Το τελευταίο χρονικό διάστημα οι οξείες αναπνευστικές λοιμώξεις στην κοινότητα παρουσιάζουν έξαρση με συνέπεια την αυξημένη ζήτηση των υπηρεσιών υγείας τόσο από τον γενικό πληθυσμό όσο και από τις ευαίσθητες και ευάλωτες ομάδες.
Ομως, εκτός από τον πανδημικό ιό και την εποχική γρίπη, στη λίστα προστέθηκε ένα ακόμη παθογόνο, το οποίο φαίνεται να παρουσιάζει αυξημένα ποσοστά επιδημιολογικής διασποράς στην κοινότητα τους τελευταίους μήνες. Ποιο είναι αυτό; Ο… ξεχασμένος κοκίτης.
Οπως υπογραμμίζει η δρ Σταματούλα Τσικρικά, πνευμονολόγος – φυματιολόγος, πρόεδρος Ομάδας Προαγωγής Υγείας, Ιατρικής Εκπαίδευσης και Διακοπής Καπνίσματος της Ευρωπαϊκής Πνευμονολογικής Εταιρείας και πρόεδρος της Ενωσης Πνευμονολόγων Ελλάδας, μπορεί πιθανά να επικρατεί η γενικότερη αντίληψη ότι ο κοκίτης απασχολούσε την ιατρική κοινότητα τις περασμένες δεκαετίες, θεωρώντας ότι είναι μια νόσος της παιδικής ηλικίας. Ομως τα ιατρικά δεδομένα εμφανίζουν μια διαφορετική εικόνα.
«Και αυτό διότι αναφέρουν ότι και οι ενήλικοι όσο και οι έφηβοι δύναται να προσβληθούν. Παρ’ όλα αυτά, τα συμπτώματα, τα οποία τις περισσότερες φορές είναι άτυπα και σχετικά ήπια, δεν γίνονται κατά συνέπεια ιδιαίτερα αντιληπτά».
Πιο συγκεκριμένα και όπως η ειδικός αναλύει, «ο αιμόφιλος του κοκίτη (Bordetella pertussis) είναι ένα αρνητικό κατά Gram βακτηρίδιο, ικανό να προκαλέσει οξεία νόσηση του αναπνευστικού συστήματος μέσω μολυσματικών σταγονιδίων ή άμεσης επαφής με εκκρίσεις από το αναπνευστικό σύστημα νοσούντων ατόμων.
Ο χρόνος επώασης, δηλαδή ο χρόνος ο οποίος μεσολαβεί από την έκθεση ενός ατόμου στο παθογόνο μέχρι την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων, κυμαίνεται συνήθως από 7-10 ημέρες, αλλά μπορεί να καταγραφεί και μεγαλύτερο χρονικό εύρος 4-21 ημερών, ενώ σπανιότερα έχει αναφερθεί μέχρι και διάστημα 42 ημερών».
Νόσηση σε τρεις φάσεις. Τα στάδια της νόσησης χωρίζονται σε τρεις φάσεις, όπως εξηγεί η κυρία Τσικρικά:
- Το καταρροϊκό, όπου οι πάσχοντες είναι περισσότερο μεταδοτικοί, με τη μεγαλύτερη διασπορά να λαμβάνει χώρα κατά τις δύο πρώτες εβδομάδες από την έναρξη του βήχα (περίπου 21 ημέρες), ενώ κάποια παιδιά με θετική καλλιέργεια μπορούν να παραμένουν μεταδοτικά για αρκετές εβδομάδες.
- Το παροξυσμικό, που διαρκεί 1-6 εβδομάδες και όπου ο βήχας γίνεται προοδευτικά εντονότερος, επέρχεται με παροξυσμούς και σπασμωδικούς χαρακτήρες.
- Τέλος, το στάδιο της αποδρομής, διάρκειας 2-3 εβδομάδων, όπου ο βήχας και οι παροξυσμοί γίνονται ολοένα και αραιότεροι και τελικά σταματούν.
Το πρωτεύον κλινικό σύμπτωμα είναι ο εμμένων και ιδιαίτερα ενοχλητικός, κατά ώσεις, βήχας, ο οποίος μέσω των αποβαλλόμενων σταγονιδίων κάνει τη διασπορά του παθογόνου ακόμα πιο εύκολη. «Ο βήχας μπορεί να γίνει τόσο έντονος, ώστε να προκληθεί ναυτία, μεταβηχικός εμετός, λιποθυμικό επεισόδιο ή ακόμη και κατάγματα πλευρών. Σε περιπτώσεις βαρύτερης νόσησης στα μικρά βρέφη μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές, όπως εγκεφαλική βλάβη, πνευμονία και μερικές φορές θάνατο, ενώ στους ενηλίκους μπορεί να εμφανίσει έκδηλη αδυναμία, καταβολή, κεφαλαλγία και απώλεια σωματικού βάρους».
Η θεραπεία. Η θεραπευτική προσέγγιση γίνεται με τη χορήγηση αντιβιοτικής αγωγής, η οποία μειώνει τη διάρκεια και βαρύτητα της πάθησης, όταν όμως – όπως σημειώνει η κυρία Τσικρικά – χορηγείται στα αρχικά στάδιά της. «Ιδιαίτερα σημαντική θέση κατέχει και η εφαρμογή των κανόνων αναπνευστικής υγιεινής για τη μείωση διασποράς των σταγονιδίων, όπως για παράδειγμα το τακτικό πλύσιμο των χεριών, η κάλυψη του στόματος κατά τον βήχα ή το φτέρνισμα, η άμεση απόρριψη των χαρτομάντιλων μετά τη χρήση, καθώς και η καθαριότητα των κοινόχρηστων χώρων και συχνά αγγιζόμενων επιφανειών».
Το εμβόλιο. Στη θεμελιώδη πρόληψη έναντι του κοκίτη, «σημαντική θέση κατέχει ο εμβολιασμός, καθώς τα άτομα που έχουν λάβει ανοσοποίηση μέσω του εμβολίου παρουσιάζουν κατά κανόνα πολύ ηπιότερα συμπτώματα. Στο εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμών των ενηλίκων της χώρας μας, το εμβόλιο κυκλοφορεί ως τριδύναμο Tdap ή τετραδύναμο Tdap-IPV (διφθερίτιδας, τετάνου, ακυτταρικού κοκίτη και πολιομυελίτιδας)», υπενθυμίζει η ίδια.
Και έπειτα επισημαίνει πως ο αρχικός κύκλος εμβολιασμού αποτελείται από 2-3 δόσεις και χορηγείται συνήθως κατά την ηλικία των δύο έως δώδεκα μηνών, σύμφωνα με το εκάστοτε Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμού. Συνιστάται η χορήγηση τρίτης ή τέταρτης δόσης κατά την ηλικία των 11-24 μηνών καθώς και ακόμη μίας δόσης κατά την ηλικία των τριών έως επτά ετών.
«Η σύσταση για τους ενηλίκους όσον αφορά την αναμνηστική δόση είναι στην ηλικία των 18-25 ετών με Tdap ή Tdap-IPV και στη συνέχεια Td (εμβόλιο τετάνου) ή Tdap (εμβόλιο τετάνου, διφθερίτιδας, ακυτταρικού κοκίτη τύπου ενηλίκου) κάθε 10 χρόνια.Θα πρέπει να γίνεται κατανοητό ότι η ανοσία δεν διατηρείται με το πέρασμα των ετών, γι΄ αυτό και απαιτείται περιοδική επανάληψη του εμβολιασμού στην ενήλικη ζωή», καταλήγει η κυρία Τσικρικά.
Η εικόνα στον υπόλοιπο κόσμο. Η είδηση περί δυναμικής επανεμφάνισης του κοκίτη στη χώρα μας προκάλεσε ανησυχία. Πιο συγκεκριμένα, ο ΕΟΔΥ ανακοίνωσε πως εντός των πρώτων δύο μηνών του έτους έχουν καταγραφεί συνολικά τουλάχιστον 34 κρούσματα, όταν πέρυσι δεν ξεπέρασαν τα εννέα, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο για περαιτέρω εξάπλωση.
Εντούτοις, έχουν ήδη προηγηθεί άλλες χώρες της Γηραιάς Ηπείρου, των οποίων οι αρμόδιες Αρχές έχουν σημάνει προ μηνών συναγερμό, διαπιστώνοντας μια ανοδική τάση στα περιστατικά. Ενδεικτικά αναφέρεται το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου «ο βήχας των 100 ημερών», όπως συχνά αποκαλείται, διαγνώστηκε σε1.728 ανθρώπους το 2023. Προβληματισμό όμως προκαλούν και τα δεδομένα που συλλέγονται το 2024, καθώς μόλις τις τρεις πρώτες εβδομάδες του νέου έτους αναφέρθηκαν στη Βρετανική Υπηρεσία Ασφαλείας της Υγείας (UKHSA) 636 ύποπτα και επιβεβαιωμένακρούσματα.
Αντίστοιχα, στη Δανία είχαν αναφερθεί μέχρι και τον Οκτώβριο του 2023 συνολικά 3.619 κρούσματα και ένας θάνατος, ενώ στη Σουηδία τα κρούσματα άρχισαν να αυξάνονται αιφνιδιαστικά πέρυσι τον Οκτώβριο. Επίσης αύξηση σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια καταγράφεται σε Βέλγιο, Κροατία, Τσεχία, Νορβηγία, Ισπανία, Μαυροβούνιο, Ελβετία και Σερβία.
Κοιτώντας κανείς τη μεγαλύτερη εικόνα, τα τελευταία χρόνια παγκοσμίως καταγράφονται 50.000.000 περιπτώσεις κοκίτη κάθε χρόνο και 300.000 θάνατοι. Η θνησιμότητα στα παιδιά στα αναπτυσσόμενα κράτη φθάνει το 4%. «Τα νεογνά <6 μηνών παρουσιάζουν ιδιαίτερα υψηλή θνητότητα και νοσηρότητα και ειδικά στα νεογνά <2 μηνών καταγράφονται οι περισσότερες νοσηλείες και επιπλοκές», αναφέρουν οι επιστήμονες του ΕΟΔΥ. Πάντως, τις τελευταίες δεκαετίες στις χώρες όπου συστηματικά διενεργείται εμβολιασμός έχει σημαντικά μειωθεί η νοσηρότητα από κοκίτη. Παρ’ όλα αυτά, κάθε 3-4 χρόνια παρουσιάζονται μικρές ή μεγάλες επιδημικές εξάρσεις της νόσου.