Οταν επρόκειτο να φτιαχτεί ο περιφερειακός της Θεσσαλονίκης, ξύπνησαν πάλι στην πόλη οι μηχανισμοί ματαίωσης: αγανακτισμένοι πολίτες, εμμονικοί οικολογίζοντες, αναρχο-έτσι, κομματικά ενεργούμενα και λοιποί. Αρχισαν να βγάζουνε ανακοινώσεις και προκηρύξεις, να πολεμάνε το έργο, να κάνουνε συγκεντρώσεις, διότι, έλεγαν, θα καταστραφεί το Σέιχ Σου κι άλλα ψυχοδραματικά – στο μεταξύ, αν δεν είχε γίνει ο περιφερειακός, η πόλη ήδη θα είχε πεθάνει από ασφυξία, θα ήταν πλήρως αβίωτη. Επιπλέον η ύπαρξη του περιφερειακού σώζει το Σέιχ Σου διότι είναι συνέχεια στο μάτι των οδηγών που το περιπλέουν νυχθημερόν και η πρόσβαση σ’ αυτό, σε περίπτωση πυρκαγιάς, είναι ακαριαία.
Ο περιφερειακός ήταν πρωταρχικό, υπαρξιακό ζήτημα για τη Θεσσαλονίκη. Απόδειξη ότι έχει ήδη ξεπεραστεί, δεν μας αρκεί πια, μπλοκάρει από τα πολλά οχήματα, και προέκυψε η ανάγκη δημιουργίας δεύτερου, με τελική απόφαση να γίνει το flyover. Οπότε, σε κάποιο βαθμό, αναβίωσαν πάλι οι γνωστές ιεροτελεστίες ματαίωσης – όπως και με το μετρό και τις αλλεπάλληλες μηνύσεις για τα αρχαία που βρέθηκαν κι έπρεπε να μετακινηθούν: παρεμβάσεις από διάφορους που, για λόγους συνήθως πολιτικούς, δεν θέλουν να τελειώσει το έργο – ιδίως από εκείνους που εγκατέλειψαν εντελώς, επί πέντε χρόνια, τον τύμβο του Καστά, αλλά τους έπιασε αιφνίδιο κόψιμο μόνο με τα αρχαία της Βενιζέλου. Είναι σχεδόν έθιμο να μη θέλουνε κάποιοι να γίνει τίποτε, να ζούμε μιαν ασάλευτη ζωή εν τάφω, παρότι η πόλη έχει ραγδαίως μεταμορφωθεί και αλλάζει θυελλωδώς κάθε μέρα, αγγίζοντας σχεδόν το ενάμισι εκατομμύριο κατοίκους. Να μην προβλεφθεί τίποτε, να μην αλλάξει τίποτε, να σκάσουμε βράζοντας μέσα στην ίδια μας την ακηδία. Μιζεραμπιλισμός και απέχθεια για οποιαδήποτε μορφή οξυδερκούς αντιμετώπισης, αλλά και πρόβλεψης για το μέλλον. Ασχετα αν η πόλη, εφόσον μείνει ως έχει, ξοφλάει όβερ.
Σ’ ένα ευρύτερο επίπεδο: παραπονιόμαστε και επί δεκαετίες ότι η Θεσσαλονίκη δεν έχει επαρκείς και καλές δημόσιες συγκοινωνίες. Είναι αλήθεια. Τα πράγματα είναι τραγικά για πολλές περιοχές εκτός κυρίου άστεως – ιδίως τα τελευταία χρόνια για τις δυτικές συνοικίες και για πέριξ ανατολικές περιοχές που επεκτείνονται διαρκώς και σχεδόν έχουν διπλασιάσει το εμβαδόν της πόλης, η οποία πλέον κοντεύει να ενωθεί με τη Χαλκιδική. Ανέκαθεν, βέβαια, οι συγκοινωνίες ήταν αναξιοπρεπείς και ελλειμματικές – μια ζωή, θυμάμαι, νέος, να περιμένω επί πολλή ώρα ένα κατάμεστο λεωφορείο. Απελπισία. Ιδίως τώρα που η Θεσσαλονίκη μεταμορφώνεται και υπάρχει αδιανόητος συνωστισμός, όχι τόσο εντός πόλης, αλλά απέξω, στη διαδρομή προσέγγισης στο άστυ, είτε έρχεσαι απ’ τ’ Ανατολικά είτε απ’ τα Δυτικά. Πιο πολύ ζορίζεσαι να μπεις στην πόλη, παρά να τη διασχίσεις.
Το μετρό που ξεκίνησε προ αμνημονεύτων, επί Σωτήρη Κούβελα, χρειάστηκε δεκαετίες για να πραγματωθεί, έστω στη στοιχειώδη του μορφή. Ο ΟΑΣΘ ήταν πάντα προβληματικός, τραμ δεν υπήρχαν, τα είχε ξηλώσει ο Καραμανλής το 1957 (στην Αθήνα το 1953) και δεν ξαναφτιάχτηκαν. Ο τόπος έπηξε ενδιάμεσα από ΙΧ, ιδίως τα τελευταία χρόνια που ακόμα κι ένας νεοφερμένος Αλβανός μπορούσε να αγοράσει μεταχειρισμένο με ένα χιλιάρικο και να μπει στην κυκλοφορία. Δημόσια πάρκινγκ, ελάχιστα. Ιδιωτικά, ελάχιστα και ακριβά, ενώ τώρα ζεματάνε και τα δημόσια λόγω ζήτησης – πληρώνεις, λες και θα παρκάρεις ελικόπτερο. Συνήθως καταφεύγεις πια στο ταξί, που είναι και η πιο ξέγνοιαστη, αντικαταθλιπτική λύση.
Και βέβαια ήταν απαραίτητος ο πρώτος περιφερειακός, το μετρό και τώρα το flyover – αλλά με το τελευταίο, όντως, προέκυψαν μεγάλα, δευτερογενή προβλήματα, οπότε μάλλον δικαίως διαμαρτύρεται πολύς κόσμος. Καταρχήν επιβλήθηκε απαγόρευση παρκαρίσματος σε όλες τις κεντρικές αρτηρίες και στην Τσιμισκή για να διευκολυνθεί η διέλευση, αλλά χωρίς όμως να έχει προβλεφθεί πάρκινγκ για εκατοντάδες χιλιάδες οχήματα. Δεν ξέρουν πού να αφήσουν οι οδηγοί τα οχήματά τους, έστω πληρώνοντας πανάκριβα, αφού και τα ιδιωτικά πάρκινγκ είναι γεμάτα από πολύ νωρίς. Στο κέντρο της πόλης είναι αδύνατον, πλέον, να κατεβείς με το αυτοκίνητο και να βρεις πού θα το αφήσεις – γυρίζεις σαν μαγεμένος γύρω γύρω επί καμιά ώρα και μετά γυρίζεις πίσω. Προσωπικά, το τελευταίο τρίμηνο κατεβαίνω σπάνια στο κέντρο και μόνο με ταξί που τελικά σου βγαίνει φτηνότερα και γλιτώνεις και τα ηρεμιστικά.
Λόγω αυτών, υποφέρουν στο κέντρο, πλέον, και τα μαγαζιά από οικονομική άποψη, αφού όσοι κατοικούν πέριξ του κυρίως άστεως αποθαρρύνονται να κατέβουν στο Καπάνι να ψωνίσουν σαφρίδια ή να πιουν έναν εσπρέσο σε μπαρ. Και ξέρουμε πως οφείλουμε να κάνουμε υπομονή μέχρι να τελειώσει το flyover και το μετρό, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να βρεθούν αμέσως κάποιες λογικές, δραστικές λύσεις για το παρκάρισμα των αυτοκινήτων, την κυκλοφορία και την ομαλή ζωή στο κέντρο της πόλης. Διότι αυτό που συμβαίνει τώρα είναι βασανιστικός παραλογισμός από κάθε άποψη. Το κυρίως πρόβλημα βέβαια με το κυκλοφοριακό στη Θεσσαλονίκη βρίσκεται στο ότι όλες οι λύσεις είναι καθυστερημένες, αναδρομικές, αποσπασματικές και παρηγορητικές. Μέχρι να πραγματωθεί ένα αργοπορημένο έργο έχει σχεδόν ήδη ξεπεραστεί απ’ τη δυναμική της ζωής. Η μόνη λύση είναι μια συνολική, στρατηγική, μακροπρόθεσμη, πολλαπλή, οξυδερκής αντιμετώπιση, με μεγάλα, συνδυασμένα έργα, πολλές ανισόπεδες και προοπτική πενήντα ετών. Αλλά μέχρι να αποφασιστεί κάτι ανάλογο, θα περιμένουμε, μάταια μάλλον, τον κύριο Γκοντό στη στάση.