Εφυγε πριν από λίγες μέρες από τη ζωή ο έξοχος σκηνοθέτης με διεθνή καριέρα Σταύρος Ντουφεξής (1933 – 2024). Ο Ντουφεξής γεννήθηκε στο Ναύπλιο, σπούδασε Νομικά, πήγε στη Γερμανία και σπούδασε υποκριτική στο Σεμινάριο «Μαξ Ράινχαρτ» στη Βιέννη. Παράλληλα παρακολούθησε σπουδές Ιστορίας Τέχνης και Θεατρολογίας και στο Βερολίνο, ενώ θήτευσε και στο διάσημο «Μπερλίνερ Ανσάμπλ», αλλά και στη γερμανική «Οπερα Κωμωδίας». Από το 1959, άλλοτε ως έκτακτος, άλλοτε ως μόνιμος σκηνοθέτης σε κρατικές σκηνές όλης της Γερμανίας σκηνοθέτησε πάνω από 80 παραστάσεις όλων των αισθητικών και ιδεολογικών τάσεων. Διετέλεσε διευθυντής στο Δημοτικό Θέατρο του Μπίλεφελντ (εκεί τον συνάντησα για πρώτη φορά, όταν με το «Πειραϊκό Θέατρο» του δασκάλου μου Δημήτρη Ροντήρη ως βοηθός του και με πρωταγωνίστρια την Ασπασία Παπαθανασίου, δώσαμε παραστάσεις σε μεγάλες γερμανικές πόλεις με την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή).
Ο Ντουφεξής στήριζε τις θεατρικές, σκηνοθετικές του ερμηνείες στο τρίσημο Μουσική – Ρυθμός – Κίνηση, έτσι χρειαζόταν ηθοποιούς με εντελή τεχνική, όργανα μιας θεατρικής Συμφωνίας. Στη Γερμανία έκανε διακεκριμένη καριέρα, όπου και σκηνοθέτησε, μεταξύ άλλων, τους «Ιππής» και τους «Ορνιθες» του Αριστοφάνη, τον «Ρωμαίο και την Ιουλιέτα» και το «Οπως σας αρέσει» του Σαίξπηρ, το «Καπέλο από ψάθα Ιταλίας» του Λαμπίς και το έξοχο «Λεόντιος και Λένα» του Μπύχνερ. Οταν με τον θίασο του «Πειραϊκού Θεάτρου» ταξιδέψαμε στη Γερμανία, οι Γερμανοί άνθρωποι του θεάτρου γνώριζαν αρκετά τα ελληνικά θεατρικά πράγματα χάρις στον Ντουφεξή που δεν απομακρύνθηκε ποτέ ιδεολογικά και αισθητικά από τη σπουδαία ελληνική, σκηνοθετική παράδοση του Χρηστομάνου, του Φώτου Πολίτη και την ευρωπαϊκή επικαιρότητα του Ξενόπουλου.
Το 1974 επιστρέφει στην Ελλάδα και αρχίζει τη συνεργασία του, για τα επόμενα περίπου 25 χρόνια, με μεγάλα χρονικά διαστήματα αποχής μεταξύ των παραστάσεών του, με τα δύο μεγάλα Κρατικά Θέατρα της χώρας, αλλά και με ιδιωτικούς θιάσους και ΔΗΠΕΘΕ. Στο Εθνικό Θέατρο σκηνοθετεί το έργο του Μπρεχτ «Τα οράματα της Σιμόν Μασάρ» (1976), τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη (1983) και τη «Ζωή του Γαλιλαίου» του Μπρεχτ ξανά (1998). Στο ΚΘΒΕ το έξοχο δράμα «Ο Αγιος Πρίγκηψ» της Μαργαρίτας Λυμπεράκη (1977) και την άλλη μεγάλη παρακαταθήκη, τη σαιξπηρική «Τρικυμία» (2002). Εχουν μεσολαβήσει οι σκηνοθεσίες του σε ιδιωτικούς θιάσους («Το ημέρωμα της στρίγγλας» το 1975 στο Θέατρο ΑΛΑΜΠΡΑ, με βασικούς πρωταγωνιστές τον Κώστα Καρρά, τη Νίκη Τριανταφυλλίδη, τον Στάθη Ψάλτη), η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», ο «Πλούτος» και οι «Βάκχες» στο Θέατρο ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ (τέλη δεκαετίας του 1970), οι «Φοίνισσες» με τους ΔΕΣΜΟΥΣ της Ασπασίας Παπαθανασίου και «Η Κωμωδία των Παρεξηγήσεων» με το ΔΗΠΕΘΕ ΡΟΥΜΕΛΗΣ (1992).
Είναι ενδεικτικό να παρατηρήσει κανείς το μορφολογικό και ιδεολογικό φάσμα των σκηνοθετικών ερμηνειών του Ντουφεξή. Από την τραγωδία στον Μπρεχτ, ένας σκηνοθέτης που κυρίως είχε αρνηθεί να ενταχθεί στην κλασικιστική ερμηνευτική μόδα της Ευρώπης εκείνη την εποχή. Στην Ελλάδα εκείνα τα γόνιμα χρόνια χύθηκε πολύ μελάνι για την «αποστασιοποίηση» και την «επική» ερμηνευτική προσέγγιση που είχε δογματίσει ο Μπρεχτ και είχε γίνει σχεδόν μονομανία και στη χώρα μας. Τη δεκαετία του 1970 ο όρος «αποστασιοποίηση» είχε γίνει πεδίο δόξης λαμπρόν και για ταλαντούχους και ενήμερους και για ερασιτέχνες και προχειρολόγους θεατρικούς κύκλους. Το 1994 το «Κέντρο Αρχαίου Δράματος – ΔΕΣΜΟΙ» της Ασπασίας Παπαθανασίου, όπου είχα την τιμή να είμαι πρόεδρος για πολλά χρόνια, τόλμησε κάτι πρωτοφανές στα θεατρικά μας χρονικά. Ο Ντουφεξής, δάσκαλος και ο ίδιος στο σημαντικό αυτό Κέντρο, σκηνοθέτησε στην Επίδαυρο τις «Ικέτιδες» του Αισχύλου στο αρχαίο πρωτότυπο κείμενο, με τους σπουδαστές του Κέντρου να συμμετέχουν στον Χορό, γυναικείο και αντρικό, της αισχυλικής τραγωδίας. Τη δική μου μετάφραση, που είχε πρωτοπαιχθεί το 1977 στην παράσταση του Ευαγγελάτου στο Εθνικό Θέατρο, διάβαζε και απήγγειλε έξοχα η ίδια η μεγάλη μας τραγωδός Ασπασία Παπαθανασίου.
Στο Θέατρο ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ, και κυρίως στην παράσταση της ευριπίδειας «Ιφιγένειας εν Αυλίδι», ο Ντουφεξής παρουσίασε μια πρωτοφανή για την εποχή φόρμα, σχεδόν μπουλβάρ και έτσι δίδαξε χωρίς θεωρητικολογία την πορεία των μορφών και των ηθών μέσα στην ιστορία του θεάτρου είκοσι αιώνων. Στο ΔΗΠΕΘΕ ΡΟΥΜΕΛΗΣ και στη σαιξπηρική «Κωμωδία των Παρεξηγήσεων» έκανε μια υφολογική καταγραφή αιώνων διαμόρφωσης της φάρσας. Η φάρσα, με ρίζες στην Αλεξάνδρεια του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ως πόλη πολυδιάστατη με σύνθετο πληθυσμό Ελλήνων, Αιγυπτίων, Εβραίων, Παλαιστινίων, Αφρικανών με τα μιμητικά τους γυμνάσματα και Ευρωπαίων εποίκων, έγινε ένα έξοχο ερμηνευτικό πρίσμα σύνθεσης σχολών, ύφους και ρυθμού. Στην παράσταση της «Στρίγγλας» στο ΑΛΑΜΠΡΑ τόλμησε έναν αισθητικό, ερμηνευτικό και τολμηρό γάμο. Η σπουδαία θεατρίνα Νίκη Τριανταφυλλίδη και ο αστός τις προτιμήσεις του κοινού Κώστας Καρράς συνεργάστηκαν με τον λαϊκό μίμο Στάθη Ψάλτη σε μια εύφορη λαϊκή φόρμα και για τους επαΐοντες πήγαινε και αναζητούσε τις παραστάσεις του Μπρεχτ στα λαϊκά πανηγύρια της ελισαβετιανής εποχής, όπου το κοινό έβλεπε θέατρο, τρώγοντας και πίνοντας σε υπαίθριους θερινούς τόπους λαϊκών συναντήσεων και συνάξεων.
Ο Ντουφεξής σκηνοθέτησε αρκετά έργα στο κρατικό ραδιόφωνο και στην τηλεόραση, στο πλαίσιο του «Θεάτρου της Δευτέρας», καθώς και όπερα στη Λυρική Σκηνή. Αναφέρομαι σ’ αυτό για να δείξω το επαγγελματικό ήθος του σκηνοθέτη. Τον μάστορα που καλείται να σχεδιάσει και να εκτελέσει παραστάσεις της μεγάλης παράδοσης του θεάτρου με κριτήρια της αγοράς. Ο Ντουφεξής κάθε φορά είχε να αντιμετωπίσει διανομές της ανάγκης, σύνθεση κλασικών και λαϊκών θεατρίνων και να σκηνοθετήσει σε δημόσιους χώρους, όπως π.χ. στην Καισαριανή, μπροστά στο Δημαρχείο, μια αυλή στο κέντρο της συνοικίας.
Γνώρισα από κοντά τον Ντουφεξή, ανταλλάξαμε απόψεις, συχνά διαφωνήσαμε, αλλά νομίζω πως και οι δύο κερδίσαμε από αυτή την αντιπαράθεση. Η τόλμη του να ανεβάσει στην Επίδαυρο, ένα θέατρο με ιστορία σύναξης μεγάλου λαϊκού κοινού, ενήμερου, αλλά και τελείως αθώου για την ιστορία του θεάτρου, τις «Ικέτιδες» του Αισχύλου, και μάλιστα στο πρωτότυπο, πριν ακόμα πάρει τη γνωστή έξοχη φόρμα του το δράμα, γιατί το κείμενο του Αισχύλου είναι ένα έργο που κουβαλάει ακόμα την παράσταση των επικών παραστάσεων και των χορικών έργων. Εχω μεταφράσει το έργο, είναι ένα προτραγικό αριστούργημα, μείξη χορικής ποίησης και έπους, δηλαδή τα δύο λίκνα του τραγικού είδους. Είναι ευτύχημα που διατηρήθηκε αυτή η τραγωδία στα σπάργανα για να αντιληφθούμε το γενναίο και τολμηρό άλμα που έκαναν οι τραγικοί στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ.
Χωρίς τη Φιλοσοφία, δεν θα γραφόταν ο «Οιδίπους Τύραννος» και χωρίς τη Ρητορική οι μονόλογοι του «Προμηθέα» και της «Μήδειας». Ρητορική, Φιλοσοφία και Θέατρο (τραγικό και κωμικό) είναι τα τέκνα της Δημοκρατίας. Σωκράτης, Πλάτων, Αριστοτέλης, Δημοσθένης και Σοφοκλής είναι οι στυλοβάτες του δημοκρατικού διαλόγου, όπου θριαμβεύει η ρήση του φιλοσόφου Ηράκλειτου «εκ των αντιθέσεων η αρμονία».