Ο Ντόναλντ Τραμπ όχι απλώς συμμετέχει στα προκριματικά των Ρεπουμπλικανών ως διεκδικητής του χρίσματος αλλά, ενίοτε, παίζει και τον ρόλο του προέδρου. Την περασμένη Παρασκευή δέχθηκε τον πρωθυπουργό της Ουγγαρίας, Βίκτορ Ορμπαν, στο πλαίσιο μιας ημιεπίσημης επίσκεψης, στην κατοικία του στο Μαρ-α-Λάγκο, η οποία περιγράφεται από τους επικριτές του ως «το παλάτι ενός CEO-προέδρου-βασιλιά, φτιαγμένο με το χλιδάτο στυλ ενός δικτάτορα όπως αυτοί που προτιμούν οι τριτοκοσμικοί κλεπτοκράτες».
Ο Ορμπαν, άλλωστε, έχει περάσει τα τελευταία 14 χρόνια μετατρέποντας τη χώρα του σε ένα κλεπτοκρατικό αυταρχικό καθεστώς, που βρίσκεται ακριβώς στο μέσο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Προφανώς, ο Τραμπ δεν έχει ανάγκη τις κατευθύνσεις του Ορμπαν – διαθέτει ήδη τα αυταρχικά ένστικτα. Παρ’ όλα αυτά, παρ’ όλες τις οφθαλμοφανείς διαφορές ανάμεσα στο μικρό ευρωπαϊκό κράτος του Ορμπαν και τις ΗΠΑ, η εξουσία του Ορμπαν προσφέρει συγκεκριμένα διδάγματα, τα οποία η αμερικανική Δεξιά είναι έτοιμη να υιοθετήσει. Δεδομένου δε του ενθουσιασμού με τον οποίο οι αυλικοί του Τραμπ προβάλλουν τον Ορμπαν – καθώς και τα συχνά προσκυνήματά τους στη Βουδαπέστη, την οποία αντιμετωπίζουν ως την πρωτεύουσα του «εθνικού συντηρητισμού –, η Ουγγαρία μάς προσφέρει μια σκηνή προσεχώς της δεύτερης θητείας του Τραμπ. Μάθημα πρώτο, λοιπόν: Εάν επιθυμεί κανείς να ελέγξει τη χώρα του, οφείλει να θέσει υπό πλήρη έλεγχο το ίδιο του το κόμμα. Δεν είναι τυχαίο ότι παντού οι ακροδεξιοί λαϊκιστές ηγέτες μεταχειρίζονται τα κόμματά τους ως προσωπικά τους οχήματα, στο εσωτερικό των οποίων δεν γίνεται ανεκτός κανενός είδους πραγματικός διάλογος, πολύ περισσότερο διαφωνίες.
Στην περίπτωση του Τραμπ, ως το 2020 είχε ήδη αρχίσει να μετασχηματίζει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα σε ένα είδος προσωπικής του ιδιοκτησίας – αυτός είναι και ένας από τους λόγους που ουδείς τον σταμάτησε στην πορεία προς την 6η Ιανουαρίου. Η Παρασκευή σηματοδότησε ένα ακόμη βήμα προς την κατεύθυνση της πλήρους υποταγής του κόμματος, καθώς ο Τραμπ διόρισε τη νύφη του στη θέση της συμπροέδρου (δημιουργώντας, έτσι, μια παράπλευρη οικογενειακή επιχείρηση σε πολιτικό επίπεδο).
Η αλήθεια είναι πως ο Τραμπ λέει δυνατά όσα κανονικά μένουν κρυφά και διακηρύττει τις επιθυμίες του για μια δικτατορία – για του λόγου το αληθές, προτάσσει τα πιστοποιητικά του Ορμπαν ως «ισχυρού άνδρα» και πραγματικού «αφεντικού». Οσοι τον ακολουθούν είναι πιο μετρημένοι. Ωστόσο, ένα πεδίο στο οποίο δεν έχουν καμία αναστολή είναι η εκπαίδευση – εκεί όπου αποθεώνουν το «μοντέλο Ορμπαν». Το μήνυμα που στέλνουν δεν είναι «η εξαφάνιση των πανεπιστημίων, αλλά η επιλογή ανάμεσα στην επιβίωσή τους και μια πολύ πιο περιορισμένη προσέγγιση στο περιεχόμενο της διδασκαλίας εντός τους». Σημειώνεται πως η Ουγγαρία είναι σήμερα η μοναδική χώρα της ΕΕ στην οποία καταγράφονται συστηματικές και δομικές παραβιάσεις της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Στη χώρα είναι η κυβέρνηση αυτή που αποφασίζει τι αποτελεί ακαδημαϊκό αντικείμενο και τι όχι (και βεβαίως οι φυλετικές σπουδές δεν αποτελούν). Επίσης, ο Ορμπάν έχει υποχρεώσει ένα πανεπιστήμιο να κλείσει, εμφανώς για πολιτικούς λόγους.
Το ιδανικό σε αυτή την περίπτωση δεν είναι απλώς να διασφαλιστεί ο έλεγχος στην εκπαίδευση και τον πολιτισμό, αλλά συνολικά το κράτος να μετατραπεί σε ένα πολιτικό εργαλείο. Σε αυτό το πλαίσιο, μιμούμενος άλλους ακροδεξιούς λαϊκιστές, ο Ορμπαν έχει αντικαταστήσει υπαλλήλους καριέρας του Δημοσίου με έμπιστούς του – ακόμη ένα μάθημα που οι δεξιοί στις ΗΠΑ αντιγράφουν ταχύτατα.
Ο Ορμπαν, επίσης, είναι ο σύμμαχος του Πούτιν εντός της ΕΕ, επιχειρώντας να μπλοκάρει τις κυρώσεις και να εμποδίσει τη βοήθεια προς την Ουκρανία, όποτε αυτό είναι δυνατό. Ταυτόχρονα, θα προσεγγίσει οποιαδήποτε δύναμη μπορεί – συμπεριλαμβανομένης της Κίνας και του Ιράν – προκειμένου να ενισχύσει το καθεστώς του στο εσωτερικό.
Το κατά πόσο ο Τραμπ έχει διδαχθεί από την εμπειρία του ως πρόεδρος συνιστά ένα δύσκολο ερώτημα. Αυτό που κάθε άλλο παρά δύσκολο είναι να απαντηθεί είναι το ερώτημα εάν έχει πρόθεση να προβεί σε αντίποινα. Ο Ορμπαν αισθάνθηκε πως αδικήθηκε βάναυσα όταν έχασε τις εκλογές του 2002. Ετσι, όταν βρέθηκε στην εξουσία, το 2010, το έκανε με πλέρια αγανάκτηση και έχοντας χαράξει μια στρατηγική που θα του επέτρεπε να μην τη χάσει ποτέ ξανά.
Θα ήταν, αναμφίβολα, άτοπο να εξαγάγουμε υπερβολικά πολλά συμπεράσματα από μια χώρα με πληθυσμό μικρότερο της Πενσιλβάνια. Ομως, ο παραλληλισμός ανάμεσα σε δύο πολιτικούς τους οποίους ο ίδιος ο Τραμπ έχει χαρακτηρίσει «δίδυμους» δεν θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρος.
Ο Jan-Werner Müller είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Princeton.