«Ρεμπό, μουστάκια» θα έλεγε, στην ταινία «Κίτρινα γάντια», ο Σταυρίδης στον Φωτόπουλο αν χρησιμοποιούσε τον στίχο του «καταραμένου ποιητή» που αναφέρω σήμερα στον τίτλο (και που, παρεμπιπτόντως, είναι ίσως η πιο κλεμμένη, παραποιημένη και κακοποιημένη φράση της παγκόσμιας λογοτεχνίας – βλέπω σύγχρονους «συγγραφείς» να την οικειοποιούνται και να τη χρησιμοποιούν ανερυθρίαστα και νιώθω ετεροντροπή). Πώς μου ήρθε; Μου ήρθε διότι στον σύγχρονο κόσμο του Διαδικτύου άντε να ξεχωρίσεις τον «εγώ» από τον άλλον, αφού, με το πάτημα ενός κουμπιού και με το άγγιγμα ενός δαχτύλου, ικανοποιούνται τα απωθημένα και τα συμπλέγματα λαμβάνουν εκδίκηση (για να παραποιήσω έναν ακόμη ποιητή – «Ελύτης, μουστάκια»). Και μέσα σε δευτερόλεπτα το «εγώ» μεταμορφώνεται σε άλλο.
Αφορμή ήταν το «χεράκι» που έβαλε η Κέιτ Μίντλετον στη φωτογραφία με τα τρία παιδιά της που – υποτίθεται ότι – τράβηξε ο πρίγκιπας Ουίλιαμ. Τι «χεράκι» δηλαδή, της άλλαξε τα φώτα. Κάτι που βεβαίως δεν ξέφυγε από το εξασκημένο μάτι των ειδικών, οι οποίοι, μέσα σε λίγες ώρες, εντόπισαν τις παρεμβάσεις. Με κορυφαία το copy paste που έκανε βάζοντας στη θέση του προσώπου της το πορτρέτο της από μια φωτογράφιση που, παλαιότερα, είχε γίνει εξώφυλλο στη «Vogue». Η φωτογραφία αποσύρθηκε, η πριγκίπισσα της Ουαλίας ζήτησε συγγνώμη και παραδέχθηκε ότι έκανε πειράματα όπως όλοι οι ερασιτέχνες φωτογράφοι. Εντάξει – όσο εντάξει γίνεται δηλαδή –, η γυναίκα αναρρώνει από μια πολύ δύσκολη επέμβαση, φαντάζομαι ότι ήθελε να τονώσει το ηθικό της, ξέχασε τις δεσμεύσεις που έχει ως μέλλουσα βασίλισσα, την έκανε την κασκαρίκα – αν κάτι έχω να της προσάψω είναι ότι τη βρίσκω λίγο τσίπισσα που δεν έχει έναν επαγγελματία του «φωτογραφικού ανασχηματισμού» να αναλάβει δράση και ουδείς να καταλάβει την παράβαση. Τέλος πάντων, δεν θα πέσουμε να φάμε τη Μίντλτον επειδή έκανε αυτό που κάνουν όλες και όλοι.
Ζούμε στην εποχή του «πειράγματος», της επέμβασης, της αλλοίωσης και του φίλτρου. Και, συγχρόνως, στην εποχή του «be yourself», της ενδυνάμωσης, της κατάρρευσης των αισθητικών προτύπων και της αφύπνισης ενάντια οτιδήποτε ή οποιουδήποτε σε κάνει να αισθάνεσαι άσχημα για την εμφάνιση ή την ηλικία σου. Πώς γίνεται αυτό; Και έτσι, και γιουβέτσι; Για παράδειγμα, παρουσιάστριες που στα χείλη τους, στα ζυγωματικά τους και δεν ξέρω πού αλλού, έχουν ξεφορτώσει κοντέινερ υαλουρονικού, σιλικόνης, βοτουλινικής τοξίνης (λέγε με μπότοξ) κοτσάρουν και κάτι φίλτρα στις κάμερες που τις κάνουν να μοιάζουν με «τοπία στην ομίχλη» και σε αυτήν τη συσκευασία κάνουν κηρύγματα υπέρ woke κουλτούρας και αυτοαποδοχής.
Στα σόσιαλ μίντια πλέον «κυκλοφορούν» μόνο πανέμορφες και πανέμορφοι, μόνο νέες και νέοι, ανεξαρτήτως ηλικίας. Τύφλα να ‘χει η Barbieland. Περνάνε σαν οδοστρωτήρες οι σχετικές εφαρμογές και μαζεύουν τη χαλάρωση, σβήνουν ρυτίδες και γραμμές έκφρασης και παίρνουν σβάρνα ό,τι βρουν στον δρόμο τους. Αυτές οι μύτες οι καψερές έχουν δεινοπαθήσει. Από το σβήσε σβήσε και την εξωραϊστική θολούρα εξαφανίζονται και μένουν μόνο τα ρουθούνια κάνοντας γυναίκες και άνδρες να μοιάζουν με γουρουνάκια. Διότι δεν είναι γυναικεία αποκλειστικότητα το πείραγμα των φωτογραφιών. Οι άνδρες μάλιστα, όσοι το κάνουν, το κάνουν πολύ πιο άγαρμπα. Ε, τι θέλουμε τώρα; Να μην το κάνει κοτζάμ μέλλουσα βασίλισσα; Ανθρωπος δεν είναι κι αυτή;
Η απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας
Γιατί το κάνουν αυτό; Τι νόημα έχει ο «είναι ένας άλλος» στον εικονικό κόσμο των σόσιαλ όταν ο «εγώ» κυκλοφορεί στην αληθινή ζωή; Δεν έχει δικούς του ανθρώπους, συγγενείς, φίλους που ξέρουν πώς είναι στην πραγματικότητα; Από πού προσπαθεί να ξεφύγει; Από τον ίδιο του τον εαυτό, νομίζω. Αφού ώρες ώρες πιστεύω ότι στο σπίτι τους έχουν σκεπάσει τους καθρέφτες με πανιά. Οπως έκαναν παλιά στο βαρύ πένθος. Στην προκειμένη περίπτωση, η πεφιλημένη νεκρή είναι η αλήθεια. Θεός σχωρέσ’ τη.
Πριν από λίγες ημέρες συνάντησα μια παλιά φίλη που, τα τελευταία χρόνια, την έβλεπα μόνο στα σόσιαλ. Τρόμαξα να την αναγνωρίσω. Και μετά βίας κρατήθηκα να μην πω εκείνο που είχε πει ο Χορν σε μια πρωταγωνίστρια μετά την πρεμιέρα της: «Αγάπη μου, χρυσή μου, χάλια ήσουν».