Το ερώτημα έχει τεθεί πολλές φορές τα τελευταία χρόνια, όσο η ελληνική Κεντροαριστερά βίωνε αναταράξεις που δεν είχε δει σε όλη την προηγούμενη περίοδο της Μεταπολίτευσης: τι είναι πιο σημαντικό για να «σταθεί» ένας κομματικός μηχανισμός, για να διεκδικήσει κάποια στιγμή την εξουσία – η πολιτική που ακολουθεί ή ο ηγέτης που έχει στο τιμόνι;
Τι είναι αυτό που υπερισχύει τελικά, το κόμμα ή το πρόσωπο;
Επιτυχημένα παραδείγματα στην Ευρώπη υπάρχουν και για τα δύο: στη Γερμανία μετά τον Πόλεμο, το SPD είχε βαθιές προγραμματικές ρίζες και θέσεις, που άλλαζαν θεσμικά και μόνο ύστερα από απόφαση της βάσης, ακόμα και όταν δεν είχε στο τιμόνι χαρισματικές προσωπικότητες.
Αντίθετα, το πολυσυζητημένο γαλλικό Επινέ, που σήμανε την αρχή μιας χρυσής εποχής για τη γαλλική σοσιαλδημοκρατία, είχε ως βασικό σημείο αναφοράς τον πρώτο γραμματέα του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, όπως διαμορφώθηκε το 1971 – τον Φρανσουά Μιτεράν.
Στην Ελλάδα, πενήντα χρόνια πριν, ήταν τα πρόσωπα που επίσης έκαναν τη διαφορά: στη συλλογική συνείδηση, η στιγμή που η χούντα τελείωσε είναι η στιγμή που ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έκανε τα πρώτα του βήματα σε ελληνικό έδαφος, κατεβαίνοντας από το αεροπλάνο, ενώ η στιγμή της Αλλαγής, της εμπέδωσης της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, έρχεται σε ένα μπαλκόνι το 1981 – με πρωταγωνιστή τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, Ανδρέα Παπανδρέου.
Για μερικούς φταίει το μεσογειακό ταμπεραμέντο, που σε αντίθεση με την πιο βόρεια ευρωπαϊκή πολιτική σκέψη και συνήθεια θέλει την πολιτική της πασπαλισμένη με τη μυθολογία ενός Μεσσία.
Για άλλους θεωρητικούς το πρόσωπο έχει σημασία γιατί, ιδίως όταν λειτουργεί οραματικά, μπορεί να σπρώξει μια αβέβαιη κοινωνία σε αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που δείλιαζε να κάνει.
Και επειδή τα ελληνικά παραδείγματα προόδου διά του προσώπου είναι πολλά, στα καθ’ ημάς ήταν σχεδόν δεδομένο: ένα κόμμα από μόνο του αργά ή γρήγορα εξασθενεί, αν η ηγεσία του δεν λειτουργεί ως κινητήριος μοχλός, αν δεν είναι το πρόσωπο το σημείο που κάνει τη διαφορά.
Οταν τα πρόσωπα κάνουν τη διαφορά
Τα χρόνια των απανωτών κρίσεων έφεραν τις δικές τους αλλαγές: υπήρξαν πρόσωπα που από ιδιαιτέρως αγαπητά μετατράπηκαν, μέσα σε λίγους μήνες, σε αμφιλεγόμενες φιγούρες, γιατί εφάρμοσαν πολιτικές που δεν άρεσαν στα κοινωνικά στρώματα που τα ψήφισαν.
Υπήρξαν κόμματα που άντεξαν στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση παρά τους ηγέτες τους, οι οποίοι δεν κατάφεραν ποτέ να φτάσουν σε δημοφιλία τους προκατόχους τους.
Στην πραγματικότητα όμως, η εναλλαγή από τη συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ σε αυτήν των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και από εκεί στην επικράτηση της ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη μπορεί να διαμόρφωσε τον τόνο και τη φιλοσοφία του ηγέτη, αλλά όχι τη σημασία του προσώπου: δεν είναι λίγα τα στελέχη του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ ή του θεωρούμενου προοδευτικού Κέντρου που λένε πως δεν θα σκέφτονταν ποτέ να ενταχθούν ή να στηρίξουν ΝΔ αν στο τιμόνι της ήταν κάποιος άλλος.
Στο στρατόπεδο του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν ο Αλέξης Τσίπρας εκείνος που στις δημοσκοπήσεις έχανε σε καταλληλότητα από τον «Κανένα» – και όταν παραιτήθηκε, μετά τη διπλή ήττα του καλοκαιριού, η αναζήτηση για τον διάδοχό του κρίθηκε, μεταξύ άλλων, και στη φρεσκάδα του προσώπου του Στέφανου Κασσελάκη, ο οποίος θεωρήθηκε άφθαρτος κομματικά, εντός ενός μηχανισμού που είχε αποδοκιμαστεί πρόσφατα.
Στο ΠΑΣΟΚ, τα πρόσωπα έκαναν κι εκεί τη διαφορά: ο Νίκος Ανδρουλάκης κέρδισε την ηγεσία μετά τον θάνατο της Φώφης Γεννηματά υποσχόμενος ανανέωση του στελεχικού δυναμικού – και από την ανάδειξη νέων προσώπων «από τα σπλάχνα της Δημοκρατικής Παράταξης» προέκυψε και η μεγαλύτερη «πράσινη» νίκη της τελευταίας δεκαετίας, η εκλογή του Χάρη Δούκα στον Δήμο Αθηναίων.
Στο ΚΚΕ είναι η δημοφιλία του γενικού γραμματέα του, Δημήτρη Κουτσούμπα, που θεωρείται ότι αύξησε τα ποσοστά του και την απήχησή του στις νεαρότερες ηλικίες – και αυτό παρότι το κόμμα του δεν έχει αλλάξει καμία από τις βασικές του θέσεις εδώ και δεκαετίες, με μερικές, όπως η αρνητική στάση στον νόμο για τα ομόφυλα ζευγάρια, να βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τη στάση του σημερινού του ακροατηρίου.
Η Ζωή Κωνσταντοπούλου και ο Κυριάκος Βελόπουλος, παρότι διαφορετικοί πολιτικά, κρατούν μόνοι τους δύο ξεχωριστούς κομματικούς μηχανισμούς που από μόνοι τους δεν θα υπήρχαν.
Η εξαίρεση στον ελληνικό κανόνα
Οποιο παράδειγμα κι αν πάρει κανείς (της κυβέρνησης, της νεότερης ή της παλαιότερης αντιπολίτευσης), η επαναφορά στη σημασία του προσώπου για έναν πολιτικό χώρο είναι ολική στην κοινωνική συνείδηση.
Ακόμα κι αν το πρόσωπο δεν είναι ένα, αλλά πολλά, όπως συνέβη στην περίπτωση της διάσπασης του ΣΥΡΙΖΑ. Θα μπορούσε να πει κανείς πως η Νέα Αριστερά είναι η εξαίρεση όσον αφορά τη σημασία των προσώπων, γιατί παρουσιάζει μια μορφή συλλογικότερης ηγεσίας υπό τον Αλέξη Χαρίτση.
Ομως και στη δική της περίπτωση, η αξία των προσώπων είναι αυτή που κυριάρχησε. Για πρώτη φορά σε αριστερό κόμμα στην Ελλάδα, η συλλογική διαδικασία ίδρυσης ενός σχηματισμού προέκυψε μετά και όχι πριν από τον σχηματισμό μιας κοινοβουλευτικής ομάδας – ένα από τα μεγαλύτερα ατού του νεότευκτου μηχανισμού άλλωστε είναι το γεγονός ότι απαριθμεί, εντός Βουλής, μια σειρά πρώην υπουργών με σχετικά πρόσφατη κυβερνητική εμπειρία –ενώ ένας εξ αυτών ηγείται και του όλου εγχειρήματος.
Κάθε άλλη προσπάθεια, όπως αυτή στον χώρο του πολιτικού κέντρου με τους «Δημοκράτες» του Ανδρέα Λοβέρδου που θα διεκδικήσουν την είσοδό τους στην Ευρωβουλή, αλλά και μικρότερων σχημάτων στα δεξιά της Δεξιάς, όπως του Κωνσταντίνου Μπογδάνου, του Φαήλου Κρανιδιώτη ή της Αφροδίτης Λατινοπούλου, ήταν εντελώς προσωποπαγή – σε βαθμό που η δομή μπορούσε να αλλάξει, αλλά το πρόσωπο έπρεπε να μένει πάντα παρόν και ως εκ τούτου οποιαδήποτε συνεργασία ήταν θνησιγενής.
Η δυναμική του κόμματος και του ηγέτη
Παρά τη σημασία των προσώπων, στο νέο σύστημα που διαμορφώθηκε μετά τη διπλή εθνική κάλπη του καλοκαιριού ο Πρωθυπουργός βρίσκεται αρχικά αντιμέτωπος με τον «Κανένα»: αυτός είναι που έρχεται δεύτερος στον δείκτη καταλληλότητας, ενώ ο Στέφανος Κασσελάκης και ο Νίκος Ανδρουλάκης ακολουθούν με σαφώς μικρότερα ποσοστά.
Το συγκεκριμένο ερώτημα αντικατοπτρίζει και την κατάσταση που αποτυπώνει η πρόθεση ψήφου, δεδομένο που αποδεικνύει πόσο συνυφασμένη είναι η δυναμική του κόμματος με αυτήν του προσώπου.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ, το βασικό προβληματικό σημείο είναι το επίπεδο τοξικότητας που παράγεται από την αξιωματική αντιπολίτευση – μια τοξικότητα που κυριαρχεί ακόμα κι αν ο Κασσελάκης θεωρείται το «δυνατό χαρτί» λόγω του τρόπου αντιμετώπισής του από ένα συγκεκριμένο κομματικό ακροατήριο.
Για το ΠΑΣΟΚ, τα χρόνια απουσίας από μια θέση εξουσίας και ευθύνης θεωρείται ότι δημιουργούν αμφιβολία για την κυβερνησιμότητα τόσο των στελεχών όσο και του προγράμματός του – σε αυτό επιδιώκει να επικεντρωθεί το ερχόμενο διάστημα, πριν αλλά και μετά τις ευρωεκλογές, η Χαριλάου Τρικούπη με τη μορφή αντιπροτάσεων στις κυβερνητικές πρωτοβουλίες.
Η αριθμητική του ενάμισι κόμματος, με έναν ισχυρό κεντροδεξιό πόλο και χωρίς (ως τώρα) έναν ξεκάθαρο προοδευτικό αντίπαλο, δημιουργεί ερωτήματα και για το πρόσωπο που θα ηγηθεί – με δεδομένο για όλους τους εμπλεκομένους πως ο αρχηγός του κόμματος που θα επικρατήσει στην αναμέτρηση για τη δεύτερη θέση θα έχει και τον πρώτο λόγο για τον τρόπο και τους όρους ανασύνθεσης του ευρύτερου χώρου.
Αν επικεντρωθούμε στην Ελλάδα και στα όσα συνέβησαν στα τελευταία πενήντα χρόνια της πολιτικής ζωής της, τα πρόσωπα κερδίζουν τα κόμματα και τις δομές τους, γιατί είναι αυτά που στο τέλος κάνουν την ειδοποιό διαφορά.
Αν το ζήτημα είναι απλώς να κρατηθούν στη ζωή, οι κομματικοί μηχανισμοί με βαθιές ρίζες μπορούν να το κάνουν και μόνοι τους – ανεξαρτήτως αλλαγών στην κομματική πυραμίδα.
Το βήμα παραπέρα έρχεται όταν ο κατάλληλος άνθρωπος τοποθετηθεί στο τιμόνι ενός μηχανισμού που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, «κουμπώνει» με την πολιτική που φιλοδοξεί να ακολουθήσει. Η συνταγή έτσι πετυχαίνει – και έτσι αποφεύγονται και οι εσωτερικές τρικλοποδιές.