Μέσα στην απέραντη λαβωματιά του αστικού σύμπαντος των Αθηνών παραμονεύουν σιωπηρά κάποιοι απόκρυφοι κόσμοι, μικροσκοπικές επικράτειες παραδομένες στην ενδοχώρα του ονείρου. Μία εξ αυτών εκλύει αφειδώλευτα τις πιο φανταχτερές αποχρώσεις τής αξόδευτης φαντασίας και των ηχηρών συναισθημάτων. Το σκακιστικό καφενείο Πανελλήνιον, που προτάσσει με μετριοφροσύνη τη διάφανη όψη του στον ακάματα πολύβουο δρόμο της οδού Μαυρομιχάλη.
Σε τούτη τη ζώσα οθόνη της βιτρίνας του καφενείου, που άλλοι προσπερνούν με μια αφηρημένη βιάση κι άλλοι κοντοστέκονται εφήμερα να ξαποστάσουν πάνω της το φιλοπερίεργο βλέμμα τους, ο Σπύρος Μαντζαβίνος και ο Κώστας Αντάραχας με την υποστήριξη της Alaska Films εμβαπτίζονται εντός της με θαρρετή ευλάβεια, ώστε να αποδώσουν αριστοτεχνικά και με περισσή ευαισθησία στον κινηματογραφικό φακό όχι απλώς και μόνο μια σπουδή στη σκακιστική κοινότητα. Οι σκηνοθέτες ουδαμώς επιθυμούν να απαριθμήσουν απαράβατους κανονισμούς ή οδηγίες χρήσεως του παιχνιδιού, ουδόλως να εξυμνήσουν τα πρωταθλητικά επιτεύγματα των θαμώνων, εν ολίγοις το κινηματογραφικό τους πόνημα δεν άπτεται αποκλειστικά της τεχνικής σκακιστικής «ηδυπάθειας».
Απεναντίας, αυτό επιστρατεύεται ως πρόφαση για να διαπεράσουν με τη διακριτική μα επίμονη λόγχη των ερωτήσεων του Σ. Μαντζαβίνου, ο οποίος αναμειγνύεται τόσο ενεργά μα διακριτικά στη συντροφιά τους, τις φαινομενικά άτρητες πανοπλίες των σκακιστών, με απώτερη βλέψη η ταινία να αφηγηθεί την αποφλοιωμένη ουσία του ανθρώπου, τη ζωή που απνευστί παρέρχεται λαμβάνοντας ενίοτε δυσβάστακτες τροπές, τις κλιμακούμενες ματαιώσεις και τις άφθορες μνήμες εκείνων που συλλογικά προσέτρεξαν για απάγκιο στη φιλευσπλαχνία του σκακιού και της ξένιας κιβωτού του καφενείου, η οποία εναγκαλίζεται κι αγαπά τις ατέλειες της ύπαρξης που απορρίπτει η κοινωνία, τα ελαττωματικά γνωρίσματα του απόβλητου. Είναι ο τόπος όπου συγκατοικούν ισάξια και αρμονικά οι άγιοι και οι παρίες.
Δύο κόσμοι
Τα πλάνα της ταινίας, υποτελή στην ευφάνταστη συρραφή κι εναλλαγή της ασπρόμαυρης με την έγχρωμη αισθητική, εντούτοις δεν αποδίδονται στην εύκολη δήθεν αρμόζουσα αντιστοιχία του ασπρόμαυρου με τα ενδότερα του καφενείου και του έγχρωμου με την ενατένιση της καθημερινότητας που φύεται στις παρυφές του. Αντιθέτως, η ταινία απειθεί κι επιτρέπει στους δύο κόσμους να αναμειγνύονται ακανόνιστα, ακριβώς όπως οι πρωταγωνιστές της ανήκουν και στους δύο. Η ώσμωση του έγχρωμου και του ασπρόμαυρου κόσμου τελείται ατίθασα, σαν την ολίσθηση του ανέμου από ένα λησμονημένο μισάνοιχτο παράθυρο, που κυκλοφορεί ενώνοντας όσους αναπνέουν, αφήνοντας αναπόφευκτα και την έγχρωμη πολυπλοκότητα να παρεισφρήσει πρόσκαιρα στο κατά τα άλλα δίχρωμο σύμπαν των σκακιστών. Αρχικά, οι επισκέψεις του έγχρωμου μοιάζουν τακτικές, ωστόσο όσο εντρυφούμε σε αυτό το άγνωρα μαγικό σύμπαν βυθιζόμαστε όλο και περισσότερο στην κινούμενη άμμο του ασπρόμαυρου που το απαρτίζει.
Οι χαρακτήρες, στην πλειονότητα άντρες, με μονάχα μία γυναίκα ανάμεσά τους ως άλλη βασίλισσα στο ταμπλό του καφενείου και τη στιβαρά καταλυτική παρουσία του ιδιοκτήτη να χωροθετεί το συλλογικό τους όνειρο, επιδίδονται στις καθιερωμένες τους επιτραπέζιες συρράξεις, συνδιαλέγονται, συνοφρυώνονται και μειδιούν, γλεντούν και καταθέτουν εκ βάθους ψυχής τις αμφισημίες του σκακιού ως μικρογραφίας της ζωής («Το σκάκι είναι η ζωή, μια σκακιέρα η ζωή, μια μάχη»), μιας ζωής μάλλον άδικης που εν μέρει διορθώνει τα κακώς κείμενα εντασσόμενη στον τετραγωνικό κάνναβο ενός παιχνιδιού. Ορισμένοι μειλίχιοι κι άλλοι ολίγον τι φρενιτιώδεις σκύβουν με προσήλωση στην εκάστοτε παρτίδα, έχοντας απεκδυθεί τις φερόμενες ανισότητες, την αστική ευπρέπεια της εξωτερικής τους ζωής που κείτεται λιπόθυμη στο κατώφλι του καφενείου. Εκεί διαθέτουν όλοι τα ίδια υπάρχοντα και μια μοιρασμένη σκακιέρα να τα εναποθέσουν, εκεί, όπως δηλώνει κι ένας χαρακτήρας της ταινίας, «είναι όλοι ίσοι». Κι αν μια παρτίδα χαθεί, θα κερδηθεί η επόμενη, κι αν τα πιόνια πεθάνουν, θα αναστηθούν αυτομάτως σε γύρο κατοπινό. «Το καφενείο είναι ένα θέατρο, μια θεατρική σκηνή» που εδράζει το τέλειο πεπρωμένο μιας παρτίδας, το οποίο θα αφήσει τον παίκτη αλώβητο ούτως ώστε να ξεκινήσει μεμιάς απ’ την αρχή, καθώς ο ίδιος αδράχνει τα ηνία της μικρογραφίας μιας ζωής που ουδόλως μπορεί να ελέγξει ολοκληρωτικά.
Υπό εξαφάνιση
Τα κάδρα της ταινίας που φιλοξενούν μέσα τους μια ολόκληρη παράδοση, τα οποία κραδαίνουν την αρμαθιά μιας εποχής υπό εξαφάνιση, επικεντρώνονται στα πρόσωπα, αδειοδοτούν τις υφέσεις του κινηματογραφικού χρόνου, παραχωρούν την απλωσιά στον καπνό από τις καύτρες να περιδινιστεί στον χώρο, στα νεοφερμένα συναισθήματα να επεκταθούν ως τις εσχατιές του προσώπου που απεικονίζουν. Υπό την επήρεια τούτων των μελαγχολικών πλάνων, ο θεατής θα αφεθεί στην επίδραση της φωνής του σκακιστή και πιανίστα Βέντσισλαβ (που αμφιρρέπει αναμεταξύ ασπρόμαυρων πιονιών και πλήκτρων), ως απόκοσμης ηχούς μιας ονειρικής διάστασης που με την καταπραϋντική χροιά της ταξινομεί το σύμπαν των σκέψεων, όποτε οι διάλογοι ή οι μονόλογοι καταλαγιάζουν.
Σε τούτη την παράλληλη διάσταση κάποιος προσεγγίζει τη δικαίωση του ματαιωμένου οράματος, άλλος ξεσπά όσα στοιβάζει κάτωθεν του προσωπείου της καθημερινότητας, ίσως έτερος να απαλλάσσεται από τις καταιγιστικές νομοτέλειες της ζωής επενδύοντας στην ουτοπία. Ομως, όλοι μα όλοι προσφεύγουν σε αυτή τη συμπυκνωμένη κιβωτό των ανθρώπων προκειμένου να υπάρξουν πραγματικά, για να γευτούν ίσως τη μοναδική εφικτή σταλαγματιά ελευθερίας κι ανόθευτης μαγείας που εν δυνάμει αναλογεί στον καθένα μας.