Στο πρώτο άκουσμα ότι ένα ελληνικό μυθιστόρημα αφορά την ιστορία μιας οικογένειας από τα Δεκεμβριανά έως το δημοψήφισμα του 2015 δύο είναι οι αυθόρμητες σκέψεις. Πρώτον, ότι ο συγγραφέας εισήλθε με δική του ευθύνη σε δρόμο «ολισθηρό», όπου τα νωπά τραύματα διεγείρουν πολιτικά πάθη. Δεύτερον, κατά πόσο μπορεί να διαφοροποιηθεί από ανάλογους τίτλους όπου η οικογενειακή σάγκα εκτείνεται σε διαφορετικές δεκαετίες.
Για τις σκέψεις αυτές και πολλές άλλες – που τελικά αφορούν τον τρόπο που γράφεται ένα μυθιστόρημα για το αντικαθρέφτισμα του παρελθόντος στο παρόν – βρεθήκαμε με τον Κώστα Καλτσά, η «Νικήτρια σκόνη» του οποίου κυκλοφόρησε μόλις προχθές από τον Ψυχογιό. Οπως περιγράφει ο ίδιος: «Από το 2009-2010 έγραφα μια σελίδα εδώ και μια εκεί, λόγω έλλειψης χρόνου. Κάποια στιγμή το 2014 είπα “δεν γίνεται έτσι, πρέπει να βρω έναν τρόπο να το γράψω”. Εκανα αίτηση για διδακτορικό στη Δημιουργική Γραφή στο Σαουθάμπτον.
Δεν ήμουν πολύ αισιόδοξος, υπήρχαν 800 υποψήφιοι για 50 υποτροφίες σε όλα τα τμήματα Ανθρωπιστικών Σπουδών. Δύο ή τρεις θα δίνονταν στη Δημιουργική Γραφή. Οταν έγινα δεκτός, σκέφτηκα “τώρα δεν έχω επιλογή”. Στις εκλογές του 2015 ήμουν στο αεροπλάνο για το Σαουθάμπτον. Ξεκίνησα να το γράφω τέλη Νοέμβρη και το τελείωσα στις αρχές του 2020».
Το γεγονός ότι ήταν μέρος πανεπιστημιακής διατριβής στο εξωτερικό σε βοήθησε να κρατήσεις μια απόσταση από το φορτισμένο θέμα;
Νομίζω πως ναι. Υπήρχε μια περίεργη διαμεσολάβηση στο γεγονός ότι η μισή βιβλιογραφία ήταν στα ελληνικά, η άλλη μισή στα αγγλικά, επειδή πρόκειται για απομνημονεύματα άγγλων στρατιωτικών, αρχεία του Φόρεϊν Οφις κ.λπ. Αυτή η διαρκής μετάθεση από το ένα στο άλλο και η αναζήτηση για ένα ενιαίο σύνολο γλώσσας και ύφους βοηθούσε να κρατάω απόσταση. Προφανώς είχα κι εγώ συγκεκριμένες πολιτικές πεποιθήσεις, αλλά δεν το έγραφα για να επιδείξω την ορθότητά τους. Ηταν μεγάλο στοίχημα ξεκινώντας να γράφω χαρακτήρες, π.χ. φιλοβασιλικούς, που αισθανόμουν πως δεν καταλάβαινα καθόλου, να μην κατασκευάσω καρικατούρες. Πόσω μάλλον που ο «διχασμός» του 2015 είχε άμεσες αναφορές σε έναν Εμφύλιο από μια πλειοψηφία που δεν τον είχε ζήσει καθόλου. Εκείνο που με ενδιέφερε ήταν με ποιον τρόπο τα Δεκεμβριανά συνομιλούν με το 2015, ή κατά πόσο «συνομιλούν» επειδή εμείς τα αναγκάζουμε. Το αρχικό έναυσμα ήταν η διαδεδομένη πίστη πως «όσοι δεν γνωρίζουν την Ιστορία είναι καταδικασμένοι να την επαναλαμβάνουν». Μήπως τελικά ισχύει το αντίθετο; Πού είναι όλοι αυτοί που δεν γνωρίζουν την Ιστορία; Ποια Ιστορία; Σκεφτόμουν τη θεωρία του Χέιντεν Γουάιτ για την Ιστορία ως αφήγηση και πώς αυτή μετατρέπει τα ιστορικά συμβάντα σε ιστορικά γεγονότα, που πάντα κουβαλούν ένα σύμπλεγμα ιδεών και προκαταλήψεων. Είναι σαν να λες «το 1922» ή «η Μικρασιατική Καταστροφή». Το δεύτερο δεν είναι απλώς ένα συμβάν, αλλά ένα σύνολο ιδεών γύρω από το συμβάν. Το συμβάν υπό περιγραφή. Και το ίδιο συμβαίνει με το 2015.
Στο σημείο αυτό παίζει ρόλο το πώς ζουν οι ίδιοι οι χαρακτήρες τη μικροϊστορία τους και τη μεγάλη Ιστορία…
Σαφώς. Σκεφτόμουν συνεχώς ότι οι χαρακτήρες το 1944 ζουν σε μια στιγμή μεγάλης κρίσης και αγωνιούν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο για ένα μέλλον. Εμείς τους κοιτάζουμε από την ασφάλεια της ιστορικής απόστασης, γνωρίζοντας όλα όσα θα ακολουθήσουν. Το ίδιο αρχίζει να ισχύει πια για το 2015. Μία δεκαετία μετά το βλέπεις γνωρίζοντας όσα θα ακολουθήσουν. Θέλω και λίγο να αναρωτηθείς: πώς έβλεπες εκείνη την περίοδο τότε και πώς τώρα;
Θα έχεις ακούσει προφανώς την άποψη ότι παρατηρώντας το 2015 μπορούμε να κατανοήσουμε ανθρώπους και καταστάσεις του 1944, κυρίως για την ελληνική Αριστερά. Συμφωνείς με μια τέτοια αντίληψη; Σε βοηθάει στην επεξεργασία του υλικού;
Οχι, αμφιβάλλω ότι μπορούμε να «διαβάσουμε» το 1944 επειδή ξέρουμε το 2015. Νομίζω ότι φαίνεται και στα μότο στην αρχή του βιβλίου. Υπάρχει μια ένταση μεταξύ της σύγκρισης του παρόντος μας με κάποιο παρελθόν, και του ερωτήματος ποιο παρελθόν είναι αυτό. Ηθελα, εξάλλου, να παίξω με την ιδέα της οπτικής γωνίας. Με τη ματιά του παρόντος που κοιτάζει το παρελθόν και ταυτόχρονα ενός παρελθόντος που κοιτάζει το μέλλον. Να δώσω στον αναγνώστη τη δυνατότητα να απαντήσει για τον εαυτό του ποια θεωρεί τελικά ότι είναι η σχέση με το παρελθόν, ποιο είναι το ξεκαθάρισμα, αν υπάρχει κλείσιμο των λογαριασμών. Νομίζω άλλωστε ότι σε ένα τέτοιο βιβλίο, που ακουμπάει σε στιγμές κρίσης, το να ισχυριστώ ότι υπάρχει κάποια εύκολη τελική απάντηση είναι εξ ορισμού λάθος. Οτι με κάποιον τρόπο, ρε παιδί μου, όσο δύσκολο και τραυματικό ήταν το παρελθόν, πάντως έχει κατακτηθεί, διότι μπορούμε να το αφηγηθούμε. Οχι. Υπάρχει πάντα η επαναδιαπραγμάτευση. Αυτό που θέλω να σχολιάσω μέσα σε όλα τα άλλα είναι το πόσο οι ίδιες μας οι αφηγήσεις καταλήγουν να διαστρεβλώνουν το παρελθόν και το παρόν με συγκεκριμένους τρόπους.
Ο κίνδυνος που έπρεπε να αποφύγεις ήταν οι χαρακτήρες-καρικατούρες, όπως είπες. Και πράγματι, όλοι οι κεντρικοί έχουν αντιφάσεις, ρωγμές και αμφιβολίες. Ηθελες να αποφύγεις την κατηγοριοποίησή τους στον άξονα Δεξιά – Αριστερά;
Διάλεξα στο Σαουθάμπτον δύο επιβλέποντες καθηγητές γιατί κατά βάση επρόκειτο για ρεαλιστές, οπότε θα λειτουργούσαν ως αντίβαρο στην τάση μου να κάνω όλο και περισσότερα κόλπα, όλο και περισσότερα παιχνίδια στη φόρμα. Οι χαρακτήρες κατ’ αρχάς έπρεπε να είναι πειστικοί. «Ανθρώπινοι» με κάποιον τρόπο. Ξεκινώντας να γράφω την πρώτη σκηνή με την κυρία Πέτρου, είπα στον εαυτό μου «οκέι, είναι δεξιά, ωραία» – έπρεπε όμως να δω πέρα από το τι πιστεύω εγώ για εκείνη. Και άρχισα να τη βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα. Οι καρικατούρες είναι από τις μεγάλες ενστάσεις μου για μυθιστορήματα που αφορούν τον Εμφύλιο και την Κατοχή. Θυμάμαι, διάβαζα κάποια στιγμή κάτι για την Κατοχή, όπου εμφανιζόταν ένας μαυραγορίτης ως γλοιώδες καθοίκι που μέσα σε 10 σελίδες αποδεικνύεται και βιαστής. Συν τοις άλλοις, κοιτάζοντας το ιστορικό αρχείο διαπιστώνει κανείς ότι ιδίως στην Αθήνα κάτι σαν τα τρία τέταρτα του πληθυσμού είχαν κάποια σχέση με τη μαύρη αγορά, γιατί αλλιώς δεν θα επιβίωναν. Λοιπόν, δεν ήταν τα τρία τέταρτα του πληθυσμού τέρατα. Το ενδιαφέρον είναι να δούμε ότι υπάρχουν και αυτοί που δεν ήταν τέρατα ή τουλάχιστον όχι στο δικό τους κεφάλι.
Ηδη στις πρώτες σελίδες υπάρχουν συγκεντρωμένα ορισμένα στοιχεία τα οποία θα εξελιχθούν σε πολυπρισματική αφήγηση. Η ανάγκη του παππού να αφηγηθεί, να φτιάξει αρχείο για την εγγονή του, όπως έκανε για τους γιους του, ώστε να πει «όσα χρειάζονται». Οταν ξεκινάς λοιπόν αυτή την αφήγηση, τι πιστεύεις ότι ψάχνουν οι ήρωες στο παρελθόν; Μια ταυτότητα, ένα αντικλείδι για το παρόν, εξιδανίκευση ή συγχώρεση;
Ολα αυτά μαζί. Εχουμε ανά πάσα στιγμή μπροστά μας ένα παρόν που αυτό καθαυτό είναι δύσκολο να το δεις, γιατί απαιτεί τρομερή προσοχή, συνεχή ανάλυση του τι είναι αυτό που βλέπω, τι είναι που δεν βλέπω. Είναι και αυτή η έλλειψη μιας ευρύτερης οπτικής γωνίας, το γεγονός ότι δεν μπορείς να έχεις εποπτεία. Αναπόφευκτα, είναι πιο εύκολο να ανατρέξεις σε ένα παρελθόν το οποίο, τουλάχιστον με τις μορφές της επίσημης Ιστορίας, μοιάζει να είναι πάντα κατακτημένο, οπότε να σου δίνει ένα πάτημα. Η ειρωνεία είναι ότι στην πραγματικότητα, όταν στρέφεσαι στο παρελθόν και αρχίζεις να το κοιτάς από πιο κοντά, διαπιστώνεις πόσο εύθραυστο είναι αυτό το πάτημα. Ενα σχόλιο που είχα χρησιμοποιήσει στη διατριβή – του Γουάιτ, για το Αουστερλιτς του Ζέμπαλντ – ήταν για τη μελαγχολία που προκύπτει από την υπόνοια ότι μια απλώς «ιστορική» γνώση της Ιστορίας περισσότερα προβλήματα δημιουργεί παρά λύνει, όταν πρόκειται για προσπάθεια ανάκτησης νοήματος για μια ανθρώπινη ζωή. Και αυτό στην ουσία εξετάζω στο βιβλίο.
Ειδικά για το 2015 πώς είχες αποφασίσει ότι θα ξεπερνούσες τον σκόπελο να πάρεις θέση σύμφωνα με τις δικές σου πεποιθήσεις για όσα έγιναν;
Το κομμάτι που αφορά το 2015 ήταν ακριβώς η αποτύπωση μιας ρευστότητας. Ηταν ένα από τα στοιχήματα. Ηθελα να το σκεφτεί λίγο ο αναγνώστης, να υπάρχει αυτή η αντανάκλαση: ότι έχουμε μάθει όλοι να βλέπουμε τα ιστορικά γεγονότα με απόλυτους όρους. Κι όμως, το 2015 είχες αριστερούς να κράζουν τον ΣΥΡΙΖΑ, δεξιούς να τον χειροκροτούν. Οπότε ήξερα ότι γύρω από τον ήρωά μου, τον Αντρέα, για παράδειγμα, θα ακούγονται ένα σωρό απόψεις που αντιπροσωπεύουν εκείνη τη ρευστότητα, την ιδέα ότι δεν είναι εύκολο σε μια τέτοια συνθήκη και ένα τέτοιο μέγεθος απόφασης να βάλεις κάποια στεγανά. Ξεκίνησα λέγοντας ότι αυτοί οι χαρακτήρες θα έχουν όλοι το ίδιο μπέρδεμα στο κεφάλι τους που είχαμε και όλοι εμείς. Είναι πολύ εύκολο να γράψω ένα βιβλίο για καρικατούρες των μεν και των δε. Το ερώτημα όμως είναι οι αντιφατικοί άνθρωποι. Ο κόσμος που μπορεί να έχει κάποιες ιδέες στο κεφάλι του και ταυτόχρονα να έχει και κάποιες άλλες, φτάνοντας στο σημείο να είναι έτοιμος να σκοτωθεί. Ξεκίνησα με τη λογική ότι δεν θέλω να κάνω ακριβώς μια ιστορική σύγκριση, αλλά να αναδείξω τους κινδύνους αυτής της ιστορικής σύγκρισης.
Εκτός από την προσέγγιση της Ιστορίας ο άλλος μεγάλος άξονας είναι το πώς επιλέγεις να δώσεις «λογοτεχνικότητα» μέσα από τεχνικές αφήγησης που εκτείνονται από τον ρεαλισμό έως το μεταμοντέρνο. Πώς στέκεσαι προσωπικά απέναντι στους μεγάλους μοντερνιστές; Στον Φόκνερ, για παράδειγμα, εφόσον μιλάμε για οικογενειακό ιστορικό μυθιστόρημα;
Να πω κατ’ αρχάς ότι στον Φόκνερ οφείλει τον τίτλο του το μυθιστόρημα. Μέχρι περίπου δύο μήνες πριν παραδώσω τη διατριβή δεν είχε ακόμη τίτλο. Κάποια στιγμή πιάνω να ξαναδιαβάσω το «Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!» και βλέπω στην πρώτη σελίδα τη φράση «victorious dust». Ξεκίνησε ως προσωρινός τίτλος, αλλά σύντομα αρχίζω να συνειδητοποιώ ότι δύσκολα θα έβρισκα πιο ταιριαστό. Εχω μια τάση ίσως να αγαπώ περισσότερο τον μοντερνισμό και τον μεταμοντερνισμό από τον ρεαλισμό. Αλλά έχω και μια ένσταση για το κατά πόσο ο «ρεαλισμός», όπως τον εννοούμε, είναι πραγματικός ρεαλισμός. Ή κατά πόσο οι τεχνικές που συνδέουμε με αυτόν έχουν αποκτήσει τέτοια αναπαραστατική σταθερότητα ώστε να είναι πλέον διάφανες, να μην τις αντιλαμβανόμαστε ως τεχνικές. Η λογοτεχνία μιας εποχής προσπαθεί πάντα να βρει τρόπο να μιλήσει για την εποχή. Και αυτό δεν αφορά μόνο το θέμα, αλλά και τη φόρμα. Και υπάρχει ένα ερωτηματικό το οποίο σε θεωρητικό επίπεδο συζητείται πάντα, για το κατά πόσο μια παλαιότερη φόρμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και να λειτουργήσει σε μια νεότερη εποχή. Πρέπει κάπου να την προσαρμόσεις και στην εποχή σου με βάση κάποιους κώδικες ανάγνωσης.
Ποιο ήταν το προσωπικό στοίχημα όσον αφορά τη γλώσσα και το ύφος σε ένα βιβλίο που «διαβάζει» την Ιστορία αλλά πρέπει να αποκτήσει και τον δικό του ρυθμό;
Θεωρώ ότι για να γράψω οτιδήποτε που αξίζει τον κόπο πρέπει να ξεκινήσω κάτι που αισθάνομαι πως υπερβαίνει τις δυνάμεις μου. Να έχω μια μορφή αμφιβολίας αν μπορώ να το πετύχω. Ο σκοπός δεν είναι να φανώ εγώ πιο έξυπνος από τους αναγνώστες. Το θέμα είναι το βιβλίο να αποδειχθεί πιο έξυπνο από εμένα. Να βλέπει καθαρότερα, να δείχνει μεγαλύτερη κατανόηση. Αν πάρουμε για παράδειγμα τη σκηνή στο Σύνταγμα, όπου συγκεντρώνονται όλοι οι χαρακτήρες στα Δεκεμβριανά, εκεί έλεγα ότι δεν ξέρω αν μπορώ να αποτυπώσω αυτό που έχω στο κεφάλι μου: Θα υπάρξουν αυτές οι 50 σελίδες που είναι σχεδόν δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο, με ταυτόχρονες οπτικές γωνίες στα ίδια περιστατικά. Χρειάστηκε πολλή προετοιμασία, ακριβές πλάνο. Που δεν είναι ο τρόπος που δουλεύω συνήθως. Γενικά έχω μια χοντρική ιδέα πού νομίζω ότι πηγαίνω, αλλά όχι ακριβώς πώς θα φτάσω εκεί. Ο Τζορτζ Ρ.Ρ. Μάρτιν έχει κάνει έναν κάπως χοντροκομμένο διαχωρισμό, που πάντως έχει νόημα: Οι συγγραφείς είναι ή κηπουροί ή αρχιτέκτονες. Οι πρώτοι φυτεύουν σπόρους, ποτίζουν και περιμένουν να δουν τι θα μεγαλώσει, οι αρχιτέκτονες δεν ξεκινάνε τίποτα αν δεν υπάρχει έτοιμο σχέδιο. Εγώ είμαι συνήθως της κηπουρικής.
Εχεις αναφορές από τον Βιζυηνό και τον Σεφέρη έως τη Βιρτζίνια Γουλφ, τον Μέλβιλ και τον Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας. Πού αρχίζει και πού τελειώνει το στοίχημα με τη λογοτεχνικότητα σε ένα μυθιστόρημα για την ελληνική ιστορία γραμμένο στα αγγλικά;
Ακριβώς λόγω αυτής της συνθήκης το βιβλίο πρέπει να αντλεί τόσο από την ελληνική όσο και από την αγγλόφωνη παράδοση, και οι αναφορές του να είναι οργανωμένες με τρόπο που αναπτύσσει αλλά και περιπλέκει τις θεματικές. Ταυτόχρονα, πρέπει πρώτα απ’ όλα να επιτυγχάνει ως αφήγηση, να μπορεί να διαβαστεί απλώς ως τέτοια. Οι ήρωες πρέπει να σε πείθουν ως αναγνώστη. Οι τεχνικές να παρουσιάζουν τον κόσμο σαν καλειδοσκόπιο, αλλά καλειδοσκόπιο ενταγμένο οργανικά στο μυθιστόρημα. Δεν πιστεύω στο κλισέ που ακούς από πολλούς συγγραφείς, ότι από ένα σημείο και μετά οι χαρακτήρες παίρνουν ζωή και αυτονομούνται. Οχι, καθόλου. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι στο κεφάλι σου ο κάθε χαρακτήρας αποκτά ένα είδος ρυθμού. Στο τρίτο μέρος, για παράδειγμα, θεωρούσα ότι ήξερα τον τρόπο που αυτοί οι άνθρωποι μιλάνε και είχα στο κεφάλι μου ένα είδος πινγκ πονγκ που παίζουν μεταξύ τους. Δεν ήταν καν ζήτημα τεχνικής εκείνη τη στιγμή. Υπάρχει ένα σημείο πύκνωσης.