Το 2023, 16.806 κορίτσια και γυναίκες ζήτησαν άσυλο στην Ελλάδα.
Τρεις γυναίκες μιλούν για τη ζωή σε προσφυγικούς καταυλισμούς στην ηπειρωτική Ελλάδα και για το νόημα του αγώνα των γυναικών για τις ίδιες.
Έχουν ως κοινό ένα παρελθόν που σημαδεύεται από ανδρική βία, διακρίσεις λόγω φύλου και συστημική κρατική καταπίεση.
Τα λόγια τους δείχνουν απίστευτη δύναμη και θέληση να προχωρήσουν μπροστά, παρά τις αντιξοότητες.
Με αφορμή την 8η Μαρτίου ως συμβολική ημέρα για τα δικαιώματα των γυναικών, η Υποστήριξη Προσφύγων στο Αιγαίο (RSA) μοιράζεται τις φωνές τριών γυναικών με διαφορετική προέλευση και υπόβαθρο.
Μετά από πέντε μήνες σε καταυλισμό σε ένα ελληνικό νησί, μεταφέρθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα όπου μένει μέχρι σήμερα. Πριν από περίπου ένα μήνα έλαβε θετική απόφασή ασύλου. Αμέσως μετά, κόπηκαν το χρηματικό επίδομα και η παροχή φαγητού της. Αυτό που την κρατά δυνατή ενώ ζει σε προσφυγικό καταυλισμό και αναζητά ένα μέλλον στην Ελλάδα είναι να μιλάει με τη μητέρα της, καθώς και οι γλωσσικές της δεξιότητες και οι φίλοι της από όλο τον κόσμο. Επιθυμεί να συνεχίσει τις σπουδές της, ως νοσοκόμα και μαία, και να εργαστεί σε αυτόν τον τομέα. Όνειρό της είναι, μια μέρα, να μπορέσει να δείξει στις γυναίκες της χώρας της πώς τα κατάφερε όλα μόνη της. Θέλει να δείξει «ότι μια γυναίκα μπορεί να τα καταφέρει» ώστε να έρθει η αλλαγή και να ενδυναμωθούν και άλλοι/ες.
«Αυτό που βλέπω από το παράθυρό μου είναι ένας άντρας που με κοιτάζει ενώ κοιμάμαι. Μυρίζω την παρουσία του και ξυπνάω! Ανοίγω το παράθυρο και τον χτυπάω»
«Το πρόβλημα είναι ότι μέσα στον καταυλισμό νιώθω ότι είμαι ακόμα στη χώρα μου. Τα γυναικεία δικαιώματα υπάρχουν και εκεί, αλλά οι άνθρωποι δεν τα γνωρίζουν. Οι γυναίκες δεν μπορούν εύκολα να αγωνιστούν για αυτά. Ακόμα φοβούνται. Και οι περισσότεροι άνδρες δεν έχουν μάθει ότι οι γυναίκες είναι εξίσου άνθρωποι με εκείνους. Τους φαινόμαστε ακόμα κατώτερες. Στη Σομαλία δεν έχουμε παγκόσμια ημέρα της γυναίκας! Έχουμε ‘ημέρα σημαίας’, ‘ημέρα της αστυνομίας’, ‘ημέρα ανεξαρτησίας’. Εδώ, το πρόβλημα είναι ότι έχουμε κολλήσει σε αυτόν τον καταυλισμό. Δεν υπάρχει δημόσια συγκοινωνία και είμαστε μακριά από την Αθήνα. Γύρω μας δεν υπάρχει τίποτα άλλο εκτός από χωράφια και οικοδομές. Αυτό που νιώθω ως κάτοικος αυτού του καταυλισμού είναι αποκλεισμός, ανισότητα, φόβος, θυμός και, από τότε που πήρα άσυλο, ένιωσα μερικές φορές πείνα και δίψα. Υπάρχουν προβλήματα στον καταυλισμό: ο κόσμος είναι πάρα πολύς. Υπάρχει μια ομορφιά στον συνδυασμό πολλών χρωμάτων, αλλά όταν αναγκαζόμαστε να συνυπάρχουμε υπό συνθήκες άγχους και αποκλεισμού, αυτό φέρνει επίσης αντιπαραθέσεις. Έχουμε ανάγκη να είμαστε κοντά σε φτηνές αγορές, φαρμακεία, την υπηρεσία ασύλου, σχολεία, ΑΤΜ και νοσοκομεία (για παράδειγμα για να γεννήσουμε). Μερικές φορές το Υπουργείο δεν βάζει καθόλου λεωφορεία για εβδομάδες, μερικές φορές υπάρχουν λεωφορεία που πηγαίνουν στην Αθήνα αλλά δεν υπάρχουν αρκετές θέσεις. Οι περισσότεροι άνθρωποι εδώ έχουν λίγα χρήματα ή δεν παίρνουν καθόλου χρήματα. Μερικοί άνθρωποι δεν έχουν καν έγγραφα, έτσι νιώθουν πιο εγκαταλελειμμένοι και εγκλωβισμένοι στον καταυλισμό καθώς φοβούνται να βγουν έξω. Οι περισσότερες γυναίκες συχνά δεν εγκαταλείπουν καν τα ‘σπίτια’ τους, επειδή είτε μένουν σε μέρη του καταυλισμού που δεν έχουν φωτισμό τη νύχτα, είτε φοβούνται τις αντιπαραθέσεις, ή δεν έχουν πού να αφήσουν τα παιδιά τους».
«Ακόμα και στα ‘σπίτια’ μας, στα μέρη όπου νιώθουμε πιο ασφαλείς, η κατάσταση συχνά δεν είναι καλή. Γενικά, ως πρόσφυγας και ως γυναίκα, δεν νιώθω καθόλου ελεύθερη στον καταυλισμό, παρόλο που θεωρητικά αισθάνομαι πιο δυνατή, καθώς ξέρω ότι βρίσκομαι τώρα στην Ελλάδα. Φανταστείτε πόσο πιο δύσκολο είναι αν είσαι γυναίκα, έχεις λάβει απορριπτική απόφαση στο αίτημα ασύλου σου ΚΑΙ έχεις επίσης μια σοβαρή ασθένεια, μια αναπηρία ή είσαι έγκυος! Τότε νιώθεις πρακτικά φυλακισμένη μέσα στο ‘σπίτι’ σου και μέσα στους τοίχους του καταυλισμού ενώ ζεις με τον φόβο.»
«Οι ζωές μας είναι λίγο σαν αυτά τα διαλυμένα κοντέινερ»
Κατέγραψαν το αίτημά τους για άσυλο μετά από τρεις μήνες και μεταφέρθηκαν σε καταυλισμό στη Στερεά Ελλάδα. Χρειάστηκαν πέντε μήνες μέχρι να πάρουν το πρώτο τους μηνιαίο επίδομα, το οποίο δεν μπορεί να καλύψει ούτε τις βασικές τους ανάγκες. Η οικογένεια περιμένει ακόμη την απόφαση για το άσυλο. Αυτό που κρατά τη μητέρα δυνατή όσο ζει στον προσφυγικό καταυλισμό είναι να απασχολεί τον εαυτό της βοηθώντας τους άλλους. Εύχεται ένα φωτεινό μέλλον όπου κανείς και καμία δεν θα εκτίθεται στην ‘προσφυγιά’ και θέλει να γίνει δικηγόρος.
«Όταν κοιτάζω έξω από το παράθυρό μου βλέπω παιδιά που δεν είναι χαρούμενα όπως θα έπρεπε, δεν είναι ξέγνοιαστα όπως θα έπρεπε, δεν παίζουν όπως θα έπρεπε, δεν μαθαίνουν όπως θα έπρεπε… αλλά έχουν έγνοιες στα μάτια τους.»
«Όταν πρωτοήρθα σε αυτό το κοντέινερ (‘σπίτι’) όπου μένω, δεν μπορούσες να δεις τίποτα παρά μόνο κατσαρίδες. Τα κοντέινερ εδώ είναι πολύ παλιά, αφού πριν από εμάς ζούσαν σε αυτά πολλοί πρόσφυγες και προσφύγισσες. Στο ‘σπίτι’ μου το πάτωμα είναι τόσο διαλυμένο που από τις τρύπες μπαίνουν έντομα. Τις προάλλες υπήρχε μια τεράστια σαρανταποδαρούσα, που με δάγκωσε. Αλλά τα περισσότερα τα έχω φτιάξει. Αν δεις άλλα ‘σπίτια’, είναι σε χειρότερη κατάσταση. Υπάρχουν σπασμένα τζάμια και κλειδαριές, θερμάστρες, λάμπες. Οι ζωές μας είναι λίγο σαν αυτά τα διαλυμένα κοντέινερ».
«Έχω τόσες πολλές ασθένειες, δεν μπορώ να τις μετρήσω πια και μετά βίας τις παρακολουθώ. Ξοδέψαμε τα περισσότερα από τα 150 ευρώ που παίρνουμε τον μήνα για μεταφορά σε νοσοκομεία και φάρμακα. Ως μητέρα, νοιάζομαι περισσότερο για την υγεία και την ευτυχία των παιδιών μου. Παρόλο που έχω τα δικά μου προβλήματα, αυτό που μου ραγίζει η καρδιά είναι όταν βλέπω τα παιδιά μου σε κατάθλιψη, όταν τα βλέπω να χάνουν τα μαλλιά τους από το άγχος. Είμαι ευγνώμων που είμαι τώρα μακριά από τον κίνδυνο του θανάτου και που νιώθω ότι βρίσκομαι σε μια χώρα όπου δεν γίνονται διακρίσεις για την εθνική ή θρησκευτική μου ταυτότητα ή το φύλο μου. Αισθάνομαι σεβασμό στην Ελλάδα. Αλλά ταυτόχρονα αισθάνομαι ότι ο νόμος δεν εφαρμόζεται σωστά και δεν υπάρχει σύστημα που να μας βοηθά να ενταχθούμε στην κοινωνία και να χτίσουμε τη ζωή μας εδώ. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μαθήματα γλώσσας, επαγγελματική κατάρτιση και θέσεις εργασίας για μητέρες και πατέρες. Δεν υπάρχει μονοπάτι που να μπορούμε να ακολουθήσουμε και αυτό είναι επιζήμιο και για το ελληνικό κράτος. Οι μόνες λέξεις που έχω μάθει να λέω στα ελληνικά είναι ‘Καλημέρα’ και ‘Καλησπέρα’ – από τους φύλακες ασφαλείας»
«Βρίσκεται στη μέση του πουθενά, αλλά ταυτόχρονα στερείται επαγγελματιών για να προσφέρει επαρκή φροντίδα, όπως γιατρούς, ψυχολόγους, νοσηλευτές/ριες, μαίες ή ασθενοφόρα. Μας δίνουν φαγητό, αλλά όχι την επιλογή του τι θα φάμε ή την ευκαιρία να μαγειρέψουμε. »
«Οι άνθρωποι μετατρέπονται σε παθητικούς αποδέκτες βοήθειας αντί να ενεργοποιούνται»
«Οι άρρωστοι μόλις και μετά βίας λαμβάνουν υποστήριξη και αρρωσταίνουν όλο και περισσότερο. Οι δερματικές λοιμώξεις, η κατάθλιψη, τα συχνά κρυολογήματα, όλα συνδέονται με τις συνθήκες ζωής μας. Νιώθουμε ανάξιοι/ες και απελπισμένοι/ες, πώς μπορούμε λοιπόν να φροντίσουμε τα παιδιά μας, τα οποία είναι ολόκληρο το μέλλον μας, σε αυτή την κατάσταση; Η απόδραση από τη χώρα μου με βοήθησε να βρω τον εαυτό μου, να αναγνωρίσω την αξία μου ως κορίτσι, γυναίκα, μητέρα και άνθρωπος. Επιτέλους αναπνέω. Κοιτάζοντας πίσω, νομίζω ότι απλώς υπηρετούσα άλλους σε όλη μου τη ζωή. Δεν μου δόθηκε χώρος από το κράτος, την κοινωνία, την οικογένειά μου, να βρω τη δική μου αξία. Είχα τα πάντα αλλά ένιωθα ότι δεν είχα τίποτα. Τώρα παίρνω αποφάσεις, ξέρω ότι υπάρχει λόγος που υπάρχω. Νιώθω ότι ο κόσμος μου ανήκει ενώ δεν έχω τίποτα.»
«Ωστόσο, στον καταυλισμό μια γυναίκα πρέπει να προσέχει πώς κινείται. Δεν νιώθουμε ελεύθερες. Ακόμη και ένα πουλί δεν αισθάνεται ελεύθερο εδώ, αν και οι πύλες είναι ανοιχτές. Όταν είχα πουλί, δεν το έβαζα ποτέ σε κλουβί.»
«Δεν σου δίνει ελευθερία ως άνθρωπο και ως γυναίκα»
Περίμεναν σε καταυλισμό προσφύγων για μήνες μέχρι να καταγραφεί το αίτημά τους για άσυλο. Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, η οικογένεια μεταφέρθηκε σε άλλο καταυλισμό. Μόλις η γυναίκα πήρε τη θετική της απόφαση ασύλου, της κόπηκε το χρηματικό επίδομα και η παροχή τροφίμων.
Στις αρχές του 2024 έλαβε την άδεια παραμονής της και της είπαν να εγκαταλείψει τον καταυλισμό. Αυτό που την κράτησε δυνατή κατά την περίοδο που περίμενε την απόφασή της για άσυλο και όταν ζούσε σε προσφυγικούς καταυλισμούς ήταν η παρακολούθηση διαδικτυακών επαγγελματικών μαθημάτων. Το όνειρό της είναι η ευτυχία για όλη την οικογένειά της και τους ανθρώπους γενικότερα. Για τον εαυτό της εύχεται μια μέρα να πάρει μια υψηλή θέση σε μια μεγάλη εταιρεία.
«Το να ζεις μέσα σε έναν καταυλισμό στην Ελλάδα δεν σου δίνει ελευθερία ως άνθρωπο και ως γυναίκα. Τις περισσότερες ώρες μένεις μέσα στο δωμάτιό σου και κρατάς το παράθυρό σου κλειστό. Χωρίς μαθήματα γλώσσας, χωρίς ενημερωτικές συνεδρίες για τα δικαιώματά σου, χωρίς ενδυνάμωση και υποστήριξη ένταξης».
«Δεν έζησα ποτέ στη χώρα μου. Πάντα ήμουν προσφύγισσα, κάποια που δεν μπορεί να πάει στο σπίτι· κάποια που δεν έχει διαβατήριο. Ποτέ δεν επέλεξα να είμαι προσφύγισσα ή να ζήσω σε καταυλισμό. Διέφυγα στην Ευρώπη γιατί ο νόμος, ο πολιτισμός, το κράτος, οι άνθρωποι εκεί όπου ζούσα δεν με προστάτευαν αλλά με εξέθεταν σε κινδύνους και παραβίαση των δικαιωμάτων μου. Στην Ελλάδα, έπρεπε να ζήσω ανάμεσα σε ανθρώπους που επίσης υπέφεραν και υποφέρουν, που σημαδεύονται από εμπειρίες βίας και απώλειας και που ζουν ανησυχώντας για το μέλλον».
«Ο καταυλισμός είναι σαν ένα κλουβί και οι άνθρωποι μέσα σε αυτόν δεν έχουν ελπίδα. Ένιωθα ότι ασφυκτιώ από τις μυρωδιές και τη σκόνη και ότι τρελαίνομαι από τον διαρκή θόρυβο»
«Φοβόμουν να χρησιμοποιήσω τα κοινόχρηστα ντους ή τις τουαλέτες, μέχρι και να κοιμηθώ ή να αφήσω το δωμάτιό μου άδειο και αφύλαχτο. Με περιόριζε όταν έπρεπε να μιλήσω μπροστά σε άνδρες μεταφραστές. Ένιωθα φόβο να περπατήσω μόνη έξω από τον καταυλισμό. Ένιωθα εκτεθειμένη τις νύχτες και τα Σαββατοκύριακα όταν οι μόνοι υπάλληλοι που μπορούσα να ζητήσω βοήθεια στον καταυλισμό ήταν το προσωπικό ασφαλείας. Ένιωθα άρρωστη από το ντους με κρύο νερό και τις κατσαρίδες και τους κοριούς. Δούλευα από μικρή και συντηρούσα την οικογένειά μου και ποτέ δεν ήθελα να εξαρτώμαι από βοήθεια».
«Γι’ αυτό οι περισσότεροι άνθρωποι αποφασίζουν να φύγουν από την Ελλάδα όταν πάρουν τα χαρτιά τους. Τους αρέσει η χώρα, οι άνθρωποί της, ο καιρός, η κουλτούρα, αλλά δεν μπορείς να επιβιώσεις μόνο με χαρτιά στα χέρια σου. Αν ήμουν πρόεδρος στην Ελλάδα, θα στέγαζα τους πρόσφυγες και τις προσφύγισσες στις πόλεις σε μικρούς καταυλισμούς, θα παρείχα μαθήματα γλώσσας και θα βοηθούσα τους ανθρώπους να ενταχθούν, να ανεξαρτητοποιηθούν και να αποκτήσουν ελπίδα».
«Παρόλο που δεν μιλάω ελληνικά, δεν έχω δουλειά και πού να μείνω, όταν είμαι έξω από τον καταυλισμό μπορώ επιτέλους να δω την ομορφιά στα μικρά πράγματα και μπορώ να αναπνεύσω. Αλλά θα πρέπει να φύγω από τη χώρα γιατί δεν μπορώ να επιβιώσω εδώ».