Δεν μπορεί να ξέρει κανείς αν πρόκειται για μια πραγματική αλλαγή, ή για κάτι που πραγματοποιήθηκε τόσο σταδιακά ώστε να συνιστά μια αναπόφευκτη μετάβαση. Και αν δεν είναι πολλοί, σίγουρα θα είναι αρκετοί που, παρατηρώντας και μελετώντας τα πολιτικά πράγματα των τελευταίων δεκαετιών, ή ίσως και ενός πολύ πρόσφατου παρελθόντος που προεκτείνεται ως το ασυμμάζευτο και δύσκολα χειραγωγήσιμο παρόν μας, θα αισθάνονται κατάπληκτοι – όσο και αν δεν θα το ομολογούν ούτε στον ίδιο τους τον εαυτό – με μια εξέλιξη απρόβλεπτη και, κατά βάθος, ελάχιστα επιθυμητή ή παρήγορη.
Τη σταδιακή υποχώρηση ενός «ρομαντισμού» που ήθελε τα πολιτικά κόμματα όσο και τους οπαδούς τους να υπάρχουν, να αγωνίζονται και να ελπίζουν, χωρίς να αποβλέπουν σε μια, πάση θυσία, κατάκτηση έστω και μιας περιορισμένης μορφής εξουσίας. Να μην αισθάνονται, κυρίως τα κόμματα, υποχρεωμένα να λογοδοτούν, αν η εξουσία συνιστούσε για λογαριασμό τους κάτι το απρόσιτο, αφού τους επιτρεπόταν, λόγω ακριβώς αυτής της απόστασης, να προφέρουν έναν λόγο καίριο, απροκατάληπτο και αιχμηρό, δίχως τις παρωπίδες σώνει και καλά μιας «αποκαλυπτικότητας», διαβλητής ακριβώς γιατί υποτασσόταν σε συγκεκριμένες σκοπιμότητες.
Θα άξιζε μια έρευνα αν είναι τελικά τα κόμματα που μετέρχονται ως δέλεαρ την κατάκτηση μιας ολοένα και περισσότερο ισχυρής μορφής εξουσίας προκειμένου να αυξήσουν την εκλογική τους πελατεία, ή είναι οι ίδιοι οπαδοί ενός κόμματος που δίχως την προοπτική μιας ισχυρής μερίδας στην πίτα της εξουσίας δεν τους συγκινεί ώστε να τους προσελκύσει ως ψηφοφόρους του. Σε οποιαδήποτε περίπτωση η ζημιά είναι ανυπολόγιστη, αφού μεταβάλλει αρχές, αξίες και ιδεολογίες, σε κάτι προσχηματικό, αλλά κυρίως συνδυάζεται με την απώλεια ενός αισθήματος αποφασιστικού για την όσο γίνεται υγιέστερη συγκρότηση μιας κοινωνίας: του αισθήματος πως ακόμη και αν έχει χάσει κανείς, μπορεί να εκφράζει με ακόμη μεγαλύτερη πειθώ έναν κόσμο που, αν και πολιτικά αναπόδεικτος, ηθικά όχι μόνον υφίσταται αλλά κυριαρχεί ως αίτημα σε ευρύτατα, διαφοροποιημένα ωστόσο ανάμεσά τους, σύνολα ανθρώπων. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας πως όσο πιο κυρίαρχη γίνεται για ένα κόμμα η προοπτική να κατακτήσει την εξουσία, τόσο περισσότερο αδυνατεί να υπερασπιστεί τις αξίες που ευαγγελίζεται, αυτόματα αισθάνεται κανείς να αναδεικνύεται μιας νέας τάξεως ισορροπία ώστε ο πραγματικά κερδισμένος να είναι ο «χαμένος».
Καθώς ακόμη και οι κοινωνικότερες των αξιών καλλιεργούνται, πριν ακμάσουν στον δημόσιο χώρο ως ιδιωτική υπόθεση. Εχουμε δηλαδή μια αντίστροφη πορεία ώστε για να καταξιωθεί ο πολιτικός χώρος χρειάζεται να συνειδητοποιηθεί ως πεδίο προσωπικής άσκησης. Διαφορετικά ως έκφραση ενός δημόσιου αισθήματος, όπως το εννοεί ο καθένας για λογαριασμό του, μόνο τα αντίθετα, σε σχέση με τα προσδοκώμενα, αποτελέσματα μπορεί να αποφέρει.
Η ελευθερία να μιλάμε, να διαμαρτυρόμαστε, να αντιδικούμε, να οργιζόμαστε, όταν υπολογίζεται σε σχέση μόνο με την εξαργύρωσή της, δηλαδή σε σχέση με κάτι απολύτως απτό, μας μεταβάλλει, εκ προοιμίου, σε χαμένους ό,τι και αν φαινομενικά έχουμε κερδίσει. Μόνο αν συνειδητοποιήσουμε ότι το να χάνει κανείς αντί για ντροπή, μπορεί να συνιστά και έναν τίτλο τιμής, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ουσιαστικά κερδισμένους ανθρώπους. Για τον απλούστατο λόγο ότι στον ισολογισμό – τον εσωτερικό εννοείται – οποιουδήποτε ανθρώπου όσον αφορά τα κέρδη και τις απώλειες στο μάκρος μιας ζωής, ουδέποτε η ζυγαριά έγειρε προς την πλευρά των κερδών.