Γράφω περιμένοντας την εαρινή ισημερία. Θες λίγο γιατί είναι η μέρα που μπαίνει για τα καλά η άνοιξη, θες γιατί την πρώτη μετά απ’ αυτήν πανσέληνο με έμαθαν μικρό να υπολογίζω πότε πέφτει το Πάσχα και τώρα πια το ξέχασα, θες γιατί με τη μητέρα μου αρχίζαμε το κλάδεμα, στον κήπο στην αρχή και μετά σε κάθε βεράντα που ζούσα… άσε που πάντα την 21η Μαρτίου κάθε χρονιά ό,τι και να γίνει έχουμε καρναβάλι. Ή μάλλον είχαμε καρναβάλι. Πάει καιρός που δεν καταλαβαίνω πότε μπαίνουμε στο Τριώδιο και πότε φτάνουμε να μασουλάμε τη λαγάνα.
Κι αυτό το φυσικό φαινόμενο να έχει στις 21 του μηνός ίδιες ώρες η μέρα με τη νύχτα. Πώς κόβεις στα δυο τον καιρό στα ίσα; Θυμάμαι μια ψυχοκόρη που είχε κάποτε η μητέρα μιας παλιάς φίλης, κι ήθελε να τηλεφωνήσει πρωί πρωί στους δικούς της που ζούσαν μετανάστες στην Αμερική. Τσάμπα προσπαθούσε να της πει η κυρία της ότι εκείνη την ώρα στην άλλη άκρη της γης είναι ακόμα νύχτα. Αδύνατον να την πείσει. Είδε κι αποείδε η γυναίκα έκανε την παλάμη της μπουνιά «Να» της λέει «Αυτή είναι η γη. Οταν ο ήλιος είναι από δεξιά φωτίζεται η δεξιά μεριά εδώ που είναι το μεγάλο δάχτυλο, κι έχουμε μέρα, όταν όμως ο ήλιος είναι από τα αριστερά φωτίζεται το μικρό δάχτυλο και το μεγάλο έχει νύχτα». Η μικρή στάθηκε για λίγο κοιτάζοντας διστακτική την κυρία της και μετά από λίγο πήρε θάρρος και λέει.
«Εσείς, κυρία, μορφωμένος άνθρωπος τα πιστεύετε αυτά τα πράγματα;». Ετσι στέκομαι κι εγώ πολλές φορές να κοιτάω με απορία πώς το γυρίζει ο ήλιος της ζωής σε ήλιο του θανάτου; Πώς γίνεται την ώρα που εδώ λάμπει το φως, χαρά Θεού, πιο πέρα δίπλα σχεδόν την ίδια ώρα σε άλλη πόλη σε άλλη χώρα να ναι σκοτάδι μαύρο «σαν του λαγού το αίμα».
Ξέρω, κάνω σαν ευαίσθητος νεανίας με ανθρωπιστικές ανησυχίες, που όσο να ‘ναι με στενεύει σαν κοστούμι, αλλά δεν μπορώ να χωνέψω ότι την ώρα που σκοτώνονται, (λάθος), σκοτώνουνε μωρά στην Παλαιστίνη εγώ βλέπω τον Κασσελάκη να ζητάει να τον κουρέψουν ΣΥΡΙΖΑ και τη χωρίστρα Αριστερά. Οπως παλιά όταν υπήρχαν ακόμη ράφτες κι όταν σου παίρνανε μέτρα για το παντελόνι γονάτιζαν έβαζαν τη μια άκρη της μεζούρας στο μπατζάκι και ανεβάζοντας την άλλη προς τα ευαίσθητα σημεία σε ρωτούσαν με τα μάτια σηκωμένα, «Είσθε αριστερός ή δεξιός;». Την πρώτη φορά τα ‘χασα, λέω είναι ερωτήσεις αυτές χούντα – μέρα; Αλλά αυτός ο καημένος γονυπετής με ρωτούσε πού τοποθετώ τα θέματά μου για να ράψει τον καβάλο καταλλήλως. Τώρα γιατί μου το θύμισε αυτό το αριστερό της χωρίστρας του κυρίου Κασσελάκη, μέγα μυστήριο το μυαλό και η ψυχή του ανθρώπου.
Μα ήτανε κι όλο αυτό το σκηνικό στην μπαρμπερί ο Θεός να με συγχωρέσει. Ασε που μετά απ’ αυτό, το λούσιμο, το στέγνωμα, το κούρεμα, το ξαναστέγνωμα κάπως απορρυθμίστηκα.
Αφού να φανταστείς εγώ που τόσο αγαπάω τα ζώα, τα λατρεύω, μετά απ’ όλο αυτό το σκηνικό, μέχρι κι αυτή η Φάρλι εδώ μου κάθεται. Γιατί δεν την έχει για ζώο συντροφιάς, την έχει σαν αξεσουάρ. Τη βάζει στο στήθος του, τη βάζει στα πόδια του, τη ρίχνει στους ώμους πασμίνα, τι είναι η Φάρλι, παιδάκι μου; Σακάκι ή κασκόλ μη και πουντιάσεις;
Πώς ξεγλιστράω όμως απ’ το θέμα ε; Ετσι κάνω πάντα, μόλις δω τα σκούρα το ρίχνω στην τρελή και στο χοντρό το καλαμπούρι. Είναι ίσως γιατί την ώρα που έγραφα, μέσα μου, σαν κάποιος άλλος, όχι εγώ, να μου ψιθύρισε:
«Ψιτ, εξυπνάκια μου, μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις, δίπλα σου εδώ, στην παρακάτω γειτονιά “Η μέρα φόρεσε τη νύχτα”».
Τι να κάνω κι εγώ;
Χαιρετώ.