Έχω δέκα λόγους για να εκτιμώ τον Δήμο Μούτση σαν συνθέτη. Ο δέκατος είναι ότι, σε μια εποχή που οι περισσότεροι συνάδελφοί του προσπαθούν να κάνουν σουξέ χρησιμοποιώντας στους δίσκους τους καθιερωμένους και εμπορικούς τραγουδιστές, αυτός παίρνει την κιθάρα του, μπαίνει στο στούντιο και ηχογραφεί τα τραγούδια του με τη δική του φωνή. Που δεν είναι η φωνή του Καζαντζίδη ή της Αλεξίου. Αλλά η φωνή ενός ανθρώπου όπως εμείς. Που τραγουδάει την ώρα που βάφει ένα τραπεζάκι ή τακτοποιεί τα βιβλία του, μες στο δωμάτιό του.
Ο ένατος λόγος για τον οποίο εκτιμώ τον συνθέτη Δήμο Μούτση είναι τούτος: ουδέποτε απέφυγε να πει τη γνώμη του για πρόσωπα και πράγματα του χώρου του. Όπως τώρα. Που μου μιλάει για τους συναδέλφους του.
Ο όγδοος λόγος για τον οποίο εκτιμώ τον συνθέτη Δήμο Μούτση είναι ότι ποτέ δεν επαναπαύθηκε στην κότα με το χρυσό αυγό: ξεκίνησε με τον Κόκοτα, πέτυχε, παράτησε τον Κόκοτα, πήγε με τον Μπιθικώτση και τη Μοσχολιού, ξανάκανε επιτυχίες, έφυγε, πήγε στον Μητροπάνο, ξανάφυγε. Για να φτάσει στα 1982, κι αφού πέρασε από τον Μητσιά και άλλους σταθμούς, στο «Φράγμα», που, εκ προοιμίου, δεν παρείχε κανένα εχέγγυο για επιτυχία.
Οι άλλοι εφτά λόγοι για τους οποίους εκτιμώ τον συνθέτη Δήμο Μούτση είναι ένας: έχει γράψει μια σειρά από τα ωραιότερα ελληνικά τραγούδια. Την «Ελευσίνα», τα «Χέρια», την «Πειραιώτισσα», το «Αύριο πάλι». Και σήμερα, στα 43 του χρόνια, γράφει αυτό το θαυμάσιο «Δεν λες κουβέντα, έχεις κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα». Και, βέβαια, το «Ερηνούλα μου».
Με αυτούς τους λόγους είχε διανθίσει ο σπουδαίος Λευτέρης Παπαδόπουλος τη συνέντευξη που του είχε παραχωρήσει το τόσο μακρινό πια 1982 (εφημερίδα «Τα Νέα», Σάββατο 27 Μαρτίου 1982) ο άρτι εκλιπών Δήμος Μούτσης.
«ΤΑ ΝΕΑ», 27.3.1982, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Κι εκείνος, μεταξύ πολλών άλλων, είχε πει και τα ακόλουθα, αναμφιβόλως αιχμηρά:
Ο Μικρούτσικος είπε ότι ο Σαββόπουλος είναι ιδιοφυής καλλιτέχνης. Διαφωνώ, πέρα για πέρα! Ο Σαββόπουλος είναι πολύ μεγάλος καλλιτέχνης. Αυτά που κάνει δεν τα κάνει από εξυπνάδα. Δεν κρίνεται ένα ωραίο χαλί από τις κλωστές πούχεις χρησιμοποιήσει για να το φτιάξεις, ούτε ένα ποίημα από τις λέξεις που μεταχειρίστηκες. Έτσι κι ο Σαββόπουλος δεν μπορεί να κριθεί από τα επιμέρους. Κρίνεται από το έργο του. Και το έργο μένει ή δεν μένει. Και μη μας πει ο κύριος Μικρούτσικος ότι το έργο του Σαββόπουλου δεν έχει μείνει.. Δεν μπορώ να πω ότι και ο Μικρούτσικος και ο Μαρκόπουλος και όλοι αυτοί που γράφονται κάθε μέρα στις εφημερίδες δεν κάνουν μια προσπάθεια. Κάθομαι όμως και σκέφτομαι τι έχει μείνει ή τι θα μείνει απ’ όλη αυτή την ιστορία αυτών των παιδιών που το ξεκίνημά τους ήταν οι πολιτικές οργανώσεις. Ποια θα ήταν η σημασία της δουλειάς τους αν δεν είχαν ανακατευτεί με όλο αυτό το κύκλωμα, που έχει μια προβολή και μια επιβολή στα πράγματα; Φοβάμαι ότι, αν καθίσεις και σκεφτείς, πολύ δύσκολα θα βρεις κάτι πέρα απ’ τον Σαββόπουλο…
«ΤΑ ΝΕΑ», 27.3.1982, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
— Ο Μικρούτσικος, είπες, κάνει μια προσπάθεια…
Ο Μικρούτσικος δεν έχει ταλέντο. Στο τραγούδι φαίνεται ο άνθρωπος που «γεννάει». Ο άνθρωπος που έχει έμπνευση. Ταλέντο δεν έχει. Μουσική μπορεί να ξέρει, όπως λέει. Αλλά πόσο μπορεί να ενδιαφέρει κάτι τέτοιο; Κι εγώ ξέρω μουσική, αλλά ποτέ δεν το λέω. Και ξέρω και πολλή μουσική. Μέσα όμως σ’ ένα τραγούδι λειτουργούν και κάποιοι άλλοι παράγοντες, που κανένα ωδείο δεν σ’ τους μαθαίνει. Είναι ένα φύσημα, που φαίνεται ή δεν φαίνεται. Ύστερα, το δυστύχημα με τον Μικρούτσικο και όλους τους Μικρούτσικους είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν ένιωσαν ποτέ τη χαρά να περάσουν από κάποια γειτονιά και ν’ ακούσουν τα παιδιά να τραγουδάνε τα τραγούδια τους. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Όλος αυτός ο εγκεφαλισμός του Μικρούτσικου χρειάζεται. Αλλά μέσα απ’ τον συνθέτη πρέπει να βγαίνει και μια αγνότητα, και μια αλήθεια, που δεν διδάσκεται στα ωδεία…
— Κι ο Μαρκόπουλος;
Αυτός μου θυμίζει την παροιμία «όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, από κάτω θα με βρεις». Ο Μαρκόπουλος, πάντοτε, τα καταφέρνει. Αν με βάλεις να τον κρίνω σαν καλλιτέχνη, δεν θα μπορώ να πω τίποτα. Είναι σαν να στέκεται μπροστά μου κι εγώ να μην τον βλέπω. Σαν νάναι από γυαλί! Δεν υπάρχει. Είναι ανύπαρκτος! Είναι ένα συνονθύλευμα διαφόρων πραγμάτων, αυτοπροβολής και κακίας!
«ΤΑ ΝΕΑ», 27.3.1982, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
— Είσαι πολύ επιθετικός…
Μα δεν είναι καιρός να μιλήσει και κάποιος για τον Μαρκόπουλο, έξω απ’ τα δόντια; Υπάρχει μέρα που δεν διαβάζεις κάτι για τον Μαρκόπουλο στις εφημερίδες; Πέρυσι το καλοκαίρι ο Γιάννης Σπανός έκανε τρεις συναυλίες στο Λυκαβηττό και έσπασε τα ταμεία! Τόσος κόσμος ποτέ δεν πήγε στο Λυκαβηττό! Κι όμως, δεν γράφτηκε λέξη γι’ αυτό το γεγονός! Κι αν φταρνιστεί ο Μαρκόπουλος, γράφονται σελίδες! Κι όχι μόνο ο Μαρκόπουλος αλλά κι ένα σωρό άλλοι που μαζεύουν δεκαπέντε άτομα στις συναυλίες τους.
— Σου αρέσει ο Σπανός;
Πολύ. Και τον τραγουδάω. Τουλάχιστον τον τραγουδούσα. Ο Σπανός είναι ένας άνθρωπος που ενδιαφέρεται γι’ αυτό που γράφει, γι’ αυτό που αισθάνεται ο ίδιος. Δεν ενδιαφέρεται για το πώς θα πλασάρει τη δουλειά του.
— Ποιοι άλλοι σου αρέσουν;
Από τη γενιά μας ο μόνος που δεν μου αρέσει, μολονότι είναι το καλύτερο παιδί, είναι ο Λεοντής. Όλοι οι άλλοι, ο Λοΐζος, ο νεότερος Κηλαηδόνης, ο Κουγιουμτζής και, προ πάντων, ο Ξαρχάκος μού αρέσουν και τους έχω τραγουδήσει πολύ. Θέλω να μείνω για λίγο στον Ξαρχάκο. Έχει γράψει καταπληκτικά τραγούδια! Θα ξεχάσω εγώ την «Άπονη ζωή», την «Καισαριανή», την «Άσπρη μέρα»; Δεν ντρεπόμαστε λιγάκι; Όταν πιάνουμε στο στόμα μας τον Ξαρχάκο, πρέπει να το πλένουμε πολλές φορές! Επειδή πήρε στο χέρι του το βεργάκι και διευθύνει, ακόμη κι αν αυτό είναι λάθος, πρέπει να τον κατακρίνουμε; Δεν θα κρίνουμε τον Ξαρχάκο από τα λάθη του. Θα τον κρίνουμε από τις ισχυρότατες στιγμές του, από τα τραγούδια του, που είναι αναμφισβήτητης αξίας. Κανείς από μας δεν έγραψε καλύτερα τραγούδια από τον Ξαρχάκο. Και θα μιλάμε τώρα για Μικρούτσικους, που ακροβατούν μεταξύ Κουρτ Βάιλ και ζεϊμπέκικου του ’70;
— Μίλησες για τη γενιά σου, που ήρθε ακριβώς μετά τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη. Θεωρείς, και συ, ότι ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση μιας μουσικής φυσιογνωμίας στον τόπο μας, με βάση το τραγούδι;
Ασφαλώς, αλλά θέλω να διευκρινίσω μερικά πράγματα. Έχω την εντύπωση ότι ο Χατζιδάκις, που έγραψε αυτά τα καταπληκτικά τραγούδια, σε μιαν ανύποπτη εποχή, αλλά κι ο Θεοδωράκης ονειρεύτηκαν να βάλουν τα θεμέλια πάνω στα οποία θα στηριζόταν, αργότερα, ένα συμφωνικό πιθανόν άκουσμα. Ονειρεύτηκαν μια μουσική σχολή. Κάπου όμως, ιδιαίτερα ο Θεοδωράκης, μπλέχτηκε. Κι ενώ, όπως δήλωνε στην αρχή, το τραγούδι γι’ αυτόν δεν ήταν παρά μόνο μια αφετηρία, κόλλησε σ’ αυτή την αφετηρία. Έτσι, το μόνο που επιτεύχθηκε σ’ αυτόν τον τόπο ήταν να δημιουργηθεί μια σχολή τραγουδιού. Αυτό, μαζί με τις πολιτικές προεκτάσεις που είχαν τα πράγματα, χάραξε έναν πολύ εύκολο δρόμο. Ένα δρόμο στον οποίο μπορούσε να μπει μέσα, χωρίς δυσκολίες, ο καθένας. Έτσι κι είχες ταλέντο ή σου άρεσε να γράφεις μουσική, επειδή ανήκες στον προοδευτικό χώρο γινόσουν αυτόματα συνθέτης! Τα κόμματα, οι εφημερίδες, οι διάφορες διαδικασίες σε επιβάλλανε.
— Για πες μου, αν θέλεις, ονόματα…
Καλύτερα όχι, γιατί είναι πράγματα πολύ λεπτά… Σωστότερο είναι να δούμε το αποτέλεσμα: φτάσαμε σ’ ένα σημείο όπου δεν παίζουν πια κανένα ρόλο όλ’ αυτά — ακούς μουσική για ώρες και πλήττεις θανάσιμα. […] Όλ’ αυτά είναι απόρροια λαθών που έκανε, κυρίως, ο Θεοδωράκης. Που ανακάτεψε την πολιτική του ιδιότητα με το τραγούδι και δημιούργησε αυτόν τον εύκολο δρόμο. Ευτυχώς όμως, σήμερα τα πράγματα ξεκαθαρίζουν. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία το πού ανήκεις πολιτικά, αλλά το πώς είσαι μέσα σου, σαν άνθρωπος. Αυτοί που έχουν να πουν κάτι, στέκονται. Αυτοί που δεν έχουν, επαναλαμβάνονται. Κι ο κόσμος, μην αμφιβάλλεις, τους έχει καταλάβει. Το να βλέπεις σήμερα έναν άνθρωπο να κουνάει τα χέρια του και να διευθύνει δυο μπουζούκια, δεν σημαίνει τίποτα. Κι όμως, αυτό πριν από δέκα χρόνια ήταν η συναυλία. Το ν’ ακούς «εμπρός παιδιά» και «θα νικήσουμε» και «στον αγώνα», δεν σημαίνει τίποτα απολύτως. Και δεν αφορά κανέναν.
— Πολλοί, όπως ο Σταύρος Κουγιουμτζής, θεωρούν ότι είσαι πολύ μεγάλο ταλέντο στη σύνθεση τραγουδιών.
Εγώ δεν ξέρω αν είμαι πολύ μεγάλο ταλέντο. Εκείνο που ξέρω είναι ότι δεν κάνω ποτέ άκαιρα πράγματα. Άσχημα, ίσως. Άκαιρα, ποτέ. Ούτε άχρηστα. Και σήμερα, η εποχή μας δεν έχει ανάγκη από όμορφα πράγματα, αλλ’ από καίρια.
*Οι φωτογραφίες στο παρόν άρθρο προέρχονται από την επίσημη ιστοσελίδα του Δήμου Μούτση (dimosmoutsis.gr).