Η εντυπωσιακή απόσταση ανάμεσα στο κλίμα που επικρατεί στην ελληνική κοινωνία πάνω στο συγκεκριμένο θέμα, το οποίο εκφράστηκε με τις μαζικές κινητοποιήσεις και τον μεγάλο όγκο υπογραφών που συγκεντρώθηκε, και την επιλογή της κυβερνητικής πλειοψηφίας να συντάξει ένα πόρισμα για την τραγωδία στα Τέμπη που επικεντρώνεται στο «ανθρώπινο λάθος» και τη «μη τήρηση των κανονισμών», παραβλέποντας τις υπαρκτές πολιτικές ευθύνες για την κατάσταση του σιδηροδρόμου στη χώρα μας, είναι ένα ακόμη σύμπτωμα μιας ιδιότυπης αλαζονείας της εξουσίας στην οποία κάποιες στιγμές κατατείνει η διαρκής επίκληση του «41%».

Ομως, το ζήτημα δεν είναι ο σχολιασμός της μιας ή της άλλης κυβερνητικής τακτικής, όσο η συνειδητοποίηση του ίχνους που αφήνει στην κοινωνία. Γιατί είναι υπαρκτός ο κίνδυνος τέτοιες κινήσεις να ενισχύουν την ούτως ή άλλως διάχυτη αίσθηση ότι η πολιτική σφαίρα δεν είναι μόνο ναρκοθετημένη από ενδημικά φαινόμενα διαπλοκής και διαφθοράς, αλλά και λειτουργεί ως πεδίο εξασφάλισης ατιμωρησίας. Μόνο που αυτό στα μάτια μέρους της κοινής γνώμης απλώς επιβεβαιώνει ότι η εξουσία και ο πλούτος έχουν προτεραιότητα έναντι της δικαιοσύνης. Ιδίως όταν έχουμε και την εμφανή αντίφαση ανάμεσα σε μια αυστηροποίηση του ποινικού κώδικα, που από πολλούς θεωρήθηκε έως και υπερβολική, και τη συντεταγμένη κίνηση της κυβερνητικής πλειοψηφίας για να διαμορφωθεί κοινοβουλευτική ασπίδα απέναντι στην αναζήτηση ποινικών ευθυνών πολιτικών προσώπων.

Μόνο που αυτό εμπεδώνει σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας την πεποίθηση ότι ο κυνισμός αποτελεί πλέον τον βασικό γνώμονα της «επαγγελματικής πολιτικής», κάτι που με τη σειρά του επιτείνει την αποξένωση μεγάλου μέρους της κοινωνίας από μια πολιτική που αντιμετωπίζεται απλώς ως ένα «θέατρο σκιών» όπου επί της ουσίας «όλοι ίδιοι είναι», γεννώντας το έδαφος ταυτόχρονα για απάθεια και για κοινωνικές εκρήξεις. Ομως, αυτό δεν αναιρεί και την πρόκληση για πολιτικές προτάσεις που να υπόσχονται με τρόπο πειστικό μια διαφορετική αντίληψη και της πολιτικής αλλά και της πολιτικής ηθικής.