Τελικά, στο Διαδίκτυο, αλλά όχι μόνο, εξελίσσεται σε μεγάλη μάχη η διαφωνία για τη φετινή ελληνική συμμετοχή στον διαγωνισμό της Γιουροβίζιον. Είναι μια μάχη που συμπυκνώνει, κάπως αυθαίρετα είναι η αλήθεια, διάφορες γνώμες για τον τρόπο με τον οποίο έχει φτάσει και στην κοινωνία μας η συζήτηση για την πολιτική ορθότητα, την κουλτούρα της απόρριψης (cancel culture), τα woke κινήματα (ας τα πούμε κινήματα αφύπνισης) και, γενικώς, για την εξέλιξη των πολιτικών της ταυτότητας που τα τελευταία χρόνια έχουν μεγάλη διάδοση στον δυτικό κόσμο και τροφοδοτούν πολιτισμικούς πολέμους.
Η ΕΡΤ, η κρατική τηλεόραση, φέτος στέλνει στον διαγωνισμό της Γιουροβίζιον μια υποψηφιότητα ενδιαφέρουσα. Η Μαρίνα Σάττι, μια τραγουδίστρια που ασχολείται με έθνικ ιδιώματα, που βασίζεται δηλαδή σε παραδοσιακούς ρυθμούς τους οποίους μετασχηματίζει σε σύγχρονο ηλεκτρικό ήχο, εκπροσωπεί την Ελλάδα με ένα ρυθμικό τραγούδι που διηγείται αφαιρετικά μια ερωτική ιστορία όπου μια σχέση παίζεται στα ζάρια – και συνοδεύεται από ένα βιντεοκλίπ με θραύσματα της τουριστικής Αθήνας, στο αεροδρόμιο, στο κέντρο, στην Ακρόπολη, στον φολκλορισμό, στα κλισέ του τουρισμού, στο Σύνταγμα, σε ένα ταξί…
Είναι ένα τραγούδι κατά βάση τσιφτετέλι. Μπερδεύει βέβαια διάφορους ρυθμούς, χρησιμοποιεί ιδιώματα ραπ, χάρη στις φωνητικές της δυνατότητες η τραγουδίστρια στην κυριολεξία παίρνει ψηλά τον αμανέ, και γενικώς φτιάχνεται ένα εύπεπτο ηχητικό μοτίβο, ένα τα-τα-τα-τα-τα, για να απομνημονεύεται εύκολα (επειδή τα ελληνικά είναι δύσκολα στο διεθνές κοινό), χρησιμοποιείται και ένας μελοδραματικός κόντρα ρυθμός για να σπάσει τη μονοτονία με στόχο ένα απροσδόκητο ελληνικό-ελληνοπρεπές event που θα αγαπηθεί – τα τραγούδια της Γιουροβίζιον είναι, κυρίως, events. Το συνοδευτικό βιντεοκλίπ αν το παρατηρήσει κανείς είναι ιδιαίτερα συνεκτικό: στην κόψη του φολκλορισμού, παρακολουθεί με τρυφερότητα τους ξένους στην Αθήνα, μια κουλ πρωτεύουσα, άσχημη και όμορφη ταυτόχρονα, χωρίς πολλές κοινωνικές δηθενιές. Το βιντεοκλίπ από μόνο του εξηγεί γιατί αγαπάνε οι τουρίστες την πρωτεύουσα: επειδή αισθάνονται άνετα και ελεύθερα.
Υπάρχει αισθητική συγκίνηση; Ναι, υπάρχει. Η ερωτική ιστορία που αφαιρετικά εξιστορείται είναι γλυκόπικρη κι ανάλαφρη. Κι η Αθήνα του βιντεοκλίπ είναι η πραγματική Αθήνα. Δεν τη βλέπουμε επειδή την προσπερνάμε τρέχοντας για τις καθημερινές υποθέσεις μας, αλλά αυτή η θραυσματικότητα είναι η ομορφιά της και η αλήθεια της.
Ε, αυτή η απλή στη λογική της συμμετοχή επέτρεψε σε διάφορα στρατόπεδα να σφάζονται – σε ξένο αχυρώνα. Ψάχνοντας βάθη και προεκτάσεις που δεν υπάρχουν στην ελληνική συμμετοχή σε έναν ποπ μουσικό διαγωνισμό που κυρίως διεκδικεί την εντύπωση. Διαβάζω διάφορα αυθαίρετα λογύδρια από τη διανόηση του προοδευτισμού περί υβριδικών ταυτοτήτων, περί νομάδων και άλλες ακατανόητες μπούρδες. Από την άλλη διαβάζω εξίσου αυθαίρετους λιβέλους κατά δήθεν μιας woke σιχαμάρας, ενός διεθνιστικού κιτς και μιας παραποίησης ταυτότητας επειδή, λέει, το τραγούδι είναι ινδοπρεπές και δεν αντλεί από την ελληνική παράδοση – λες και αντλούσαν από την ελληνική παράδοση οι Ζιγκουάλες, οι Μαντουμπάλες και η «Καρδιά μου η καημένη που πώς βαστάει και δε ραγίζει», ο Αραψ του Ζαμπέτα. Η Ελλάδα θα σφαχτεί επειδή στα διάφορα στρατόπεδα οι μεν δεν καταλαβαίνουν τους δε.
Καλώ τα διάφορα στρατόπεδα να ησυχάσουν. Το τραγούδι της ελληνικής συμμετοχής είναι αμιγές τσιφτετέλι. Εξυπνο, δουλεμένο, συγκινητικό – αλλά πάντως τσιφτετέλι. Η μονοειδής ταυτότητα του λαού μας είναι αυτό: τσιφτετέλι. Και τη δεκαετία του 1950 το τσιφτετέλι κυριαρχούσε. Και το χοντρό μπιζέλι κι αυτό τσιφτετέλι. Και σήμερα, δεν έχει κάτι αλλάξει, τσιφτετέλι.