Ο Δήμος Μούτσης ήταν από τους τελευταίους μιας εποχής, μεγάλη προσωπικότητα του λαϊκού τραγουδιού που, ως απολύτως μοναδικό ιδίωμα, μπήκε απ’ τ’ αλώνια στα σαλόνια. Από το «Μη μου χτυπάς τα μεσάνυχτα την πόρτα», τον «Χάρο (που) βγήκε παγανιά» και τον «Αγιο Φεβρουάριο» μέχρι το «Δε λες κουβέντα» και το «Για όλα φταίνε οι γκόμενες», ο Μούτσης ήταν ευρηματικός, διαρκώς σε κίνηση, αναζητώντας νέα ιδιώματα – χωρίς όμως στιγμή να πάψει να είναι λαϊκός.
Δεν ήταν μόνος του. Επί πολλά χρόνια, θες γιατί η μουσική αυτή ενδιέφερε την πολιτική, θες γιατί συγγένευε ή αντλούσε από την ποίηση, θες γιατί ήταν το πιο εξωστρεφές κομμάτι της δισκογραφίας ήταν το πιο ζωντανό καλλιτεχνικό ρεύμα της Ελλάδας. Γινόταν μάλιστα προσπάθεια αναβάθμισης του μουσικού αυτού ιδιώματος, από λαϊκό σε έντεχνο (πριν απ’ τη σημερινή παραφθορά του όρου), για να μην παραγνωρίζεται το πολιτιστικό υπόβαθρο της σκηνής, που κράτησαν ζωντανή ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης, ο Ξαρχάκος, ο Κουγιουμτζής, ο Κηλαηδόνης, ο Μαρκόπουλος, ο Λεοντής, ο Μικρούτσικος και μερικοί άλλοι.
O Μούτσης ήταν από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτού του ρεύματος. Οι πρώτες του δισκογραφικές εμφανίσεις ήταν καθαρά λαϊκές, αλλά στην πορεία άλλαξε περισσότερες από μια φορές τη σταθερά με την οποία απευθυνόταν στο κοινό – ήταν μάλιστα από τους πρώτους λαϊκούς συνθέτες που μελοποίησαν ποιητές, στην υπέροχη «Τετραλογία». Τα πρώτα χρόνια μετά τη δικτατορία, ήταν εμπειρία να ακούς τις προσφερόμενες εκπομπές της Κολούμπια, της εταιρείας όπου ηχογραφούσαν οι περισσότεροι υπηρέτες αυτού του ρεύματος.
Τη δεκαετία του 1980, όμως, το ιδίωμα αυτό άρχισε να φθίνει με γρήγορους ρυθμούς, ώσπου να εξαφανιστεί το 1990 με την άνοδο των τραγουδιστών – σταρ της πίστας και, κατόπιν, στον νέο αιώνα, όταν η δισκογραφία ρουφήχτηκε από το Ιντερνετ. Υποτίθεται ότι ήταν μεγάλη υπόθεση η καλλιτεχνική ελευθερία, η μουσική θα εκδημοκρατιζόταν αφού θα διαδιδόταν χωρίς κόστος στο YouTube – και ο χώρος του τραγουδιού θα απαλλασσόταν επιτέλους από τους «μεσάζοντες», τις εταιρείες που έπιναν το αίμα των τραγουδιστών και των συνθετών με το μπουρί της σόμπας.
Αστοχη σκέψη. Το YouTube και γενικώς το Διαδίκτυο είναι όντως ανοιχτό στον καθένα, χάρη στο Διαδίκτυο μπορούμε να ακούμε όποια μουσική απ’ όλο τον κόσμο επιθυμούμε, αλλά οι λαϊκές μουσικές που μας συνεπήραν για περίπου σαράντα χρόνια τον εικοστό αιώνα δεν βρήκαν χώρο στην απεραντοσύνη του. Επειδή καταλύθηκε η παλιά σχέση του καλλιτέχνη με τους παραγωγούς στις εταιρείες δίσκων. Εκεί, στο συγκεκριμένο πλαίσιο, με κριτήρια εμπορικά αλλά και καλλιτεχνικά, παράγονταν τα τραγούδια που θα έφταναν στο κοινό. Εκεί δουλεύονταν οι μουσικές, τα ηχοχρώματα, τα μουσικά ιδιώματα, εκεί φτιάχνονταν οι σταρ. Που δεν ήταν «καρυδωμένα λαρύγγια» του καπιταλισμού, σύμφωνα με το λαϊκιστικό παραμύθι της εποχής, αλλά δημιουργικές οντότητες οι οποίες, με λίγη καθοδήγηση και σε ένα συγκεκριμένο καλλιτεχνικό πλαίσιο, διέπρεψαν.
Ξέρω, αλλάζουν οι καιροί και σήμερα το λαϊκό τραγούδι δεν είναι αυτό που ήταν – σήμερα είναι αμιγώς εκτονωτική διασκέδαση και ξόδεμα και επίδειξη χλιδής. Αλλά η έκλειψη της οργανωμένης δισκογραφίας δεν εκδημοκράτισε τη μουσική σκηνή. Την άφησε να μαραζώσει, δεν την ανανέωσε και την παρέδωσε σούμπιτη στα κλισέ του σκυλέ – είτε πρόκειται για πίστα είτε για τη βαναυσότητα του τραπ. Γι’ αυτό, σήμερα, κηδεύουμε μια εποχή μοναδική, που δεν θα επιστρέψει ποτέ. Κι ήμασταν τυχεροί που την τραγουδήσαμε κι είναι ακόμα μέσα μας.