«Η Μελίνα ως Ιλια στο “Ποτέ την Κυριακή” είναι η Μπέλα Μπάξτερ στο “Poor Things” του Λάνθιμου!» μού λέει μια φίλη. «Δεν έχεις άδικο! Ξέρεις πως αν είχε κάνει η Μελίνα δύο ακόμα λάθος βήματα, εγώ δεν θα υπήρχα;». «Τι εννοείς;».
1939. Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου έχει εξορίσει στις Κυκλάδες τους αντιφρονούντες, αριστερούς, κεντρώους και συντηρητικούς ακόμα δημοκράτες. Περιπλανώμενη από νησί σε νησί η κομμουνίστρια γιαγιά μου, έχοντας πάντα μαζί το μωρό της – τη μάνα μου – φτάνει στη Σαντορίνη. Εκεί είναι εκτοπισμένος και ο Σταμάτης Μερκούρης, εθνικόφρων μεν πλην εχθρός του Μεταξά. Οσοι έμεναν στα Φηρά είχαν προφανώς το ελεύθερο να κάνουν βόλτες, να ρομαντζάρουν όπως σήμερα οι τουρίστες. Αμα άντεχαν τα κότσια σου, το να ανεβοκατεβαίνεις από τα Φηρά στο λιμάνι ήταν ωραία βόλτα, καλή γυμναστική.
Η μαμά μου είχε μόλις αρχίσει να περπατάει. Στράτα – στρατούλα, χέρι – χέρι, με το ζιπούνι και την πάνα, την έβγαλε η γιαγιά μου στο καλντερίμι. Πέτρες, θαμνάκια, σβουνιές αλόγων και γαϊδουρομούλαρων, αριστερά και δεξιά γκρεμός, μπροστά τους η μαγευτική θέα του Αιγαίου. Ανέπνεαν τον θαλασσινό αέρα, θαύμαζαν το ηλιοβασίλεμα.
Ξάφνου σηκώνεται ένας ξανθός σίφουνας που παρά τρίχα να πετούσε το νήπιο στην άβυσσο. Μια ψηλοκρεμαστή κοπέλα κάλπαζε – πού να είχε άραγε το μυαλό της; –, τις διέκρινε τελευταία στιγμή, μόλις που έστριψε για να τις αποφύγει, μπλέχτηκε η μάνα μου στα πόδια της, αν δεν τη συγκρατούσε η γιαγιά μου, χαλκομανία θα είχε γίνει στα βράχια.
Πρώτα της έριξε δύο ξανάστροφα χαστούκια. Και μετά της μίλησε. «Ποια είσαι εσύ που πήγες να σκοτώσεις το παιδί μου;». «Η κόρη του Μερκούρη… Μελίνα με λένε…» απάντησε εκείνη μυξοκλαίγοντας. «Να μη σε ξαναδώ μπροστά μου! Στα τσακίδια!».
«Πού να ‘ξερα ότι θα την έβλεπα κάποτε κάθε μέρα και θα τη θαύμαζα και για τα καλλιτεχνικά της και για τη γενναία στάση της στην επόμενη δικτατορία;» θυμόταν η γιαγιά μου δεκαετίες αργότερα.
«Μιλήσατε ποτέ για το περιστατικό;». «Δεν έτυχε… Το είπε πάντως στον πατέρα της, δεν ήταν από αυτές που κρύβονται. Την επόμενη μέρα ο Μερκούρης μού έστειλε ένα μεγάλο καλάθι με όλα τα καλούδια του τόπου. “Δεχθείτε, παρακαλώ, τη συγγνώμη μας” μου έγραφε. “Να μην την τιμωρήσετε την τσούπρα σας” του απάντησα. “Το έκανα ήδη εγώ…”».