Το μακρινό 2009, δεκαπέντε χρόνια και τρεις Ελλάδες πριν, το πανεπιστημιακό τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης της χώρας στεγαζόταν επισήμως σε μια μακρόστενη πολυκατοικία, πλάι στην Καπνικαρέα. Μεσοτοιχία με ένα πασίγνωστο κατάστημα ρούχων από τη μια και ένα καφέ-μπαρ από την άλλη, είχε γείτονες τα υφασματάδικα της Καλαμιώτου. Απέναντι από την είσοδο, η οποία θύμιζε πανεπιστήμιο μόνο αν κάποιος γνώριζε ότι εκεί πέρα γίνονται διαλέξεις, υπήρχε ένα κλειστό μαγαζί (που με τα χρόνια έγινε φούρνος) και ένα μηχάνημα ATM γνωστής τράπεζας, που τα επόμενα τέσσερα χρόνια θα έσπαγε πολλές φορές από λοστάρια.

Στον πρώτο όροφο (ή στον δεύτερο, έχουν περάσει χρόνια από τότε) είχε γίνει κατάληψη: εκεί στεγαζόταν το «στέκι», με τραπεζάκια και συνθήματα στους τοίχους, πολλά βιβλία, πολλά καφάσια με μπουκάλια μπίρες (τις περισσότερες φορές άδεια). Τα μαθήματα ξεκινούσαν από τον τρίτο και πάνω, σε πλατιές αίθουσες στις οποίες το πάτωμα έκανε βουναλάκια. Κάθε φορά που έπιανε άνοιξη, αυξανόταν η πιθανότητα την ώρα του μαθήματος να εμφανιζόταν μια πετούμενη κατσαρίδα, είτε στην αίθουσα είτε στην τουαλέτα – οι νεκρές ήταν πια κομμάτι του ντεκόρ –, ενώ όταν ανέβαινε η θερμοκρασία, οι διαλέξεις διεξάγονταν με σάουντρακ τα ερκοντίσιον που βαρυγκομούσαν. Οι φήμες μιλούσαν για έναν ένοικο-ποντίκι, όμως λίγοι είναι αυτοί που ορκίζονται ότι τον είδαν.

Στον τελευταίο (και πεντακάθαρο) όροφο, μαζί με διάφορα καθηγητικά γραφεία, στεγαζόταν η πιο εξειδικευμένη πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη για ζητήματα επικοινωνίας, με τρία μεγάλα τραπέζια στη μέση για τους φοιτητές και τρεις-τέσσερις υπολογιστές για γενική χρήση πλάι στο παράθυρο.  Δεν γίνονταν όλα τα μαθήματα εκεί: οι φοιτητές-νομάδες ήταν τυχεροί που στεγάζονταν πότε στο παλιό κτίριο της Νομικής (πριν κλείσει για την ανακαίνιση) και τις περισσότερες φορές στο κτίριο της Ιπποκράτους, στο θέατρο Διάνα. Τότε ζούσαν με το όνειρο της συνολικής μεταφοράς τους στο Γρυπάρειο Μέγαρο, απέναντι από το παλιό χρηματιστήριο της Σοφοκλέους, όμως εκείνοι δεν πρόλαβαν τη μετακόμιση.

Ακόμα και τώρα, κάθε φορά που στρίβουν στην Καπνικαρέα, ρίχνουν μια ματιά στη μακρόστενη πολυκατοικία: ήταν εκεί όταν τα ασανσέρ δεν δούλευαν (ή όταν τα σταματούσαν), όταν κοπανούσαν στο πλάι τον προτζέκτορα για να πάρει μπρος, όταν ο καθηγητής «πετούσε» κι ας είχε μέσα δέκα άτομα και όταν έλεγε μπούρδες και είχε μέσα εκατό, όταν αποφασίζονταν οι παρατεταμένες καταλήψεις για τον νόμο Διαμαντοπούλου, το μνημόνιο και το μεσοπρόθεσμο. Το θυμούνται για τις μέρες των μεγάλων διαδηλώσεων, γιατί μέσα στον χαμό και τον καπνό έμοιαζε λίγο με ασφαλές καταφύγιο. Το θυμούνται γιατί το ήθελαν καλύτερο, έτσι όπως πίστευαν ότι θα είναι πριν περάσουν το κατώφλι του.

Είτε είναι κανείς υπέρ είτε εναντίον των ιδιωτικών πανεπιστημίων, ο δρόμος για την καλύτερη τριτοβάθμια περνάει από την ανάπτυξη και την ενίσχυση των ΑΕΙ που έχουμε. Σε λάθος βάση κουβεντιάζουμε: αυτές τις μέρες, που συζητιέται η ίδρυση μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων ως μάννα εξ ουρανού και λύση για όλες τις παθογένειες δεκαετιών, σκέφτομαι ξανά και ξανά το σοκ στα μάτια των πρωτοετών που μπήκαν να κάνουν μάθημα σε εκείνο το κτίριο. Δεν πέρασαν μερικές εβδομάδες για να μετατραπεί η έκπληξη σε γκρίνια, που μαλάκωσε κι αυτή όσο το τοπίο γινόταν όλο και πιο γνώριμο. Το 2009, για να γνωρίσει κανείς τα υφασματάδικα της Καλαμιώτου, έπρεπε να έχει συγκεντρώσει κάτι λιγότερο από 18.000 μόρια στις Πανελλαδικές – τόσοι και τόσοι απόφοιτοί τους συνέχισαν για μεταπτυχιακό σε κάποιο (δημόσιο) πανεπιστήμιο της Βρετανίας ή της Ευρώπης, ακόμα περισσότεροι σήμερα εργάζονται σε κάποιον από τους τομείς του αντικειμένου τους. Το θέμα είναι να μπορούν να κάνουν το ίδιο δωρεάν, προσβάσιμα, σε καλύτερες συνθήκες.