«Επιβεβαιώθηκε η πρώτη περίπτωση της νόσου στην Ελλάδα. Πρόκειται για Ελληνίδα 38 ετών, ταξιδιώτισσα από πληττόμενη περιοχή της Βόρειας Ιταλίας. Είναι καλά στην υγεία της. Παρακολουθείται από μία ομάδα εξαιρετικών συναδέλφων στη Θεσσαλονίκη και τη στιγμή που σας μιλώ γίνεται ιχνηλάτηση των επαφών της. Οι κοντινές επαφές θα τεθούν οικειοθελώς σε απομόνωση και θα επιτηρείται η υγεία τους».
Ηταν 26 Φεβρουαρίου του 2020 όταν ο καθηγητής Παθολογίας – Λοιμώξεων, Σωτήρης Τσιόδρας, ανακοίνωσε στο πανελλήνιο πως εντοπίστηκε το πρώτο κρούσμα SARS-CoV-2 στη χώρα μας. Η στιγμή εκείνη έχει ριζώσει στη συλλογική μας μνήμη.
Ηταν ίσως εκείνα τα πρώτα λεπτά της συνειδητοποίησης πως ο άγνωστος και απειλητικός ιός κυκλοφορεί ανάμεσά μας. Αν όμως εμείς βιώσαμε με τέτοια ένταση εκείνη την ανακοίνωση, πόση αγωνία ένιωθε η «ασθενής μηδέν»;
Και τέσσερα χρόνια μετά, πόσο έχει αλλάξει η κοσμοθεωρία της;
«Κάποιες φορές μού φαίνεται σαν να ήταν χθες, γιατί κάποια από τα γεγονότα έχουν χαραχτεί έντονα στη μνήμη μου. Από την άλλη, όταν μπαίνω στη διαδικασία να τα περιγράψω, μοιάζει σαν να έχουν συμβεί σε κάποιον άλλον» εξηγεί στα «ΝΕΑ» η Δήμητρα Βουλγαρίδου, με τη σταθερή φωνή και τον συγκροτημένο λόγο που τη διακρίνει.
Και έπειτα στέκεται σε γεγονότα που θα τη συνοδεύουν σε όλη της τη ζωή, όπως η ανάμνηση του γιατρού όταν εισήλθε στο δωμάτιο αρνητικής πίεσης του ΑΧΕΠΑ όπου νοσηλευόταν, για να της ανακοινώσει πως είναι το πρώτο κρούσμα.
«Ξέσπασα σε λυγμούς. Ενιωθα σαν να περπατάω σε μια έρημο, χωρίς να γνωρίζω τον προορισμό. Ηταν τότε κάτι πολύ άγνωστο. Και αυτό το “διάβαζα” και στα μάτια των γιατρών – τα μόνα που μπορούσα να διακρίνω εξαιτίας των στολών που φορούσαν».
Ο φόβος.
Τα ατελείωτα 24ωρα μέσα στο νοσοκομείο τη στοίχειωναν μαύρες σκέψεις.
Εκείνες τις δύσκολες ώρες παραδέχεται πως ένιωσε σαν μελλοθάνατη. Επίσης, ανησυχούσε για τους ανθρώπους με τους οποίους είχε έρθει σε επαφή.
Σήκωνε στους ώμους της βαρύ φορτίο. Ο φόβος, το άγνωστο, το στρες, η απομόνωση… πιθανώς να ήταν οι αιτίες που ένιωθε πως αρρωσταίνει (π.χ. είχε πόνους στο στομάχι) παρόλο που στην πραγματικότητα τα συμπτώματά της ήταν ήπια. «Είχα πάθει τα πάντα, αλλά ήταν όλα ψυχοσωματικά».
Στις «σκοτεινές» εκείνες ημέρες, στο δωμάτιό της ο… ήλιος της ήταν ο 9χρονος τότε γιος της.
Το αποτέλεσμα του μοριακού ελέγχου είχε δείξει πως ήταν και εκείνος θετικός. Οι άλλες 62 επαφές της είχαν επίσης υποβληθεί σε τεστ, με τα αποτελέσματα να μαρτυρούν πως η μετάδοση (ευτυχώς) περιορίστηκε ανάμεσα στους δύο τους.
Κάπως έτσι βρέθηκαν να νοσηλεύονται μαζί στο ΑΧΕΠΑ στο ίδιο δωμάτιο. Εκείνος ήταν εντελώς ασυμπτωματικός. Η κυρία Βουλγαρίδου παραδέχεται εντούτοις πως η συγκυρία εκείνη τη δυσκόλεψε πολύ.
«Ο γιος μου το διαχειρίστηκε πολύ καλά. Οφειλα όμως να είμαι πολύ προσεκτική. Είχα συνεχώς την τηλεόραση στο δωμάτιο κλειστή, καθώς εκείνη την περίοδο ο κορωνοϊός μονοπωλούσε την επικαιρότητα. Δεν μιλούσα πολύ ούτε στο τηλέφωνο. Για πρώτη φορά στη ζωή μου άρχισα να κρατώ ημερολόγιο. Να καταγράφω όσα συνέβαιναν στον θάλαμο».
Η αλήθεια είναι πάντως πως η καθημερινότητά τους ήταν μονότονη. «Ηταν σαν να πρωταγωνιστούσαμε σε ταινία επιστημονικής φαντασίας». Κάθε πρωί η επίσκεψη των γιατρών και των νοσηλευτών, ντυμένων από πάνω μέχρι κάτω, κρατούσε μόλις λίγα λεπτά. Η παρουσία τους όμως, τα λόγια τους, οι πράξεις τους ήταν πολύ ενθαρρυντικά. Η ίδια, επαναλαμβάνει πως τους χρωστά πολλά. «Μετά, κατά τη διάρκεια της ημέρας, η επικοινωνία μου με το προσωπικό του νοσοκομείου ήταν τηλεφωνική. Και εν γνώσει μας υπήρχε στο δωμάτιο μια κάμερα που μας κατέγραφε 24 ώρες το 24ωρο».
Επιτέλους, έπειτα από 18 ημέρες ήρθε η ώρα του πολυπόθητου εξιτηρίου. Τέσσερα χρόνια, μετά η κυρία Βουλγαρίδου περιγράφει με χαρμολύπη τα όσα εκτυλίχθηκαν. «Οταν μας ανακοίνωσαν πως είμαστε αρνητικοί, βίωσα μεγάλη ανακούφιση. Είχα τόσες ημέρες να περπατήσω. Να αντικρίσω τον “έξω” κόσμο. Ενιωθα τα πόδια μου να πετάνε»…
Ακολούθησε η 15νθήμερη καραντίνα στη θαλπωρή του σπιτιού τους.
Τότε όμως άρχισαν τα απειλητικά μηνύματα στον προσωπικό της λογαριασμό στο Facebook. Της έγραφαν να «πεθάνει» επειδή έφερε τον ιό και άλλα τέτοια ανείπωτα.
«Αλλαξε όλο το αντιληπτικό μου πεδίο. Το μένος αυτό με είχε επηρεάσει πάρα πολύ. Ισως είμαι πολύ συναισθηματική. Θέλω να το αφήσω πίσω μου… Υπήρξαν όμως και άνθρωποι που μου συμπαραστάθηκαν πάρα πολύ και κάπως ισορρόπησε η κατάσταση».
Πετούσαν αβγά.
Το στίγμα το ένιωσε στο πετσί της και από πιο κοντινούς ανθρώπους. Τις πρώτες ημέρες της επιστροφής στο σπίτι της, επιτήδειοι πετούσαν αβγά στο μπαλκόνι της. Περιγράφει επίσης την πρώτη φορά που επισκέφτηκε στο σουπερμάρκετ, λίγο πριν από το πρώτο lockdown. «Ο διάδρομος ξαφνικά άδειασε. Δικαιολογώ τον κόσμο. Επικρατούσε ο φόβος. Οπότε ήταν κατά μία έννοια λογικό».
Τέσσερα χρόνια μετά, η κυρία Βουλγαρίδου παραμένει μια ιδιαίτερα δραστήρια γυναίκα. Εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας και είναι μέλος της Σχολικής Επιτροπής της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης στον Δήμο Θεσσαλονίκης.
«Πέρασα ένα διάστημα πολύ δύσκολο αλλά νομίζω πως έχω βγει πιο δυνατή» μαρτυρά. Αν κάτι έχασε, αυτή είναι η εμπιστοσύνη στους ανθρώπους και ο παρορμητισμός της. Πρόκειται όμως για ένα συναίσθημα που είναι κόντρα στον χαρακτήρα της: «Ανήκω σε εκείνους που πιστεύουν στη δύναμη του ανθρώπου. Στο δέσιμο, στην αγάπη, στη συνύπαρξη, γιατί μόνο έτσι θα πάμε μπροστά σαν κοινωνία».
Πριν ολοκληρωθεί η συνομιλία μας, επιστρέφει και πάλι στο ιατρονοσηλευτικό προσωπικό.
Χαρακτηρίζει τους γιατρούς και τους νοσηλευτές που τη φρόντισαν «φύλακες αγγέλους» της. Στέκεται στο φιλότιμό τους, στον τρόπο που την εμψύχωναν και φρόντιζαν εκείνη και τον γιο της αλλά και στο επιστημονικό επίπεδό τους.
Και προσθέτει πως υπερασπίζεται την Επιστήμη, γι’ αυτό και εμβολιάστηκε έναντι της COVID παρότι πως η ίδια ως η ασθενής «μηδέν» βγήκε νικήτρια σε εκείνη τη πρώτη μάχη. «Υπήρξαν άνθρωποι που δυσκολεύτηκαν πολύ. Που έχασαν τη ζωή τους. Εγώ κρατάω ότι είμαι καλά και ότι η ζωή συνεχίζεται».