Δεν είναι μια η όψη της μικρής χώρας του νοτίου άκρου της Ευρώπης: υπάρχει η Ελλάδα που είναι προσωπική, μια εικόνα μοναδική για τον καθένα, υπάρχει εκείνη που περιγράφουμε ως πατρίδα και μια ακόμα – αυτή που, για κάποιον λόγο, παραχώνεται κάπου για να μη διατηρεί κανείς οπτική επαφή μαζί της, οπότε κάθε φορά που βγαίνει στην επιφάνεια, με όποια αφορμή, προκαλεί δυσφορία. Το τελευταίο διάστημα η ελληνική κοινωνία βρέθηκε πολλές φορές αναγκασμένη να κοιτάξει στον καθρέφτη της, για να διαπιστώσει την απόσταση ανάμεσα σ’ αυτό που περιγράφει ο καθένας ως Ελλάδα και στην πραγματικότητά της. Και αυτό που είδε μάλλον δεν της άρεσε και πολύ.
Ανάποδες ζαριές
Το τραγούδι της Μαρίνας Σάττι αγγίζει σχεδόν τα 2 εκατομμύρια προβολές στο επίσημο κανάλι της Eurovision στο YouTube και όλο ανεβαίνει στις εταιρείες στοιχημάτων. Τα μοναδικά αρνητικά σχόλια προέρχονται από Ελληνες που, παρά τον στίχο και τις εικόνες της Ακρόπολης, βρήκαν στο τραγούδι μια μείξη Μπόλιγουντ, ρεγκετόν και βαλκανικού ήχου που «δεν ταίριαζε στην αισθητική τους». Πιο πολύ, τους ενόχλησε το κλείσιμο του ματιού στην τουριστική πλευρά της Ελλάδας, στη στερεοτυπική ιδέα της, όπως αυτή παρουσιάζεται στις εικόνες που συνοδεύουν το τραγούδι. Ενδεχομένως γιατί αυτή η ιδέα – με τους κίονες, τη γιαγιά με το τσεμπέρι, τον Λεωνίδα, τη φέτα και το σουβλάκι –, με την οποία η Σάττι έπαιξε χωρίς να υποτιμά, είναι πιο εύκολα διαχειρίσιμη και για εκείνους που την αποκηρύσσουν και για εκείνους που την ενστερνίζονται.
Μπορεί οι αναλύσεις που έγιναν τις τελευταίες μέρες να είναι πολύ βαθιές ή η ίδια η ερμηνεύτρια να μην πήρε τον εαυτό της τόσο στα σοβαρά όσο όλοι οι υπόλοιποι, όμως το τρολάρισμα ήταν παραπάνω από εμφανές: η Σάττι ήθελε να δείξει όλες τις πλευρές της σύγχρονης Ελλάδας χωρίς να ντρέπεται για καμία. Βγήκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παρομοιάζοντας σοβαρά τον ρυθμό με την παραλλαγή του πανηγυριώτικου «Γλύκα-Γλύκα» από την Κέλλυ Κελεκίδου: «Είχατε και στο χωριό σας ρεγκετόν;», ρώτησε τους ακολούθους της.
Η δύναμη του όχλου
Δύο νεαρά κουίρ άτομα περπατούσαν στην πλατεία Αριστοτέλους για να πάρουν παγωτό, περίπου εκατό «κανονικοί» τα έδιωξαν με απειλές και ύβρεις από το πιο κεντρικό σημείο της πόλης. Δεν είναι η πρώτη φορά που η Θεσσαλονίκη βρίσκεται στο επίκεντρο βίαιων συμπεριφορών που εκπέμπουν ρατσισμό, σεξισμό ή ομοφοβία. Τα γεγονότα του περασμένου Σαββάτου όμως, μαζί με όσα ακολούθησαν στις προβολές του Φεστιβάλ Κινηματογράφου, δεν είναι μόνο αποτέλεσμα μιας συντηρητικής τάσης στη Βόρεια Ελλάδα ήδη από την εποχή της πανδημίας – τους τελευταίους μήνες, με αφορμή την ψήφιση του νόμου για την ισότητα στον γάμο, ακούστηκαν ακραία επιχειρήματα στον δημόσιο διάλογο από τους αρχηγούς των κομμάτων που έχουν τα βασικά τους ερείσματα στη Θεσσαλονίκη.
Το πολιτικό σύστημα χωρίστηκε στα δύο, οριζόντια, κανένα κόμμα από όσα στήριξαν τις αλλαγές δεν έμεινε χωρίς διαφοροποίηση την ώρα της ψηφοφορίας. Οι βουλευτές που είπαν «ναι» βιώνουν ακόμα και σήμερα τα απόνερα της απόφασής τους – αφορίζονται, όπως ο Δημήτρης Μπιάγκης του ΠΑΣΟΚ και ο Χρήστος Αυλωνίτης του ΣΥΡΙΖΑ, στοχοποιούνται όπως ο Παύλος Χρηστίδης, «κόβονται» από παραδοσιακές εκδηλώσεις την Κυριακή της Ορθοδοξίας, όπως η επιστροφή της πρόσκλησης για γεύμα στην Προεδρία και η αλλαγή εκκλησίας για την κεντρική λειτουργία. Το αποτέλεσμα; Ακόμα και εκπρόσωποι της πιο ανεκτικής γενιάς που έχει υπάρξει τα τελευταία 50 χρόνια στη χώρα απειλούν δύο διαφορετικούς συνομηλίκους τους χωρίς ντροπή, σε δημόσια θέα.
Περήφανοι εκτός
Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που στήθηκαν περήφανα μπροστά σε οθόνες κάθε είδους τα ξημερώματα της περασμένης Δευτέρας για να δουν την απονομή των φετινών Οσκαρ – η ταινία ενός Ελληνα διεκδικούσε δέκα διακρίσεις, από τις οποίες πήρε τέσσερις. Σε όλη τη σεζόν των βραβείων, οι αναλύσεις για το έργο του Γιώργου Λάνθιμου ξεχείλιζαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: είτε η ταινία άρεσε είτε όχι, ήταν ευρέως αποδεκτό πως ο σκηνοθέτης είναι ταλαντούχος, πως αξίζει την αναγνώριση που βρήκε τα τελευταία χρόνια εκτός των συνόρων της πατρίδας του. Κι όμως, η έξοδός του από τη χώρα, όπως έχει πει, ήταν και λύση ανάγκης: ο Λάνθιμος ήξερε πως στην Ελλάδα δεν θα μπορούσε να γυρίσει ποτέ τις ταινίες που ήθελε (και τελικά έκανε) στο εξωτερικό, άρα αυτή κατέστη μονόδρομος.
Φεύγοντας, ο Λάνθιμος δεν έριξε μαύρη πέτρα – όπως πολλοί ακόμα που αποκαλούνται brain drain. Τα φιλμ του όμως απέκτησαν μπάτζετ και πρωταγωνιστές χολιγουντιανούς αστέρες που μιλούν αγγλικά ως πρώτη γλώσσα, το «Greek Weird Wave» απώλεσε το πρώτο επίθετο, μένοντας παράξενο χωρίς χώρα καταγωγής. Πάνω από μία δεκαπενταετία νωρίτερα, μετά τον ελληνικότατο «Κυνόδοντα», ο Λάνθιμος έψαχνε χρηματοδότηση με το κιάλι. Το παρελθόν του στα βιντεοκλίπ του Σάκη Ρουβά και τις διαφημίσεις αεροπλάνων δεν χρησιμοποιήθηκε υπέρ του (ως απόδειξη μιας δεινότητας που φαινόταν από τότε και εξελίχθηκε στα χρόνια, όπως λέγεται σήμερα), αλλά ως αφορμή για την αποδόμησή του.
Πίσω από τη βιτρίνα
Στη θεωρία, οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι ήταν απολύτως ασφαλείς – τίποτα δεν θα μπορούσε να σταματήσει ένα τρένο από το να φτάσει στον προορισμό του. Το δυστύχημα των Τεμπών και η τραγική απώλεια των 57 ανθρώπων που βρέθηκαν τη λάθος στιγμή στα λάθος βαγόνια διέλυσαν, στη συλλογική συνείδηση, κάτι παραπάνω από τη βιτρίνα μιας χώρας που λειτουργεί, έπειτα από χρόνια, σε συνθήκες κανονικότητας: η καθυστέρηση απονομής δικαιοσύνης, η αδιαφορία, η επιμονή στο γράμμα του νόμου περί ευθύνης υπουργών αλλά όχι στη διερεύνηση στην κατεύθυνση που δείχνει ο ευρωπαίος εισαγγελέας, αλλά και η αίσθηση των οικογενειών πως επιχειρείται πολιτική συγκάλυψη πληγώνουν και πάλι τη σχέση της ελληνικής κοινωνίας με τους θεσμούς, η οποία κάποια στιγμή φάνηκε πως είχε αρχίσει να επουλώνεται.
Η Δικαιοσύνη είναι η πρώτη που βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της έλλειψης εμπιστοσύνης: ακόμα και εκείνοι οι πολίτες που δεν παρακολουθούν ειδήσεις συστηματικά είχαν μια κουβέντα να πουν για την πρόταση απαλλαγής από την κατηγορία του βιασμού του βασικού φερόμενου θύτη στην υπόθεση της 12χρονης από τον Κολωνό από την εισαγγελέα – αυτή η διαδήλωση στο κέντρο της Αθήνας, μαζί με εκείνη για τον έναν χρόνο από τα Τέμπη, ήταν οι μεγαλύτερες σε μια σειρά από συγκεντρώσεις και πορείες απέναντι στις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης.