Επί τουρκικού εδάφους ξεκινά τη Δευτέρα ο δεύτερος γύρος διαβουλεύσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, με το ταξίδι της υφυπουργού Εξωτερικών πρέσβεως Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου στην Αγκυρα για τη συνέχιση του Πολιτικού Διαλόγου με τον τούρκο ομόλογό της, πρέσβη Μπουράκ Ακτσαπάρ, μετά την πρώτη συνάντηση που είχαν τον Οκτώβριο στην Αθήνα, όπου συζητήθηκαν σε καλό κλίμα διεθνή και περιφερειακά θέματα και οι διμερείς σχέσεις των δύο χωρών.
Είχε προηγηθεί η συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στο περιθώριο συνόδου του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους τον Ιούλιο, όπου επιβεβαιώθηκε η βούληση και των δύο πλευρών να διατηρήσουν ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας και να υλοποιήσουν έναν οδικό χάρτη διμερών επαφών. Η νέα διαδρομή εξετάστηκε στη συνάντηση Γεραπετρίτη – Φιντάν τον Σεπτέμβριο στην Αγκυρα και πήρε σάρκα και οστά τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο, μέσα από τις συναντήσεις σε επίπεδο υφυπουργών Εξωτερικών με την 5η συνάντηση Θετικής Ατζέντας, με τον Πολιτικό Διάλογο στην Αθήνα και με τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης.
Επιστέγασμα όλων των παραπάνω ήταν η υπογραφή της Διακήρυξης των Αθηνών περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας την 7η Δεκεμβρίου. Επί του συγκεκριμένου κειμένου αποτυπώθηκε και η συμφωνία των δύο κρατών για συμμετοχή σε εποικοδομητικές διαβουλεύσεις στη βάση τριών πυλώνων: του Πολιτικού Διαλόγου, που αφορά σε θέματα αμοιβαίου συμφέροντος και σε διερευνητικές / διαβουλευτικές συνομιλίες, της Θετικής Ατζέντας, μιας διαδικασίας δυναμικής που περιλαμβάνει μέτρα κοινού ενδιαφέροντος σε τομείς επιχειρηματικότητας – οικονομίας, τουρισμού, μεταφορών, ενέργειας κ.ά. και του πυλώνα των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης που αφορά σε πολιτικοστρατιωτικά μέτρα που μπορούν να συμβάλλουν στην εξάλειψη αδικαιολόγητων πηγών έντασης.
Τι αναμένεται να συζητηθεί τη Δευτέρα στην Αγκυρα; Σε μια συνάντηση, μάλιστα, που πραγματοποιείται τρεις μέρες μετά το τετ α τετ Μπλίνκεν – Φιντάν στην Ουάσιγκτον, το οποίο η ελληνική διπλωματία σίγουρα παρακολούθησε με μεγάλο ενδιαφέρον. Αρχικά, δεν αποκλείεται να τεθούν επί τάπητος τα βήματα που σημειώθηκαν τον Δεκέμβριο στην Αθήνα. Ενα ακόμη θέμα που ενδιαφέρει και τις δύο πλευρές, για ευνόητους λόγους, είναι η Πολιτική Προστασία και είναι κάτι που αναμένεται να πέσει στο τραπέζι των διαβουλεύσεων όπως και το Μεταναστευτικό. Αυτό που δεν έχει συζητηθεί στην έως τώρα προσέγγιση σε επίπεδο υφυπουργών –και δεν αναμένεται να συζητηθεί ούτε την προσεχή Δευτέρα στην Αγκυρα– είναι η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο.
Θετικό βήμα. Για την ελληνική πλευρά, η πραγματοποίηση της ίδιας της διαδικασίας του Πολιτικού Διαλόγου σίγουρα κρίνεται ως ένα βήμα θετικό, καθώς επιβεβαιώνει το καλό κλίμα μεταξύ των δύο χωρών. Επιπλέον, η συνάντηση Παπαδοπούλου – Ακτσαπάρ στις 11 Μαρτίου θα μπορούσε να είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να διερευνήσει η Αθήνα κατά πόσο η πρόσφατη αναζωπύρωση της έντασης στο Αιγαίο έχει βάθος και προοπτική ή αν απλώς απευθύνεται στο εσωτερικό ακροατήριο της Τουρκίας και έχει χρόνο ζωής πιθανότατα μέχρι τις δημοτικές εκλογές στα τέλη Μαρτίου. Αυτό που σε γενικές γραμμές επισημαίνουν, πάντως, διπλωματικές πηγές είναι πως οι προσδοκίες κρατιούνται προσώρας χαμηλά και ότι βασική επιδίωξη της Ελλάδας σε αυτήν την πρώτη επαφή πρέπει να είναι η επιβεβαίωση του καλού κλίματος καθώς, όσο η Τουρκία βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο, το καλό κλίμα δεν είναι κάτι το αυτονόητο.
Επόμενα ορόσημα στο χρονοδιάγραμμα του οδικού χάρτη διαβουλεύσεων μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας, η 15η Απριλίου, ημερομηνία κατά την οποία ο υφυπουργός Εξωτερικών, Κώστας Φραγκογιάννης, αναμένεται να ταξιδέψει στην Κωνσταντινούπολη όπου θα συναντηθεί με τον Μπουράκ Ακτσαπάρ για την 6η Θετική Ατζέντα, και η 22α Απριλίου, ημέρα που θα γίνει τελικά η β΄φάση διαβουλεύσεων στην Αθήνα για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης μεταξύ Ακτσαπάρ και πρέσβεως Λαλάκου. Με την ολοκλήρωση και αυτού του γύρου διαβουλεύσεων στη βάση των τριών πυλώνων, και εφόσον έχουν όλα κυλήσει ομαλά, ύστερα και από την επίσκεψη Μητσοτάκη στην Αγκυρα τον Μάιο, η ελληνική πλευρά θα είναι πλέον σε θέση να διακρίνει αν σε αυτή τη συγκυρία εντοπίζεται κοινό έδαφος για την επίλυση της μίας και μοναδικής διαφοράς που αναγνωρίζεται από την Ελλάδα και είναι η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ.