Εντείνεται η καχυποψία μεταξύ Αθήνας και Τιράνων μετά την απόφαση του δικαστηρίου SPAK να καταδικάσει τον εκλεγμένο δήμαρχο Χειμάρρας, Φρέντι Μπελέρη σε δύο χρόνια φυλάκιση, καθώς τον έκρινε ένοχο για το αδίκημα της εκλογικής διαφθοράς.
Διπλωματικές πηγές τόνιζαν ότι η καταδικαστική απόφαση εντείνει τις ανησυχίες που διατυπώθηκαν σχετικά με την αντικειμενικότητα της δικαστικής κρίσης.
Ενώ παράλληλα σημειώνουν το γεγονός ότι κατά το στάδιο της αποδεικτικής διαδικασίας της δίκης για τα δυο μέλη της ελληνικής εθνικής μειονότητας προέκυψαν σημαντικές αντιφάσεις στο υλικό.
Παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας
Αρμόδιες πηγές στην Αθήνα θεωρούν ότι υπήρξε παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας λόγω έξωθεν δηλώσεων και πράξεων που συνηγορούσαν υπέρ της καταδίκης, με τον Έντι Ράμα, τον πρωθυπουργό της Αλβανίας να δίνει συχνά αυτός την κατεύθυνση στη δίκη, μέσα από τις τοποθετήσεις του.
Η τελική ποινή δε χαρακτηρίζεται «προφανώς δυσανάλογη σε σχέση με την έκταση του φερόμενου αδικήματος». Με τις ίδιες πηγές να σημειώνουν ότι «η δυσανάλογη ποινή φυλάκισης διατηρεί σε ομηρία τον εκλεγμένο δήμαρχο και διατηρεί στη δημαρχία τον ηττηθέντα υποψήφιο, παρά τη ρητή προ μηνών δικαστική απόφαση που επέβαλε την άμεση απομάκρυνσή του».
Προεξόφληση δικαστικών κρίσεων
Όπως υπογραμμίζουν διπλωματικοί κύκλοι στην Αθήνα η επιλεκτική εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων και η προεξόφληση δικαστικών κρίσεων δεν συνάδει με το κράτος δίκαιου.
Υπογραμμίζουν δε ότι η υπόθεση Μπελέρη δεν είναι ένα διμερές ζήτημα Ελλάδας – Αλβανίας αλλά ζήτημα κράτους δικαίου, το οποίο ως κοινοτικό κεκτημένο συνιστά σαφή προϋπόθεση για την πρόοδο των ενταξιακών διαδικασιών της Αλβανίας στην ΕΕ. Μία παρατήρηση που γίνεται με αφορμή την κριτική που έχει δεχθεί η Ελλάδα για τη στάση της από τα κράτη – μέλη της ΕΕ, που χαρακτηρίζουν το θέμα του εκλεγμένου δημάρχου Χειμάρρας διμερές ζήτημα το οποίο δεν θα έπρεπε να αποτελέσει εμπόδιο στις εξελίξεις που αφορούν την ένταξη της Αλβανίας στην ΕΕ.
Η ελληνική κυβέρνηση επί του παρόντος δηλώνει ότι παρακολουθεί στενά την υπόθεση και αναμένει μια γνήσια αντικειμενική κρίση στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, όπως επισημαίνουν διπλωμάτες.