Τον Αύγουστο του 2020, τρεις μήνες πριν από τις προηγούμενες αμερικανικές προεδρικές εκλογές, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε υπογράψει προεδρικό διάταγμα με το οποίο απαιτούσε από την ByteDance, την κινεζική εταιρεία που δημιούργησε το 2017 το TikTok, να πουλήσει εντός 90 ημερών σε αμερικανική εταιρεία τις δραστηριότητες της πλατφόρμας στις ΗΠΑ απειλώντας πως, σε αντίθετη περίπτωση, η λειτουργία της στη χώρα θα απαγορευόταν. Είχε επικαλεστεί λόγους εθνικής ασφάλειας, τις γνωστές πια προειδοποιήσεις των ειδικών ότι «το να κατεβάζεις το TikTok είναι σαν να κατεβάζεις έναν κινέζο κατάσκοπο στο κινητό σου», που έχουν κάνει την Κομισιόν, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το Ευρωκοινοβούλιο και καμιά δεκαριά κυβερνήσεις χωρών, ανάμεσά τους και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ, να απαγορεύσουν στα στελέχη και τους υπαλλήλους τους να χρησιμοποιούν αυτό το δημοφιλές κοινωνικό δίκτυο στα επαγγελματικά τους τηλέφωνα.
Ο Τραμπ ήθελε να δείξει τα δόντια του στην Κίνα ή / και, σύμφωνα με μία άλλη ερμηνεία που δεν πρέπει να απορρίπτεται ελαφρά τη καρδία δεδομένου του χαρακτήρα του, να εκδικηθεί για τις φάρσες που του έστηναν χρήστες του TikTok – ίσως να θυμάστε εκείνη τη μαζική αγορά εισιτηρίων ώστε να διογκωθεί η προβλεπόμενη και να συρρικνωθεί η πραγματική προσέλευση σε προεκλογική συγκέντρωση που είχε πραγματοποιήσει στις 20 Ιουνίου του 2020 στην Τάλσα της Οκλαχόμα.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, παραμονές προεδρικών εκλογών και πάλι, ενώ Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί, σε σπάνια σύμπνοια, ετοιμάζονταν να ψηφίσουν στη Βουλή των Αντιπροσώπων ένα αντίστοιχο νομοσχέδιο, που δίνει διορία έξι μηνών στην ByteDance να πουλήσει το TikTok σε μη κινεζική εταιρεία, ο Τραμπ άλλαξε αιφνιδίως στάση. «Ο πραγματικός εχθρός του λαού είναι το Facebook», έγραψε στο κοινωνικό του δίκτυο, το Truth Social, στις 7 Φεβρουαρίου – ποτέ δεν συγχώρησε άλλωστε τον Ζάκερμπεργκ για τον προσωρινό εξοστρακισμό του από τις πλατφόρμες του μετά την εισβολή ενός φιλοτραμπικού όχλου στο Καπιτώλιο, στις 6 Ιανουαρίου του 2021. «Αν απαλλαγείτε από το TikTok, το Facebook και ο Βλακοζάκερμπεργκ θα διπλασιάσουν τις δουλειές τους. Δεν θέλω το Facebook, που έκλεψε στις τελευταίες εκλογές, να τα πάει καλύτερα», πρόσθεσε. Τέσσερις ημέρες αργότερα, τη Δευτέρα, επανήλθε στο θέμα σε συνέντευξή του στο CNBC. «Αν απαγορεύσετε το TikTok, το Facebook και οι υπόλοιποι, αλλά κυρίως το Facebook, θα ωφεληθεί πολύ. Και νομίζω ότι το Facebook έχει υπάρξει πολύ ανέντιμο. Νομίζω ότι το Facebook είναι πολύ κακό για τη χώρα μας, ιδίως όσον αφορά στις εκλογές», διακήρυξε.
Ακόμα και οι υποστηρικτές του έμειναν να ξύνουν απορημένοι το κεφάλι τους. Υπάρχει όμως μια πολύ απλή εξήγηση, ακούει στο όνομα «Τζέφρι Γιας», την έδωσε πρώτη η ισραηλινή εφημερίδα Haaretz, ίσως γιατί το όνομα αυτού του 68χρονου αμερικανοεβραίου επιχειρηματία είναι πιο γνωστό σε πολλούς Ισραηλινούς από ό,τι στον μέσο Αμερικανό. Είναι ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο, με προσωπική περιουσία που εκτιμάται στα 27 δισεκατομμύρια δολάρια. Είναι επίσης ένας από τους μεγαλύτερους (λένε πως σύντομα θα γίνει ο μεγαλύτερος) δωρητής του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Υπήρξε όμως πάντα εξαιρετικά διακριτικός, σπανίως δίνει συνεντεύξεις. Οι Ισραηλινοί τον έμαθαν λίγο μετά την επίθεση στο Καπιτώλιο, όταν η Haaretz αποκάλυψε πως ήταν ο βασικός δωρητής των πολιτικών που ενεπλάκησαν στο δικαστικό πραξικόπημα το οποίο επιχειρούσε τότε η κυβέρνηση Νετανιάχου.
Σύμφωνα με την ίδια εφημερίδα, ο Γιας είναι επίσης ο μεγαλύτερος δωρητής της συντηρητικής αμερικανικής οργάνωσης The Club for Growth – και μέσω αυτής, είχε χρηματοδοτήσει τα τελευταία δύο χρόνια πολλούς εσωκομματικούς αντιπάλους του Τραμπ, από τον κυβερνήτη της Φλόριντα, Ρον ΝτεΣάντις, μέχρι τον λαϊκιστή επιχειρηματία Βίβεκ Ραμασουάμι. Αλλά ο Τραμπ έμεινε χωρίς αντίπαλο στη μάχη για το Ρεπουμπλικανικό προεδρικό χρίσμα. Τον περασμένο μήνα, λοιπόν, ο Γιας είχε μια πρώτη συνάντηση μαζί του. Και στις 7 Φεβρουαρίου, μια δεύτερη, τετ-α-τετ αυτή. Εντελώς τυχαία, την ίδια μέρα ο Τραμπ άλλαξε γνώμη για το TikTok. Εντελώς τυχαία, επίσης, η επενδυτική εταιρεία που έχει συνιδρύσει ο Γιας, η Susquehanna, υπήρξε ο πρώτος ξένος επενδυτής στην ByteDance, κατέχει ένα 15% της μητρικής εταιρείας του TikTok. Ο Γιας θέλει πολύ να τορπιλίσει το νομοσχέδιο απαγόρευσής του που μόλις πέρασε από τη Βουλή και πάει τώρα στη Γερουσία, ο Τραμπ χρειάζεται απεγνωσμένα ρευστό καθώς σωρεύει πρόστιμα και νομικά έξοδα κι έτσι, έκαναν αμφότεροι από μια κωλοτούμπα.
Το TikTok, που πράγματι λειτουργεί, σύμφωνα με τους ειδικούς, «σαν ένα εξεζητημένο εργαλείο παρακολούθησης», είναι μια μεγάλη και πονεμένη ιστορία, την οποία θα βρούμε πιθανότατα μπροστά μας – το αμερικανικό νομοσχέδιο, ακόμα και αν υιοθετηθεί από τη Γερουσία, θα αμφισβητηθεί σίγουρα στα δικαστήρια, στο όνομα της συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας της έκφρασης. Εκείνο όμως που πραγματικά αδυνατεί να συλλάβει ο νους είναι πως κινδυνεύουμε να ξαναβρούμε μπροστά μας, πολύ σύντομα, έναν άνθρωπο τόσο αδίστακτο και επικίνδυνο όπως ο Τραμπ. Οσο κι αν έχει αναλυθεί πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά το φαινόμενο, όσο κι αν αναλυθεί στο μέλλον, αυτή τη συλλογική αυτοκτονία στο όνομα, υποτίθεται, της ελευθερίας μόνο ψυχιατρικά μπορεί να την προσεγγίσει κανείς.