Λίγες εβδομάδες πριν από την 50ή επέτειο της Επανάστασης των Γαριφάλων – που ανέτρεψε τη δικτατορία του Σαλαζάρ – οι Πορτογάλοι προσήλθαν χθες στις κάλπες, αντιμετωπίζοντας την επιλογή μεταξύ της μετάβασης σε μια κεντροδεξιά κυβέρνηση ή της διατήρησης της Κεντροαριστεράς στην εξουσία, αν και καμία από τις δύο παρατάξεις δεν φαίνεται να βρίσκει τον δρόμο προς την απόλυτη πλειοψηφία. Το πιο πιθανό είναι ότι η ακροδεξιά, με την μεγάλη ενίσχυσή της, θα καθορίσει την επόμενη κυβέρνηση.

H κεντροδεξιά Δημοκρατική Συμμαχία – μια εκλογική πλατφόρμα που αποτελείται από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και δύο μικρότερα συντηρητικά κόμματα -προηγείται συγκεντρώνοντας περίπου 33% των ψήφων, με δεύτερους τους κυβερνώντες σήμερα Σοσιαλιστές οι οποίοι συγκεντρώνουν 29%.  Το ακροδεξιό κόμμα Chega (Αρκετά) επιβεβαιώνει τις δημοσκοπήσεις που το έδειχναν να ενισχύει σταθερά την επιρροή του και είναι σε θέση να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στις μετεκλογικές συνομιλίες – το ποσοστό του έφθασε το 19%, σχεδόν τριπλασιάζοντας τις ψήφους που είχε πάρει μόλις πριν δύο χρόνια.

Τα ζητήματα που κυριάρχησαν στην προεκλογική εκστρατεία στη φτωχότερη χώρα της Δυτικής Ευρώπης περιελάμβαναν μια οξύτατη στεγαστική κρίση, χαμηλούς μισθούς, χαλάρωση της υγειονομικής περίθαλψης και διαφθορά – που από πολλούς θεωρούνται ενδημικά των κυρίαρχων κομμάτων.

Οι χθεσινές πρόωρες εκλογές πυροδοτήθηκαν από την κατάρρευση της κυβέρνησης του σοσιαλιστή Αντόνιο Κόστα, ο οποίος παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία τον Νοέμβριο εν μέσω έρευνας για εικαζόμενες παρανομίες στον χειρισμό μεγάλων πράσινων επενδυτικών σχεδίων από την κυβέρνησή του. Ο Κόστα – ο οποίος ήταν στην εξουσία από το 2015 και κέρδισε την απόλυτη πλειοψηφία στις γενικές εκλογές του 2022 – δεν έχει κατηγορηθεί για κανένα έγκλημα. Είπε ότι αισθάνθηκε πως δεν είχε άλλη επιλογή από το να παραιτηθεί επειδή «τα καθήκοντα του πρωθυπουργού δεν συνάδουν με καμία υποψία για την ακεραιότητά μου».

Διαπραγματεύσεις

Ο κεντροδεξιός συνασπισμός μπορεί να προηγείται, όμως δύσκολα θα μπορέσει να σχηματίσει κυβέρνηση χωρίς την υποστήριξη του ακροδεξιού Chega.

O επικεφαλής των σοσιαλδημοκρατών Λουίς Μοντενέγκρο έχει μέχρι στιγμής αποκλείσει οποιαδήποτε συμφωνία με τους ακροδεξιούς και τον αρχηγό τους Αντρέ Βεντούρα, που επιθυμεί κυβερνητικό ρόλο.

Χαρακτήρισε μάλιστα «συχνά ξενοφοβικές, ρατσιστικές, λαϊκιστικές και υπερβολικά δημαγωγικές» τις απόψεις του Βεντούρα, όμως αναλυτές θεωρούν ότι είναι πιθανό να δεχθεί σημαντική πίεση από το κόμμα του εάν χρειαστεί η βοήθεια των ακροδεξιών για να επιστρέψει στην εξουσία. Σίγουρα τώρα θα ξεκινήσουν σκληρές διαπραγματεύσεις.

Το Chega με σημαία του την αντιμετώπιση της διαφθοράς και τις επικρίσεις για την «υπερβολική» μετανάστευση είχε πάρει 7% στις εκλογές του 2022 – κατάφερε μέσα σε δύο χρόνια μια τεράστια αύξηση. Το κόμμα δημιουργήθηκε μόλις πριν από πέντε χρόνια από τον Βεντούρα, πρώην τηλεοπτικό σχολιαστή ποδοσφαίρου που κάποτε ήταν ανερχόμενο αστέρι στο συντηρητικό κόμμα των Σοσιαλδημοκρατών.

Την Παρασκευή, ο συντηρητικός πρόεδρος Μαρσέλο Ρεμπέλο ντε Σόουσα δήλωσε στην εφημερίδα «Expresso» πως θα κάνει ό,τι μπορεί για να αποτρέψει το Chega από το να αποκτήσει την εξουσία, προκαλώντας επικρίσεις καθώς ο αρχηγός του κράτους έχει εντολή να παραμείνει ουδέτερος.

Ο πολιτικός επιστήμονας Αντόνιο Κόστα Πίντο του Πανεπιστημίου της Λισαβόνας θεωρεί ότι η Πορτογαλία «έχει εισέλθει στη δυναμική πολλών ευρωπαϊκών δημοκρατιών», στις οποίες η Κεντροδεξιά αμφισβητείται με την εδραίωση στην τρίτη θέση ενός ακραίου λαϊκιστικού κόμματος στα δεξιά της. Μια πιθανή κυβέρνηση μειοψηφίας της Κεντροδεξιάς, ακόμη και υποστηριζόμενη από τη μικρότερη κεντροδεξιά Φιλελεύθερη Πρωτοβουλία, πιθανότατα θα χρειαζόταν ψήφους από το Chega για να περάσει νομοθεσία, καθιστώντας την σχετικά εύθραυστη καθώς το ακροδεξιό κόμμα θα μπορούσε να την ανατρέψει ανά πάσα στιγμή.