Σε λιγότερες από 100 ημέρες θα γνωρίζουμε το αποτέλεσμα των εκλογών για το νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τη σύνθεσή του και τους συσχετισμούς ανάμεσα στις διάφορες πολιτικές ομάδες που δρουν σε αυτό. Με τη σειρά της, η παραπάνω εικόνα θα καθορίσει, σε μεγάλο βαθμό, τα πρόσωπα που θα επιλεγούν προκειμένου να αναλάβουν την ηγεσία των βασικών θεσμών της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την επόμενη πενταετία. Ανάμεσά τους και εκείνου που χαρακτηρίζεται από τους περισσότερους ως ο πιο σημαντικός: της προεδρίας της Κομισιόν – της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εν συντομία -, η οποία θεωρείται κάτι σαν η κυβέρνηση της ΕΕ (έστω κι αν απέχει πολύ από το να διαθέτει τέτοιες αρμοδιότητες).
Με βάση τα σημερινά δεδομένα, η απερχόμενη πρόεδρος, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, δείχνει να διατηρεί προβάδισμα για μια δεύτερη πενταετία στο αξίωμα αυτό, δίνοντας έτσι συνέχεια στην κυριαρχία της παραδοσιακής ευρωπαϊκής Δεξιάς από τη συγκρότηση της ΕΟΚ, το 1957. Αλλωστε, η 65χρονη γερμανίδα πολιτικός και στέλεχος των Χριστιανοδημοκρατών, πρώην υπουργός Αμυνας και Εργασίας στις κυβερνήσεις της Ανγκελα Μέρκελ, η οποία την επέλεξε για τις Βρυξέλλες, είναι η μοναδική υποψήφια που έχει προταθεί εν όψει του συνεδρίου του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, το οποίο έχει προγραμματιστεί να διεξαχθεί στο Βουκουρέστι την Πέμπτη 7 Μαρτίου.
Η βεβαιότητα
Πρακτικά, λοιπόν, πλην μεγάλης έκπληξης της τελευταίας στιγμής, πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι η Φον ντερ Λάιεν θα είναι η εκλεκτή του ΕΛΚ εν όψει των ευρωεκλογών. Εφόσον αυτό συμβεί, θα καταστεί αυτομάτως και φαβορί για επανεκλογή, καθώς η συγκεκριμένη πολιτική ομάδα αναμένεται πως θα διατηρήσει τον τίτλο της πιο ισχυρής και στη νέα Ευρωβουλή – παρά το ότι θεωρείται βέβαιο, με βάση τουλάχιστον τις δημοσκοπήσεις, ότι θα είναι αποδυναμωμένη και θα διαθέτει λιγότερους από τους 176 βουλευτές που έχει σήμερα (σε σύνολο 703).
Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει πως ο δρόμος της Φον ντερ Λάιεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, ούτε ότι η επανεκλογή της έχει «κλειδώσει». Κάτι που οφείλεται τόσο στις εσωτερικές αντιθέσεις στο ΕΛΚ όσο και στο μετεκλογικό πολιτικό τοπίο στις Βρυξέλλες, καθώς είναι γνωστό ότι απαιτείται ευρεία συναίνεση και κατάλληλη «μοιρασιά», ανάμεσα στις κυβερνήσεις των «27» και τις πολιτικές ομάδες, προκειμένου να ευοδωθεί η οποιαδήποτε υποψηφιότητα.
Οι γάλλοι Ρεπουμπλικανοί
Για του λόγου το αληθές, οι Ρεπουμπλικανοί της Γαλλίας διεμήνυσαν πρόσφατα ότι, αν και δεν θα παρουσιάσουν δικό τους υποψήφιο/-α, δεν προτίθενται να στηρίξουν την ανανέωση της εντολής στη γερμανίδα πολιτικό. «Θεωρούμε πως οι επιδόσεις της δεν συνάδουν με όσα αναμένει και έχει ανάγκη η Ευρώπη σήμερα» δήλωσε χαρακτηριστικά ο επικεφαλής της λίστας τους για τις επικείμενες ευρωεκλογές, Φρανσουά Ξαβιέ-Μπελαμί. Τη χαρακτήρισε, δε, «εκλεκτή του Μακρόν» – υπονοώντας σαφώς ότι ο πρόεδρος της Γαλλίας έχει έρθει ήδη σε συμφωνία με το Βερολίνο – και ισχυρίστηκε πως «είναι καιρός να συγκροτηθεί μια νέα πλειοψηφία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ώστε να επαναφέρει τα πράγματα στον σωστό δρόμο».
Η αλήθεια, βεβαίως, είναι ότι με τις δημοσκοπήσεις να δίνουν στους Ρεπουμπλικανούς μονοψήφιο ποσοστό, έναντι σχεδόν 30% που φέρονται να συγκεντρώνουν οι Χριστιανοδημοκράτες της Γερμανίας, ο λόγος τους θα έχει σαφώς μικρότερο «ειδικό βάρος» σε σύγκριση με εκείνον του Μάνφρεντ Βέμπερ – του επίσης γερμανού προέδρου του ΕΛΚ, ο οποίος στηρίζει τη Φον ντερ Λάιεν. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, να υπάρξουν και άλλα μέλη της πολιτικής ομάδας τα οποία θα αποφασίσουν να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους προς το πρόσωπό της επιλέγοντας είτε να καταψηφίσουν είτε να απέχουν, κάτι που είναι βέβαιο ότι θα αποδυναμώσει την υποψηφιότητά της.
Η αναγκαία συναίνεση
Από την άλλη, όπως προαναφέρθηκε, ακόμα και αν οι αντιθέσεις εντός του ΕΛΚ αμβλυνθούν, κάθε άλλο παρά δεδομένο είναι πως θα επιτευχθεί η αναγκαία, πολιτικά και αριθμητικά, συναίνεση που θα επιτρέψει την επανεκλογή της Φον ντερ Λάιεν. Πρακτικά, για να συμβεί αυτό θα πρέπει να συμφωνήσουν τουλάχιστον άλλες δύο μεγάλες πολιτικές ομάδες. Την προηγούμενη φορά, αυτό συνέβη με τη σύμπραξη των Σοσιαλιστών και των Φιλελευθέρων (Renew), φέτος όμως δεν είναι σίγουρο ούτε ότι υπάρχει η ανάλογη διάθεση ούτε ότι θα αρκούν τα «κουκιά» τους.
Σε αυτό το φόντο, δεν αποκλείεται ο Βέμπερ να αναζητήσει συνεργασίες και συμμάχους και προς άλλες πτέρυγες της νέας Ευρωβουλής. Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη, εδώ και μήνες, κάνει συστηματικά ανοίγματα προς την ομάδα των Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών (ECR), στην οποία ανήκει η πρωθυπουργός της Ιταλίας, Τζόρτζια Μελόνι, σε μια προσπάθεια να διερευνήσει εναλλακτικές πολιτικές συμμαχίες σε περίπτωση που οι παραδοσιακές αποδειχθεί ότι δεν είναι πλέον επαρκείς για να επιτευχθούν οι σκοποί που έχουν τεθεί – ανάμεσά τους και της επανεκλογής της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στην προεδρία της Κομισιόν.
Πώς εκλέγεται ο/η εκάστοτε πρόεδρος της Κομισιόν
Το πρόσωπο που θα ηγηθεί της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Κομισιόν) προτείνεται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, δηλαδή τους επικεφαλής κρατών και κυβερνήσεων των «27», σε σύνοδο η οποία ακολουθεί τις ευρωεκλογές. Η τελική επιλογή ανήκει στην Ευρωβουλή, όπου ο/η υποψήφιος/α για να εκλεγεί πρέπει να συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία των μελών του σώματος (50% συν μία τουλάχιστον ψήφος).
Είθισται το Συμβούλιο να προτείνει το πρόσωπο που έχει επιλέξει η ισχυρότερη από τις πολιτικές ομάδες της Ευρωβουλής, οι οποίες με τη σειρά τους παρουσιάζουν τους/τις εκλεκτούς/ές τους (Spitzenkandidaten) αρκετούς μήνες πριν από τις ευρωεκλογές. Τυπικά, ωστόσο, εξακολουθεί να μην υπάρχει θεσμοθετημένη υποχρέωση επιλογής του/της προέδρου της Κομισιόν ανάμεσα στα συγκεκριμένα πρόσωπα.
Το σίγουρο, σε κάθε περίπτωση, είναι πως η επιλογή για το συγκεκριμένο αξίωμα γίνεται σε συνδυασμό και με τις υποψηφιότητες για άλλα, όπως της προεδρίας του Συμβουλίου και της ίδιας της Ευρωβουλής, του επικεφαλής της διπλωματίας της ΕΕ, θέση την οποία κατέχει σήμερα ο Ζοζέπ Μπορέλ, καθώς και του προσώπου που θα κρατά το τιμόνι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (έστω κι αν η ΕΚΤ λειτουργεί ανεξάρτητα και η επιλογή δεν γίνεται την ίδια περίοδο). Στα παραπάνω ενδεχομένως να προστεθεί και η θέση του «υπουργού Οικονομικών» της ΕΕ, στην περίπτωση φυσικά που υπάρξει συμφωνία για τη δημιουργία της.
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί πως συχνά προκύπτουν ανταγωνιστικά συμφέροντα και δράσεις ανάμεσα στους διάφορους ευρωπαϊκούς θεσμούς, καθώς και οι αρμοδιότητές τους είναι μάλλον συγκεχυμένες και ασαφείς με βάση τις ισχύουσες συνθήκες. Αυτό είναι κάτι, όπως γνωρίζουν πολλοί, που κατέστη ιδιαιτέρως εμφανές και μάλιστα περισσότερες από μία φορές, ανάμεσα στη Φον ντερ Λάιεν και τον απερχόμενο πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ. Κι αυτό είναι κάτι που, όπως έχουν διαπιστώσει επανειλημμένως πολλοί, πλήττει την εικόνα της ΕΕ και στο εξωτερικό.
Οι προκάτοχοι
Ο θεσμός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής χρονολογείται πρακτικά από τη δημιουργία της ΕΟΚ, με τη Συνθήκη της Ρώμης, στις 25 Μαρτίου 1957, η οποία τέθηκε σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους. Ωστόσο, άρχισε ουσιαστικά να αποκτά αξία με την παρουσία στην προεδρία της ενός ανθρώπου ο οποίος έχει σφραγίσει συνολικά την πορεία της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» και έφυγε πρόσφατα από τη ζωή: του Ζακ Ντελόρ.
ΒΑΛΤΕΡ ΧΑΛΣΤΑΪΝ (1958-1967)
Ο γερμανός χριστιανοδημοκράτης πολιτικός, ο οποίος είχε υπηρετήσει στη Βέρμαχτ στην κατεχόμενη Γαλλία και συνελήφθη από τους Αμερικανούς το 1944, ήταν ο πρώτος πρόεδρος της Κομισιόν, επί μία δεκαετία.
ΖΑΝ ΡΕΪ (1967-1970)
Ο βέλγος φιλελεύθερος πολιτικός βρέθηκε στην προεδρία της Κομισιόν, αφότου πρωταγωνίστησε στην ομοσπονδοποίηση του Βελγίου. Φανατικός υπέρμαχος της ενοποίησης της Ευρώπης, ενίσχυσε της αρμοδιότητες της Ευρωβουλής.
ΦΡΑΝΚΟ ΜΑΡΙΑ ΜΑΛΦΑΤΙ (1970-1971)
Ο ιταλός χριστιανοδημοκράτης πολιτικός έμεινε μόνο δύο χρόνια στην προεδρία της Κομισιόν, καθώς το 1972 παραιτήθηκε για να πολιτευτεί στη χώρα του, όπου αργότερα έγινε υπουργός Εξωτερικών.
ΣΙΚΟ ΜΑΝΣΧΟΛΤ (1972)
Ο ολλανδός πολιτικός ήταν ο πρώτος σοσιαλδημοκράτης που βρέθηκε στη συγκεκριμένη θέση, στην οποία όμως έμεινε για διάστημα μικρότερο του ενός έτους και είναι ο πιο βραχύβιος στην ιστορία του θεσμού.
ΦΡΑΝΣΟΥΑ-ΧΑΒΙΕ ΟΡΤΟΛΙ (1973-1976)
Στέλεχος της γαλλικής Δεξιάς και υπουργός Οικονομικών στη χώρα του, πριν τον διαδεχθεί ο μετέπειτα πρόεδρος της Δημοκρατίας, Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν. Ο πρώτος Γάλλος στην προεδρία της Κομισιόν.
ΡΟΪ ΤΖΕΝΚΙΝΣ (1977-1980)
Ο πολιτικός των Εργατικών ήταν ο πρώτος Βρετανός ο οποίος επελέγη ως επικεφαλής της Κομισιόν, μόλις τέσσερα χρόνια μετά την ένταξη του Ηνωμένου Βασιλείου στην τότε ΕΟΚ.
ΓΚΑΣΤΟΝ ΘΟΡΝ (1981-1985)
Μέχρι το 1979 πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου, επελέγη για την προεδρία της Κομισιόν τόσο ως συμβιβαστική λύση ανάμεσα στους ισχυρούς όσο και για να σταλεί το μήνυμα πως οι μικρές χώρες δεν είναι ασήμαντες.
ΖΑΚ ΝΤΕΛΟΡ (1986-1994)
Ο γάλλος σοσιαλιστής αποδείχθηκε όχι μόνο ο μακροβιότερος πρόεδρος της Κομισιόν, μαζί με τον Χάλσταϊν και τον Μπαρόζο, αλλά και ο πιο σημαντικός στη μέχρι σήμερα πορεία της, καθώς συνέδεσε το όνομά του με τη δημιουργία της ΕΕ και άλλες σημαντικές τομές.
ΖΑΚ ΣΑΝΤΕΡ (1995-1998)
Επίσης πρώην πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου, είναι ο μοναδικός πρόεδρος της Κομισιόν ο οποίος εξαναγκάστηκε σε παραίτηση, εξαιτίας σκανδάλου. Αντικαταστάθηκε για λιγότερο από ένα έτος από τον ως τότε αντιπρόεδρο, τον Ισπανό Μανουέλ Μαρίν.
ΡΟΜΑΝΟ ΠΡΟΝΤΙ (1999-2004)
Ο αποκαλούμενος «καθηγητής», λόγω και των τεχνοκρατικών του απόψεων, έγινε ο δεύτερος ιταλός πρόεδρος της Κομισιόν. Στέλεχος αρχικά του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, εντάχθηκε στις τάξεις των Δημοκρατικών την ίδια χρονιά που βρέθηκε στις Βρυξέλλες.
ΧΟΖΕ ΜΑΝΟΥΕΛ ΜΠΑΡΟΖΟ (2004-2014)
Ο πορτογάλος πολιτικός, πρώην κομμουνιστής ο οποίος από το 1980 βρέθηκε στις τάξεις του δεξιού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, αποδείχθηκε ένας από τους τρεις μακροβιότερους προέδρους της Κομισιόν, με τη θητεία του να λήγει εν μέσω της κρίσης χρέους.
ΖΑΝ-ΚΛΟΝΤ ΓΙΟΥΝΚΕΡ (2015-2019)
Ενας ακόμη πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου στην προεδρία της «κυβέρνησης της ΕΕ». Επίσης μέλος του ΕΛΚ, από το οποίο προήλθαν οι περισσότεροι σε αυτή τη θέση, θεωρήθηκε ως ένας από τους πλέον «κοσμοπολίτες» προέδρους, με σοβαρές ικανότητες διαμεσολάβησης.