Δεν είναι ακριβώς πανηγυράκι το φεστιβάλ της Eurovision. ‘Η δεν είναι μόνο πανηγυράκι. Πριν από δύο χρόνια, ας πούμε, κέρδισε το τρόπαιο η ουκρανική μπάντα Kalush Orchestra με το τραγούδι «Stefania», που γράφτηκε πριν από τη ρωσική εισβολή αλλά εξελίχθηκε σε έναν άτυπο εθνικό ύμνο: το βιντεοκλίπ που το συνοδεύει δεν είναι ακριβώς ψυχαγωγικό, δείχνει πόλεις να βομβαρδίζονται, άρματα μάχης να φλέγονται, ανθρώπους να πεθαίνουν, οικογένειες να χωρίζονται. Στη συνέχεια, οι νικητές πούλησαν σε δημοπρασία στο Facebook το κρυστάλλινο μικρόφωνο που κέρδισαν και διέθεσαν τα έσοδα στις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις για να αγοραστούν drones.
Ενα άλλο παράδειγμα της πολιτικής διάστασης της Eurovision είναι η αντιπαράθεση που έχει ξεσπάσει φέτος τόσο για τα λόγια του τραγουδιού με το οποίο συμμετέχει το Ισραήλ (που στην αρχική του εκδοχή φαινόταν να αναφέρεται στην τρομοκρατική επίθεση της 7ης Οκτωβρίου) όσο και για την ίδια τη συμμετοχή της χώρας αυτής (με το επιχείρημα ότι ευθύνεται για τον θάνατο δεκάδων χιλιάδων αμάχων).
Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αναλύεται εξονυχιστικά για κρυμμένα νοήματα κάθε τραγούδι που ακούγεται στον διαγωνισμό. Πολλές χώρες επιλέγουν απλώς να θέσουν υποψηφιότητα με κάτι εύπεπτο, κάτι που δεν είναι αναγκαστικά κακό. Πολλοί τραγουδιστές επίσης κάνουν πλάκα, κάτι που μπορεί να είναι λυτρωτικό. Η Μαρίνα Σάττι κάνει κάτι απ’ όλα. Παρουσιάζει, σατιρίζοντάς το, το ελληνικό κιτς που λανσάρουμε συχνά ως τουριστικό προϊόν. Κοροϊδεύει, άθελά της φυσικά, τις ποσοστώσεις του υπουργείου Πολιτισμού για το «ελληνόφωνο τραγούδι». Απαντά, με χορευτικό τρόπο, στο θρυλικό ερώτημα του Ιωάννη Πολέμη για το τι είναι η πατρίδα μας: και Βαλκάνια και Μπόλιγουντ και τσιφτετέλια και ήλιος και έρωτας και αυταπάτες και μοναξιά κι έξω καρδιά. Περνάει καλά η Σάττι, και το δείχνει.
Κι εγώ περνάω καλά όταν ακούω το «Ζάρι» – αλλά αυτό φυσικά δεν ενδιαφέρει κανέναν. Αλλοι το βρίσκουν άθλιο, και φυσικά είναι δικαίωμά τους, περί ορέξεως κολοκυθόπιτα. Το ενδιαφέρον στοιχείο εδώ είναι το θόλωμα των διαχωριστικών γραμμών. Αν και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το τραγούδι αφορά κυρίως τη νεολαία, γοητεύει και πολλούς που έχουν πατήσει προ πολλού τα –ήντα. Μολονότι επίσης θα περίμενε κανείς μια απαξιωτική, ή έστω συγκαταβατική, στάση από την πνευματική ελίτ, διακρίνει ένα ενδιαφέρον, μια περιέργεια, ένα ευχάριστο ξάφνιασμα. Με άλλα λόγια, η ούτως ή άλλως ταλαντούχα καλλιτέχνις έχει ήδη πετύχει, αν όχι να κατακτήσει την Ευρώπη, πάντως να γεφυρώσει τάξεις και γενιές.
Κάτι ακόμα. Οταν με αφορμή τα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας βγαίνει στην επιφάνεια το αποκρουστικό πρόσωπο της Ελλάδας (με τις ακρότητες της Εκκλησίας, την επίθεση του όχλου εναντίον δύο νεαρών τρανς στη Θεσσαλονίκη, το κάψιμο του ομοιώματος του Κασσελάκη στην Κέρκυρα), έχεις την ανάγκη να ξορκίσεις το κακό με κάτι φρέσκο και δροσερό. Για να ξεχαστείς, όχι για να ξεχάσεις.