«Μπαμ! Μπαμ! Χρειάζομαι περισσότερους νεκρούς!» «Μπαμ! Μπαμ! Πάρε!»
Οι φωνές είναι γλυκές, όπως είναι όλες οι παιδικές. Τα αγοράκια, 6-7 χρονών, κρατούν σφιχτά τα τάμπλετ τους, κοιτούν τις φωτεινές τους οθόνες και με τα στρογγυλά δαχτυλάκια τους (ένας απ’ αυτούς κάνει ακόμα το βράδυ, κρυφά, πιπίλα) πατούν με ενθουσιασμό ό,τι πρέπει να πατήσουν για να κερδίσουν στο παιχνίδι που παίζουν: να σκοτώσουν δηλαδή άλλη μια φωσφορίζουσα αληθοφανή κινούμενη φιγούρα, τον αντίπαλο που πρέπει να εξολοθρευθεί προτού τους εξολοθρεύσει. Ενας πατέρας καθισμένος παραδίπλα αναστενάζει απολογητικά «Δυστυχώς αυτά είναι τα καινούργια παιχνίδια…», κι εμείς οι υπόλοιποι ενήλικες χαμογελάμε αμήχανα.
Εχουν περάσει 25 χρόνια από «το Κολουμπάιν» – έτσι έμεινε να ονομάζεται αυτό που έγινε τον Απρίλιο του 1999 στο λύκειο Κολουμπάιν του Κολοράντο, όταν δύο τελειόφοιτοι σκότωσαν 12 συμμαθητές τους και έναν δάσκαλο και τραυμάτισαν άλλους 21. Από τότε δεκάδες παρόμοιες σφαγές επαναλαμβάνονται κάθε χρόνο (με την Αμερική πρωταθλήτρια) και τα περιστατικά «νεανικής βίας» υπερπολλαπλασιάζονται. Πολλά ειπώθηκαν για το τι φταίει: η φτώχεια, η σχολική αποτυχία, οι κλίκες και το bullying, η κοινωνική απομόνωση, η έλλειψη μόρφωσης, το Διαδίκτυο· για την Ελλάδα έχουν ειπωθεί και η κρίση αξιών, η προβολή μόνο καταναλωτικών προτύπων, η ανάγκη «για συγκινήσεις», ακόμα και η απαξίωση του πολιτικού συστήματος· για τα κορίτσια που συμμετέχουν όλο και πιο πολύ και όλο πιο ενεργά στο γαϊτανάκι της βίας, στα παραπάνω προστίθεται η ανάγκη για δική τους δύναμη και «ισότητα»· και βέβαια ζούμε σε έναν κόσμο που, αν δεν γίνεται περισσότερο βίαιος απ’ όσο ήταν παλιά, τώρα προβάλλει τη βία του ωμά, πανηγυρικά, επιτακτικά.
Οι καθημερινές σκηνές στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων εισρέουν μέσα από τους παιδικούς πόρους σαν το δάγκωμα του ποντικιού: μαζί με τον πόνο, υπάρχει κι αναισθητικό. Οι ψυχολόγοι επιβεβαιώνουν ότι ο αντίκτυπος των φρικαλεοτήτων που παρουσιάζουν τα ΜΜΕ πάνω στα παιδιά είναι σταδιακός κι ανεπαίσθητος. Κι ανεξίτηλος.
Η βία ήταν πάντοτε λίγο παιχνίδι: «παίζαμε ξύλο.» Το θύμα θα αλλάζει (ο μικρότερος αδελφός που κάνει πάντα τον Ινδιάνο, το χοντρό κορίτσι, το αγόρι που δεν παίζει μπάλα, ο ξένος με τη διαφορετική επιδερμίδα), αλλά πάντα θα βρίσκεται. Και η αίσθηση είναι ίδια: η αδρεναλίνη της επιβίωσης, επικράτησης, επιβεβαίωσης, αντίδρασης, νίκης. Ομως τώρα η βία τελειοποιήθηκε ως θέαμα. Τώρα είναι μέρος μιας ιεροτελεστίας, και μια γενιά μεγάλωσε χωρίς να διαχωρίζει ξεκάθαρα το αληθινό από το ψεύτικο. Από το τάμπλετ ως την αυλή του σχολείου, την πλατεία και τους δρόμους, η διαφορά θόλωσε. Μόνο πραγματικό είναι αυτό που καταγράφεται: εκπαιδευτικοί, γονείς, αυτόπτες μάρτυρες, περιγράφουν το ίδιο πρωτόκολλο: σχηματίζεται ένας κύκλος στο κέντρο του οποίου κάποιος δέρνει κάποιον άλλο, κι ολόγυρα οι θεατές ενθαρρύνουν κι επευφημούν με προτεταμένα τα κινητά τους, που καταγράφουν και μετά «ανεβάζουν». Οπως και με κάθε τι άλλο πια, για να το ζήσεις (για να ακούσεις τον πόνο και τις κραυγές απόγνωσης κι απελπισίας και να μυρίσεις το αίμα) πρέπει να το δεις εσύ και οι φόλοουέρ σου μέσα από τις οθόνες σας. Ο,τι υπάρχει, υπάρχει πραγματικά μόνο αν «ανέβηκε».
Κι εμείς οι μεγάλοι που παρακολουθούμε φρίττοντας; Ω, μα κι εμείς παγιδευμένοι είμαστε σ’ έναν ιστό όπου το πραγματικό και το ψεύτικο αλληλομπλέκονται, αφού κι εμείς δεν μπορούμε να δούμε την αλήθεια. Αυτοί οι μαθητές και μαθήτριες (τόσο των δημόσιων ΕΠΑΛ όσο και των ιδιωτικών λυκείων), αυτοί οι ενθουσιασμένοι οπαδοί ποδοσφαιρικών ομάδων και αυτά τα γελαστά παιδιά που κόβουν βόλτες στις πλατείες ψάχνοντας το επόμενό τους θύμα, παιδιά μας είναι. Αρα, αποκλείεται να είναι εγκληματίες. Παίζουν μωρέ, παίζουν. Ε, εντάξει, κάποιες φορές λίγο άγαρμπα. Τα δυο αγοράκια σκυμμένα πάνω στα τάμπλετ τους θα μεγαλώσουν. Μεγάλωσαν, ήδη.