Μπορεί οι δημοσκοπήσεις να δείχνουν ότι περισσότεροι από τους μισούς Αμερικανούς θα προτιμούσαν να μην είναι οι προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου μια νέα μονομαχία ανάμεσα στον Τζο Μπάιντεν και τον Ντόναλντ Τραμπ – η πρώτη τέτοια ρεβάνς εδώ και 70 χρόνια –, είναι όμως πια (σχεδόν) επίσημο: τόσο ο Μπάιντεν όσο και ο Τραμπ εξασφάλισαν την Τρίτη τον απαιτούμενο αριθμό αντιπροσώπων στα προσεχή συνέδρια των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικανών αντίστοιχα ώστε να αναδειχθούν υποψήφιοι των παρατάξεών τους για την προεδρία των ΗΠΑ.

Σύμφωνα με τον δημοσκοπικό μέσο όρο του Realclearpolitics.com, οκτώ μήνες πριν από τις προεδρικές εκλογές, ο Τραμπ προηγείται του Μπάιντεν με 1,7 ποσοστιαίες μονάδες. Η διαφορά είναι όμως οριακή, πολλά μπορεί να συμβούν, το δικαστικό πρόγραμμα του Τραμπ είναι εξίσου φορτωμένο με το προεκλογικό του.

Και σύμφωνα με ένα υπόμνημα της Δημοκρατικής Εθνικής Επιτροπής (DNC) που περιήλθε σε γνώση των «Financial Times», οι Δημοκρατικοί σκοπεύουν να εκμεταλλευτούν στον μέγιστο βαθμό «την οικονομική αναστάτωση και το χάος στην ηγεσία» των Ρεπουμπλικανών που προκάλεσε η κατάληψη της αντίστοιχης, Ρεπουμπλικανικής Εθνικής Επιτροπής (RNC), από τον Τραμπ, εκτιμώντας πως θα τους προσφέρει ένα εκλογικό πλεονέκτημα.

Χωρίς αντίπαλο

Την Τρίτη πραγματοποιήθηκαν τόσο ρεπουμπλικανικές όσο και δημοκρατικές προκριματικές εκλογές στην Τζόρτζια (μια Πολιτεία όπου ο Μπάιντεν κέρδισε με λιγότερες από 12.000 ψήφους το 2016 και όπου ο Τραμπ κατηγορείται επί του παρόντος για προσπάθεια ανατροπής του εκλογικού αποτελέσματος), το Μισισίπι και την Πολιτεία της Ουάσιγκτον, καθώς και ρεπουμπλικανικές κομματικές συνελεύσεις (caucus) στη Χαβάη. Μπάιντεν και Τραμπ διαγωνίζονταν ήδη χωρίς αντίπαλο, η τελευταία σοβαρή αντίπαλος του τελευταίου, η Νίκι Χέιλι, αποσύρθηκε από την κούρσα στις 6 Μαρτίου.

Το θέμα ήταν λοιπόν τυπικό, αλλά ο Μπάιντεν ξεπέρασε χάρη σε αυτά τα primaries το απαιτούμενο για το χρίσμα όριο των 1.968 αντιπροσώπων στο δημοκρατικό συνέδριο, και ο Τραμπ το αντίστοιχο απαιτούμενο όριο των 1.215 αντιπροσώπων. Αμέσως μετά, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, που έχει οξύνει σημαντικά τελευταία τις επιθέσεις στον αντίπαλό του, εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία κατηγορούσε για ακόμα μία φορά τον Τραμπ ότι απειλεί «τη δημοκρατία», αν όχι «την ίδια την ιδέα της Αμερικής». Χθες, επρόκειτο να μεταβεί στο Γουισκόνσιν, ακόμα μία αμφίρροπη Πολιτεία, την οποία κέρδισε το 2016 με λιγότερο από 1% διαφορά.

Αναδιοργάνωση…

Στο μεταξύ, ο Τραμπ ολοκλήρωσε τη μεγάλη αναδιοργάνωση που ήθελε στην RNC, τοποθετώντας στη θέση της προέδρου της, Ρόνα ΜακΝτάνιελ, και του αντιπροέδρου της, Ντριου Μακίσικ, δύο δικούς του ανθρώπους, τον πρώην επικεφαλής των Ρεπουμπλικανών στη Βόρεια Καρολίνα, Μάικλ Γουότλι, και τη νύφη του, Λάρα Τραμπ, αντίστοιχα. Στη συνέχεια, τη Δευτέρα, η RNC απέλυσε δεκάδες μέλη του προσωπικού στην έδρα της στην Ουάσιγκτον, με τους τραμπικούς συμβούλους να κάνουν λόγο για προσπάθεια εξορθολογισμού της λειτουργίας της.

Σύμφωνα ωστόσο με το υπόμνημα της DNC, εν μέσω εσωτερικών προστριβών και αγώνα για τη συγκέντρωση κεφαλαίων, η RNC «μετά βίας τα φέρνει βόλτα». «Ψηφοφόροι, δωρητές και προσωπικό είτε εγκαταλείπουν το MAGAποιημένο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είτε εκδιώκονται χαοτικά στο πλαίσιο μιας μαζικής εκκαθάρισης» σημείωσε ο εκτελεστικός διευθυντής της DNC, Σαμ Κορνέιλ. Η εκλογική μάχη που ξεκινάει αναμένεται να είναι η πιο δαπανηρή στην Ιστορία. Στο τέλος του 2023, ωστόσο, οι ομάδες του Μπάιντεν είχαν περίπου 118 εκατ. δολάρια σε μετρητά στο ταμείο έναντι περίπου 66 εκατ. δολαρίων για τις ομάδες του Τραμπ.

Η διαφορά, σημειώνουν οι «Financial Times», ήταν ίση με τα νομικά έξοδα του Τραμπ σε αστικές και ποινικές δίκες. Το νομικό αυτό κόστος όλο και αυξάνεται, καθιστώντας κάποιους δωρητές επιφυλακτικούς. Οι πρόσφατες δηλώσεις της Λάρα Τραμπ ότι οι Ρεπουμπλικανοί ψηφοφόροι θα ήθελαν να χρησιμοποιήσει η RNC τα κεφάλαιά της ώστε να καλύψει τα νομικά έξοδα του πεθερού της δεν αναμένεται να τους καθησυχάσουν.