Η ανάγνωση του Γκράμσι στη Λατινική Αμερική είναι μια ξεχωριστή ιστορία που ξεκινά ήδη στη δεκαετία του 1960 όταν διανοούμενοι όπως ο Χοσέ Αρικό στην Αργεντινή στρέφονταν στα κείμενα του ιταλού κομμουνιστή σε μια προσπάθεια να κατανοήσουν τη συνθετότητα τόσο των επαναστατικών όσο και των «βοναπαρτιστικών» δυναμικών, αλλά και των κοινωνικών συμμαχιών και της δυνατότητας ενός «ιστορικού μπλοκ» που θα οδηγούσε στην κοινωνική απελευθέρωση. Δεν είναι τυχαίο ότι μεγάλες θεωρητικές συζητήσεις όπως αυτές ανάμεσα στον Ερνέστο Λακλάου και τον Χουάν Κάρλος Πορταντιέρο θα έχουν ως επίδικο και το πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο Γκράμσι, ή ότι ο στοχαστής Ρενέ Ζαβαλέτο Μερκάδο χρησιμοποίησε την γκραμσιανή έννοια του «εθνικού – λαϊκού» για να προσεγγίσει την εξέλιξη της βολιβιανής κοινωνίας. Αλλά και στη Βραζιλία, μια προσπάθεια ανανέωσης της κομμουνιστικής αναφοράς θα αναζητήσει στον Γκράμσι μια κρίσιμη θεωρητική αναφορά.
Ανάμεσα σε δύο «αναγνώσεις»
Ο Μάσιμο Μοντονέζι, καθηγητής στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο του Μεξικού, έχει την ιδιαιτερότητα να αντιπροσωπεύει τη συνάντηση ανάμεσα σε δύο παραδόσεις ανάγνωσης του Γκράμσι. Από τα μια είναι Ιταλός και ανήκει στη γενιά εκείνη που έκανε τις τελευταίες δεκαετίες τα μεγάλα προχωρήματα στην κατανόηση του Γκράμσι χρησιμοποιώντας ως αφετηρία την «Κριτική έκδοση» των «Τετραδίων της φυλακής» που επιμελήθηκε ο Βαλεντίνο Τζερατάνα. Από την άλλη, δουλεύοντας εδώ και χρόνια σε ένα θεωρητικό περιβάλλον όπως αυτό της Λατινικής Αμερικής πατάει και πάνω στα ιδιαίτερα ερωτήματα που προέκυψαν όχι μόνο από τη θεωρητική συζήτηση πάνω στον Γκράμσι αλλά και από τις ανοιχτές προκλήσεις για το πώς μπορούν να συγκροτηθούν πολιτικές μορφές που να εκπροσωπούν τον «πρωταγονισμό» (protagonismo) των υποτελών τάξεων. Ολα αυτά αποτυπώνονται και στο τελευταίο βιβλίο του με τίτλο «Gramsci y el sujeto político. Subalternidad, autonomía, hegemonía» (Ο Γκράμσι και το πολιτικό υποκείμενο. Υποτέλεια, αυτονομία, ηγεμονία), που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις AKAL.
Ο τίτλος του βιβλίου θέτει το ερώτημα που σε μεγάλο βαθμό απασχολεί τον Μοντονέζι, το οποίο είναι ακριβώς εάν στον Γκράμσι μπορούμε να δούμε μια θεωρία του πολιτικού υποκειμένου. Το ερώτημα αυτό δεν είναι άσχετο από τον ευρύτερο προβληματισμό στη Λατινική Αμερική για το πώς μπορούν να διαμορφωθούν ευρύτερες συλλογικές μορφές ικανές να διεκδικήσουν την ηγεμονία. Παρότι οι έννοιες του υποκειμένου και της υποκειμενοποίησης δεν πρωταγωνιστούν στο ίδιο το κείμενο του Γκράμσι, ο Μοντονέζι επιμένει ότι η θεωρία και πρακτική της ηγεμονίας, όπως και κομβικές έννοιες όπως αυτές της συλλογικής βούλησης στην πραγματικότητα αποτυπώνουν ακριβώς τον τρόπο που οι υποτελείς τάξεις και ομάδες αποκτούν μια διαφορετική ανταγωνιστική υποκειμενικότητα ως προϋπόθεση για να διεκδικήσουν τη δική τους ηγεμονία.
Εάν το πρώτο βήμα για τον Μοντονέζι είναι να υπογραμμίσει ότι υπάρχει μια θεωρία του πολιτικού υποκειμένου στον Γκράμσι, το δεύτερο είναι να επιστρέψει στην έννοια των υποτελών τάξεων και κοινωνικών ομάδων. Μελετά συστηματικά όλες τις σχετικές αναφορές στα «Τετράδια της φυλακής» επιμένοντας ότι η έννοια των υποτελών είναι μια κεντρική έννοια για τον Γκράμσι, δεν αναφέρεται απλώς και μόνο σε πρακτικές περιθωριοποίησης και αποκλεισμού, αλλά συμπεριλαμβάνει το σύνολο των κοινωνικών τάξεων και ομάδων που υφίστανται την εκμετάλλευση και την καταπίεση.
Η έννοια της αυτονομίας στον Γκράμσι
Την ίδια στιγμή αυτή η υποτέλεια δεν αποτελεί απλώς κάποια «παθητικότητα», καθώς εμπεριέχει και όλο το φάσμα των πρακτικών με τις οποίες οι υποτελείς τάξεις διεκδικούν τη δική τους ιστορική πρωτοβουλία και τελικά αυτό που ο Γκράμσι ορίζει ως την «ολοκληρωμένη αυτονομία» (autonomia integrale). Ο Μοντονέζι αναλύει διεξοδικά πώς η έννοια της αυτονομίας στον Γκράμσι πατάει πρώτα και κύρια στην καθοριστική εμπειρία των Συμβουλίων των εργοστασίων, στην ιταλική «κόκκινη διετία» (1919-20), που στα μάτια του ήταν μια μορφή αυτοκυβέρνησης που συμπύκνωνε τη διεκδίκηση αυτονομίας από τη μεριά της εργατικής τάξης όπως και ότι η διεκδίκηση αυτονομίας παραμένει βασική πλευρά της επιδίωξης μιας δυνητικής ηγεμονίας των υποτελών τάξεων. Ουσιαστικά, η αυτονομία είναι ο ενδιάμεσος όρος ανάμεσα στην υποτέλεια και την ηγεμονία.
Με ανάλογο διαλεκτικό τρόπο προσεγγίζει ο Μοντονέζι και την έννοια της παθητικής επανάστασης, παραθέτοντας όχι μόνο τις διαφορετικές φορτίσεις που έχει μέσα στο έργο του Γκράμσι αλλά και τη μεγάλη συζήτηση που έχει αναπτυχθεί πάνω στο τι ακριβώς σημαίνει, για να δείξει τη συσχέτισή της με έννοιες όπως ο πόλεμος θέσεων, αλλά και για να επιμείνει στη θέση που έχει διατυπώσει και στο παρελθόν ότι μπορούμε να δούμε ακολουθίες «παθητικής επανάστασης» ή «επανάστασης χωρίς επανάσταση» που μπορούν να έχουν και προοδευτικό χαρακτήρα.
Μαρξιστική θεωρία και πράξη
Στα συμπεράσματα ο Μοντονέζι υπογραμμίζει τη συσχέτιση ανάμεσα στην υποτέλεια, την αυτονομία και την ηγεμονία με σκοπό να δείξει την ιδιαίτερη σημασία που έχει κατά τη γνώμη του το έργο του Γκράμσι σε οποιαδήποτε προσπάθεια να στοχαστεί κανείς τη δυνατότητα μιας μαρξιστικής θεωρίας που να μπορεί όντως να τροφοδοτήσει πολιτικά προτάγματα κοινωνικού μετασχηματισμού και τελικά κοινωνικής χειραφέτησης.