότερες προτάσεις που έχουν διατυπωθεί για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Κατ’ αρχάς επισημαίνει ότι η βασική στρατηγική που διατυπώθηκε από το 1991 έχει εμφανώς αποτύχει, καθώς ούτε οι αυτοπεριορισμοί έχουν λειτουργήσει ούτε τακτικές όπως οι «πράσινοι φόροι», με αποτέλεσμα οι κλιματικοί στόχοι να δείχνουν άπιαστοι την ώρα που οι επιπτώσεις είναι ήδη εμφανείς στον τρόπο που τα «ακραία κοινωνικά φαινόμενα» έχουν γίνει «νέα κανονικότητα».
Επειτα στέκεται στο σχήμα του Πράσινου New Deal που αποτελεί βασική στρατηγική αρκετών παραλλαγών της Αριστεράς και υποστηρίζει ότι η μετάβαση σε ένα βιώσιμο οικονομικό πρότυπο απαιτεί τέτοιας κλίμακας επενδύσεις που θα μπορέσουν να συμβάλουν στην οικονομική ανάπτυξη την ώρα που θα αντιμετωπίζουν το οικολογικό πρόβλημα. Ο Σάιτο επιμένει ότι αυτό δεν είναι εφικτό. Γι’ αυτόν οποιαδήποτε προσπάθεια να διατηρηθούν οι ίδιοι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης που έχουμε σήμερα θα συνεχίσει να τροφοδοτεί τον μηχανισμό της κλιματικής καταστροφής, ακριβώς γιατί η οικονομική μεγέθυνση θα εξακολουθήσει να σημαίνει σπατάλη πόρων και ενέργειας. Με άλλα λόγια η λύση δεν είναι να συνεχίσουμε π.χ. με την ίδια εμμονή στο ιδιωτικό αυτοκίνητο, ακόμη και εάν αυτό είναι ηλεκτρικό. Κατά συνέπεια αυτό που χρειάζεται είναι μια στρατηγική αποανάπτυξης, δηλαδή μια στρατηγική που ως υλικό αποτύπωμα θα έχει την πραγματική επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης. Για τον Σάιτο, δεν μπορεί να υπάρξει μια καπιταλιστική αποανάπτυξη, δηλαδή απλώς και μόνο μια ποσοτική επιβράδυνση. Κατά τη γνώμη του, η μόνη εφικτή επιβράδυνση είναι αυτή ενός κομμουνισμού της αποανάπτυξης.
Ο Σάιτο φτιάχνει ένα σχήμα για τις απαντήσεις που μπορούν να δοθούν στην κλιματική κρίση με βάση δύο παραμέτρους: την ισότητα / ανισότητα και την ισχυρή ή όχι κρατική εξουσία. Ισχυρή κρατική εξουσία και μεγάλη ανισότητα θα οδηγήσουν σε ένα είδος «κλιματικού φασισμού»: οι αδύναμοι θα υποστούν τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, ενώ οι ελίτ θα εξασφαλίσουν κάποια προστασία. Ομως, η αποδιάρθρωση που θα προκαλέσει η κλιματική καταστροφή και κύματα κλιματικών προσφύγων θα οδηγήσουν σε αυτό που περιγράφει ως «βαρβαρότητα», δηλαδή έναν χομπσιανό «πόλεμων όλων εναντίον όλων». Εάν η έμφαση στην ισότητα συνδυαστεί με ισχυρή κρατική εξουσία, τότε θα έχουμε έναν «κλιματικό μαοϊσμό», δηλαδή μια εκδοχή δικτατορίας που αυταρχικά θα επιβάλλει όρους προστασίας. Η τέταρτη επιλογή, δηλαδή αυτή που θα συνδυάζει την ισότητα με την αποφυγή αυταρχικών λύσεων και τη δημοκρατική συμμετοχή, είναι αυτή που ονομάζει «κομμουνισμό της αποανάπτυξης».
Ο Σάιτο αναζητά τεκμηρίωση για όλα αυτά στον Μαρξ. Θεωρεί ότι παρότι ο Μαρξ πέρασε μια φάση όπου όντως πίστευε στην προοδευτική δύναμη της οικονομικής και τεχνολογικής ανάπτυξης, προς το τέλος της ζωής του υιοθετεί μια στάση που ολοένα και περισσότερο κατατείνει προς τον κομμουνισμό της αποανάπτυξης. Υποστηρίζει ότι αυτό φαίνεται τόσο σε κείμενα όπως η «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», και την περίφημη διατύπωση «ο καθένας ανάλογα με τις δυνατότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του», όσο και στην αλληλογραφία του με τη Βέρα Ζάσουλιτς και τον τρόπο που θεωρούσε εφικτή μια μετάβαση στον κομμουνισμό στη βάση κοινοτικών μορφών που δεν χρειάζεται να περάσουν από τον καπιταλισμό ως «αναγκαίο στάδιο».
Ο Σάιτο βλέπει τη δυνατότητα ενός τέτοιου κομμουνισμού της αποανάπτυξης να αναδύεται μέσα στα ίδια τα αιτήματα και τις πρακτικές των σύγχρονων κινημάτων για το περιβάλλον και την κοινωνική δικαιοσύνη. Το βλέπει στα αιτήματα για μια πιο συμμετοχική οικονομία, στις διεκδικήσεις για βιώσιμη ανάπτυξη, στους αγώνες για διατροφική επάρκεια, στην επέκταση μορφών μιας συνεργατικής οικονομίας. Και επιμένει ότι διαμορφώνουν όρους για σύγχρονες μορφές οριζόντιας αλληλεγγύης αλλά και για μια πολιτική που θα υπερβαίνει τα στενά όρια των εθνικών κρατών.