Ηταν ακριβώς σαν σήμερα, πριν από 30 χρόνια, που η Ελλάδα αποχαιρετούσε έναν από τους τελευταίους «μύθους» της σε μια μυθολογία που είχαν δημιουργήσει οι πιο λαμπερές και δημιουργικές προσωπικότητες της μεταπολεμικής Ελλάδας. Και ήταν ακριβώς την επαύριο που ο ευρωπαϊκός Τύπος, κορυφαίοι πολιτικοί και καλλιτέχνες αναφέρονταν στην «Καρυάτιδα» και την «τελευταία ελληνίδα θεά».
Στιγμιότυπο από την ταινία «Ποτέ την Κυριακή» για την οποία η Μελίνα στο Φεστιβάλ των Καννών το 1960 κέρδισε το βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου
Η Μελίνα Μερκούρη ταίριαξε απολύτως με τα πνεύματα και τα αιτήματα μιας χώρας που αναζητούσε τη θέση της μετά το τραύμα του πολέμου. Στην πολιτική σκηνή, την τέχνη και τον σύγχρονο πολιτισμό. Ταυτίστηκε με την υπόθεση των Γλυπτών του Παρθενώνα, δημιουργούσε γεγονός σε κάθε εμφάνισή της, αγαπήθηκε και επικρίθηκε όπως όλοι οι μεγάλοι μύθοι, συμπύκνωσε το κλίμα της εποχής όταν έπρεπε («δεν αρέσουμε»). Η εμβέλεια της προσωπικότητάς της αποδεικνύεται ακόμη και στις μέρες μας, όταν η διεκδίκηση για την επανένωση των παρθενώνιων Γλυπτών ισχύει στο ακέραιο.
Με αφορμή τα 30χρονα από τον θάνατό της, στις 6 Μαρτίου 1994, ο συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης θυμάται μια άγνωστη ιστορία για τη Μελίνα του 1939 και η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη σκιαγραφεί την κληρονομιά της προκατόχου της.
Αν είχε κάνει η Μελίνα δύο λάθος βήματα, εγώ δεν θα υπήρχα
Του Χρήστου Χωμενίδη
«Η Μελίνα ως Ιλια στο “Ποτέ την Κυριακή” είναι η Μπέλα Μπάξτερ στο “Poor Things” του Λάνθιμου!» μού λέει μια φίλη. «Δεν έχεις άδικο! Ξέρεις πως αν είχε κάνει η Μελίνα δύο ακόμα λάθος βήματα, εγώ δεν θα υπήρχα;». «Τι εννοείς;».
1939. Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου έχει εξορίσει στις Κυκλάδες τους αντιφρονούντες, αριστερούς, κεντρώους και συντηρητικούς ακόμα δημοκράτες. Περιπλανώμενη από νησί σε νησί η κομμουνίστρια γιαγιά μου, έχοντας πάντα μαζί το μωρό της – τη μάνα μου – φτάνει στη Σαντορίνη. Εκεί είναι εκτοπισμένος και ο Σταμάτης Μερκούρης, εθνικόφρων μεν πλην εχθρός του Μεταξά. Οσοι έμεναν στα Φηρά είχαν προφανώς το ελεύθερο να κάνουν βόλτες, να ρομαντζάρουν όπως σήμερα οι τουρίστες. Αμα άντεχαν τα κότσια σου, το να ανεβοκατεβαίνεις από τα Φηρά στο λιμάνι ήταν ωραία βόλτα, καλή γυμναστική.
Η Μελίνα στην αγκαλιά του παππού της, δημάρχου Σπύρου Μερκούρη
Η μαμά μου είχε μόλις αρχίσει να περπατάει. Στράτα – στρατούλα, χέρι – χέρι, με το ζιπούνι και την πάνα, την έβγαλε η γιαγιά μου στο καλντερίμι. Πέτρες, θαμνάκια, σβουνιές αλόγων και γαϊδουρομούλαρων, αριστερά και δεξιά γκρεμός, μπροστά τους η μαγευτική θέα του Αιγαίου. Ανέπνεαν τον θαλασσινό αέρα, θαύμαζαν το ηλιοβασίλεμα.
Ξάφνου σηκώνεται ένας ξανθός σίφουνας που παρά τρίχα να πετούσε το νήπιο στην άβυσσο. Μια ψηλοκρεμαστή κοπέλα κάλπαζε – πού να είχε άραγε το μυαλό της; –, τις διέκρινε τελευταία στιγμή, μόλις που έστριψε για να τις αποφύγει, μπλέχτηκε η μάνα μου στα πόδια της, αν δεν τη συγκρατούσε η γιαγιά μου, χαλκομανία θα είχε γίνει στα βράχια.
Πρώτα της έριξε δύο ξανάστροφα χαστούκια. Και μετά της μίλησε. «Ποια είσαι εσύ που πήγες να σκοτώσεις το παιδί μου;». «Η κόρη του Μερκούρη… Μελίνα με λένε…» απάντησε εκείνη μυξοκλαίγοντας. «Να μη σε ξαναδώ μπροστά μου! Στα τσακίδια!».
«Πού να ‘ξερα ότι θα την έβλεπα κάποτε κάθε μέρα και θα τη θαύμαζα και για τα καλλιτεχνικά της και για τη γενναία στάση της στην επόμενη δικτατορία;» θυμόταν η γιαγιά μου δεκαετίες αργότερα.
«Μιλήσατε ποτέ για το περιστατικό;». «Δεν έτυχε… Το είπε πάντως στον πατέρα της, δεν ήταν από αυτές που κρύβονται. Την επόμενη μέρα ο Μερκούρης μού έστειλε ένα μεγάλο καλάθι με όλα τα καλούδια του τόπου. “Δεχθείτε, παρακαλώ, τη συγγνώμη μας” μου έγραφε. “Να μην την τιμωρήσετε την τσούπρα σας” του απάντησα. “Το έκανα ήδη εγώ…”».
«Εζησε εκατό ζωές σε μία»
Της Λίνας Μενδώνη
Κάθε εκατό χρόνια γεννιέται ένα πλάσμα που το λένε Μελίνα. Αλλά αν το σκεφθείτε η δική μας Μελίνα ήταν το τέλειο δείγμα γυναίκας που μπορούσε να μεγαλώσει και να ανθήσει σε κάθε εποχή, απαντώντας στον καθρέφτη του καιρού της. Ηταν ωραία και άφοβη. Ηταν αστή, μεγαλοαστή και ασύμβατη.
Ηταν γενναία για ό,τι πίστεψε πολύ και υποτακτική σε ό,τι αγάπησε πολύ.
Ηταν ερωτευμένη σε όλη της τη ζωή με τη ζωή κι έζησε σε μια ζωή εκατό ζωές και κάθε μια χωριστά. Τις χάρηκε, τις ρούφηξε ως το μεδούλι τους. Πέρασε ανάμεσά μας φορώντας ένα ολομέταξο κόκκινο φουστάνι κι έτσι χάθηκε, πέρα στον ορίζοντα.
Ηταν ελεύθερη, με μια εξαίσια τρέλα που κάνει τη στιγμή να φαίνεται αιώνας.
Η Μελίνα που ηθελημένα και προκλητικά έσπαζε όλα τα κοινωνικά μέτρα που έθετε η εποχή της.
Οι ιστορίες που μας αφηγήθηκε μόνο μια ευφάνταστη πένα θα μπορούσε να τις είχε γράψει. Η διαφορά είναι ότι η Μελίνα δεν τις είχε εφεύρει. Τις είχε ζήσει και τις ομολογούσε αυτάρεσκα και ταυτόχρονα με τον αυθορμητισμό της έφηβης.
Τη βάφτισαν Αμαλία – Μαρία, αλλά το όνομα που θα χρησιμοποιούσε και με το οποίο έγινε πασίγνωστη ήταν το «Μελίνα». Ηταν η Μελίνα όλων των Ελλήνων, αλλά και η Μελίνα των ξένων
Εγερνε πίσω το κεφάλι της, κάνοντας να φαίνεται ακόμη ωραιότερος ο κύκνειος λαιμός της και ξεσπούσε σ’ ένα γέλιο που ανάβλυζε κατευθείαν από την καρδιά της. Εκείνο το γέλιο, σαν γάργαρο νερό, που πλημμύριζε τα δωμάτια, στις παρυφές του Λυκαβηττού, με ήχους που σημαίνουν τα πάντα και το τίποτε, το τίποτε που όμως έκανε εκείνη τη στιγμή μοναδική.
Οι γύρω της είχαν πάντα την αίσθηση του προνομιούχου ακριβώς επειδή τους καλούσε να είναι γύρω της. Kι εκείνη είχε τον τρόπο της να δίνει στον καθένα την εντύπωση ότι τους επέλεγε, ότι τους δεχόταν, γιατί ήταν ξεχωριστοί.
Και μετά, έρχονταν οι λίμνες των ματιών της. Κάτι σαν υγρό πράσινο και κάτι σαν χρυσαφί, θυμάμαι. Κάτι που σε καθρέφτιζε και σε μαγνήτιζε. Το λεπτό που σε κοιτούσε ένιωθες ότι η Μελίνα μόνη της είναι ένας κόσμος ολόκληρος.
Σ’ αυτή τη γυναίκα δύσκολα ξεχωρίζεις τη Μελίνα του αγώνα, από τη Μελίνα της σκηνής, τη Μελίνα στις γειτονιές της Β’ Πειραιά από τη Μελίνα των μεγάλων σαλονιών της Ευρώπης, τη Μελίνα του θαυμασμού του Μιτεράν από τη Μελίνα των δεκάδων ρόλων της ζωής της.
Μια φίλη, μου έλεγε ότι σ’ ένα ταξίδι του Παπανδρέου στη Στοκχόλμη, η μεγαλύτερη σε κυκλοφορία εφημερίδα είχε γράψει: «Ηρθε η Μελίνα συνοδευόμενη από τον Ανδρέα Παπανδρέου». Και αυτό γιατί κανείς δεν μπορούσε να αντισταθεί στη γοητεία της.
Ηταν φτιαγμένη για να βάζει μεγάλους στόχους:
Αυτά τα Μάρμαρα είναι δικά μας, είπε. Πρέπει να επιστρέψουν. Δεν πρόλαβε να δει την επιστροφή τους, αλλά το σπίτι τους κτίστηκε εκεί που η Μελίνα επέλεξε. Εκείνη τα περιμένει, όταν ωριμάσει ο καιρός και έρθει η ώρα της επιστροφής τους. Γιατί θα έρθουν εδώ που ανήκουν.
«Αυτή η Δημοκρατία, είπε, δεν αντέχει τη χούντα». Γι’ αυτή τη Δημοκρατία που εμείς χαιρόμαστε, εκείνη αλυσοδέθηκε έξω από τον Λευκό Οίκο για να εκθέσει τη διδακτορία κι έτσι έγινε πρωτοσέλιδο σε όλον τον Τύπο, όλου του κόσμου.
«Αυτή η ιδέα της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης, καλή μου φαίνεται», είπε. Και έτσι ξεκίνησε ένας θεσμός που ενώνει σήμερα όλη την Ευρώπη.
«Θα πας τον Μπρεχτ περιοδεία σε όλη την επαρχία, τη ρώτησαν, κάπως ειρωνικά». «Οχι», είπε, «Θα τον εγκαταστήσω σε όλα τα θέατρα της επαρχίας, ώσπου να γίνει ένα μαζί τους». Και έτσι γεννήθηκαν τα δημοτικά περιφερειακά θέατρα και μπορεί ο Μπρεχτ να μοιάζει παλλαϊκός, αλλά ο κύκλος με την κιμωλία που χάραξε η Μελίνα δεν πρέπει ποτέ να κλείσει.
Κλείνει ένα θέατρο και σκοτεινιάζει ένα μέρος του κόσμου.
Η Μελίνα που έφυγε πριν από 30 χρόνια, που γεννήθηκε πριν από έναν αιώνα θα ζήσει άλλο τόσο γιατί ό,τι και να πούμε πια γι’ αυτήν γινόμαστε πιστευτοί. Ο μύθος δεν έχει αλήθεια, ούτε ψέμα. Είναι κυρίαρχος. Εχει μια σφριγηλή αιωνιότητα που περνάει από στόμα σε στόμα και φωλιάζει από μνήμη σε μνήμη. Ωσπου γίνεται μια κατάκτηση παγκόσμια.
Η Μελίνα είναι ένας μύθος, από εκείνους που χρειάζεται η Ελλάδα.
Προσωπικά τη γνώρισα, αλλά δεν την έζησα, όπως οι ελάχιστοι ευτυχείς, ανάμεσά μας. Μια πρώτη φορά πήγα στο γραφείο της, στο γραφείο της κυρίας Υπουργού Πολιτισμού στην οδό Αριστείδου με τον καθηγητή μου. Εγώ 22 χρονών, κι έμεινα να την κοιτάζω, καθώς με ρωτούσε γιατί επέλεξα να γίνω αρχαιολόγος. Η τύχη θέλησε για περισσότερο από δώδεκα χρόνια να βλέπω το γραφείο της απέναντι από το γραφείο του Υπουργού. Το γραφείο, που εκείνη είχε επιλέξει, αλλά δεν πρόλαβε να καθίσει. Και κανείς δεν κάθεται σ’ αυτό και ούτε θα καθίσει.
Γιατί με τον μύθο ποιος τρελάθηκε να αναμετρηθεί.