Η συνάντηση αυτή με τον διεθνή καλλιτέχνη (σκηνοθέτη, χορογράφο, περφόρμερ, εικαστικό, σχεδιαστή κόμικ) Δημήτρη Παπαϊωάννου έγινε την Κυριακή 10 Μαρτίου το μεσημέρι, στο γραφείο της γενικής διευθύντριας του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης Ελίζ Ζαλαντό, μέσα στο Ολύμπιον της πλ. Αριστοτέλους και λίγο μετά τη συνομιλία του με τους δημοσιογράφους στο πλαίσιο του αφιερώματος στο κινηματογραφικό έργο του που οργάνωσε φέτος το ΦΝΘ. Στο Φεστιβάλ παρουσιάστηκε η βιντεο-εγκατάστασή του με τίτλο «Inside» και η παράλληλη κινηματογραφική απεικόνιση των παρασκηνίων του Inside, με τίτλο «Backside», στο MOMus-Πειραματικό Κέντρο Τεχνών. Επιπλέον, προβλήθηκαν οι μικρού μήκους ταινίες του «Nowhere» και «Primal Matter», όπου χορογραφεί εκ νέου το θεατρικό του έργο μέσα από τις ιδιότητες του κινηματογραφιστή και του μοντέρ. Τέλος, το ντοκιμαντέρ της Εύας Στεφανή πάνω στην περιοδεία της παράστασής του «Εγκάρσιος Προσανατολισμός» στις ευρωπαϊκές σκηνές προβλήθηκε ως work in progress. Μιλώντας με τους δημοσιογράφους ο Παπαϊωάννου αποκάλυψε αρκετά πράγματα: πρώτον, ότι ο Γιώργος Λάνθιμος έχει κινηματογραφήσει θεατρικές παραστάσεις του όπως οι «Δράκουλας» και «Ανθρώπινη δίψα» και ότι αυτό το υλικό ίσως κάποια στιγμή αξιοποιηθεί. Δεύτερον, τη λατρεία του ιδίου απέναντι στην τέχνη του μοντάζ με την ευρύτερη έννοια του όρου και όχι μόνο στον κινηματογράφο. Και, τρίτον, αξιοποιώντας δημιουργικά την τεχνική του μοντάζ, σκοπεύει κάποια στιγμή να κληροδοτήσει την ήδη υπάρχουσα δουλειά του που είναι όλη κινηματογραφημένη φτιάχνοντας έτσι όπως μόνον ο ίδιος θέλει ένα είδος documentation, ελεύθερα προσβάσιμο στο Διαδίκτυο. Από εκεί άρχισε η συζήτησή μας.
Μιλήσατε για το κληροδότημα της δουλειάς σας στον κόσμο μέσω του Internet. Πώς όμως ένας νέος άνθρωπος που ασχολείται με τόσα πράγματα και μπορεί ακόμα να προσφέρει σε πολλούς τομείς, σκέφτεται από τώρα μια κληροδότηση των πεπραγμένων του;
Υπάρχουν τρεις παράγοντες που με κάνουν και σκέφτομαι έτσι. Κατ’ αρχάς ήμουν συνάδελφος του Νίκου Αλεξίου και επίσης, για πολλά χρόνια, συντρόφευα καλλιτεχνικά τον Λευτέρη Βογιατζή κάνοντας την επιμέλεια της κίνησης και βοηθώντας καμιά φορά και στην εικόνα των έργων του. Και οι δύο θεωρώ ότι ήταν τεράστιες μορφές. Εφυγε όμως το έργο τους. Αν σήμερα κάποιος εικοσάρης θελήσει να δει τι έκανε ο Λευτέρης Βογιατζής, πού είναι αυτό το αρχείο; Είναι όλα κινηματογραφημένα. Αλλά πού ‘ν’ το; Και όταν θα γίνει, ποιος θα το κάνει; Και με ποιες καλλιτεχνικές επιλογές; Ποιος θα κρίνει ποια ήταν η καλύτερη ερμηνεία και το καλύτερο πλάνο; Οχι ο Λευτέρης. Εφυγε λοιπόν το έργο αυτών των ανθρώπων και το είδα να συμβαίνει. Το ελληνικό κράτος δεν πρόκειται να κάνει τίποτα για αυτό. Το είδα και αυτό. Δεύτερον, ευτύχησα να είναι κοσμαγάπητο ένα είδος δημιουργίας μου υδριβικό του οποίου οι αναλογίες και οι ποσοστώσεις είναι πάρα πολύ εύθραυστες για να λειτουργήσει. Ενας από τους λόγους που ταξιδεύω συνέχεια είναι για να βρίσκομαι κοντά στο έργο μου· ένα είδος θεάματος που λίγο να λοξοδρομήσει μπορεί να γίνει αισθητικό ή πρετανσιέ. Ενώ όμως είχα στενούς συνεργάτες όλα αυτά τα χρόνια, δεν είναι κάτι για το οποίο μπορώ να εμπιστευτώ έναν νέο συνεργάτη. Πώς λοιπόν όλο αυτό το κινηματογραφημένο υλικό θα μεταφερθεί μέσα από τη σωστή ματιά σε ένα documentation υλικό; Από την ίδια τη φύση της δουλειάς μου στο θέατρο – εκτός από τη φευγαλεότητα του ίδιου του θεάτρου – ξέρω, ενώ το μοιράζομαι με τον κόσμο, ότι η παρεξήγηση είναι τεράστια. Ηδη.
Για ποιον λόγο είναι τεράστια η παρεξήγηση;
Γιατί τα εργαλεία για να ερμηνεύσεις κάτι που δεν καταχωρείται εύκολα σε είδος δεν υπάρχουν. Πρέπει να τα φτιάξεις. Και ενώ τα αισθητηριακά εργαλεία των θεατών αποδείχθηκαν περίτρανα έτοιμα να απολαύσουν κάτι τέτοιο, τα εργαλεία ερμηνείας, αποκωδικοποίησης και κατανόησης δεν υπάρχουν ακόμη. Ενδεχομένως βέβαια ίσως να μη χρειάζεται να υπάρχουν. Είμαι πολύ τυχερός και νιώθω πολύ περήφανος που ένα τόσο παράξενο πράγμα βρήκε τη θέση του στην παγκόσμια κοινωνία ενώ ζω. Αλλά δεν είμαι ένας χορογράφος – και ξέρουμε το πώς οι χορογραφίες μεταδίδονται. Δεν είμαι ένας μουσικός. Ακόμα και ο Ξενάκης, αυτός ο μεγάλος Ελληνας που συχνά διαχειριζόταν τον θόρυβο, σε παρτιτούρες έγραφε. Στη δική μας περίπτωση δεν έχουμε κάτι άλλο εκτός από το βίντεο.
Και ο τρίτος παράγοντας που αναφέρατε ότι έπαιξε ρόλο για την απόφαση της κληροδότησης του έργου σας;
Είναι το γεγονός ότι στα 50 μου χρόνια ευτύχησα να με ανακαλύψουν οι curators του κόσμου, να ταξιδέψω εκτενώς και να εμφανιστώ στα καλύτερα φεστιβάλ και στα καλύτερα θέατρα. Και με ένα είδος παρουσίας, προσωπικής δικής μου στα κοινωνικά δίκτυα, όπου παρουσίασα την εργασία και την προσωπικότητά μου, κάπως έτυχε και πήδηξα κάποιες γενιές. Αυτό που θα παρατηρήσει κανείς είναι ότι οι συνομήλικοί μου, οι εξηντάρηδες, παραδοσιακοί φιλότεχνοι, είναι το κοινό που έρχεται στο θέατρο. Ομως υπάρχει επίσης ένα κοινό παιδιών που συγκινείται και έρχεται φανατικά στο θέατρο χωρίς να έχει παραδοσιακά σχέση ούτε με τον χορό ούτε και με το θέατρο. Για κάποιον λόγο κάτι αγκιστρώθηκε μέσα τους και έρχονται.
Πιστεύετε ότι η προσέλευση του νέου κόσμου στο έργο σας οφείλεται κατά κύριο λόγο στα κοινωνικά δίκτυα;
Ναι. Οφείλεται στο γεγονός ότι από ένα σημείο και πέρα, τις εικόνες της δουλειάς μου – και για μένα η εικόνα είναι το κείμενο – μόνος μου, κάτω από τον δικό μου έλεγχο, μπόρεσα να τις διασπείρω στην κοινωνική δικτύωση με τον τρόπο που νομίζω πιστό στο αποτέλεσμα. Οποιαδήποτε εικόνα υπάρχει από τη δουλειά μου είναι edited by me (χρησιμοποιεί αγγλικά). Και βλέπω στρατιές νέων που συσσωρεύονται για να τη δουν και μπορούν να επικοινωνήσουν μαζί της, παρότι είναι μια παράδοξη δουλειά και παρότι νομίζω ότι τα θέματα που πραγματεύεται είναι ενήλικα. Αυτό με κολακεύει. Οπότε θα ήθελα, μια που είμαι παθιασμένος editor (μοντέρ), κάποια στιγμή να τα παραδώσω. Επίσης, όλο αυτό το πράγμα εγώ δεν το θεωρώ απόσυρση. Το θεωρώ καλλιτεχνική πρόκληση. Αρχίζω και πιστεύω ότι μπορεί κανείς να δει την εργασία μου σαν ένα στούντιο 35 χρόνων για ένα έργο που πρέπει να γίνει. Δεν ξέρω γιατί αλλά από μικρός είχα τη μανία να κινηματογραφώ και να τεκμηριώνω τα έργα μου. Πολύ αργότερα άρχισα να μαθαίνω μοντάζ.
Αρα, κατά μία έννοια, η κινηματογραφική γλώσσα σάς ενδιέφερε από όταν ήσασταν μικρός;
Αυτό θα ήθελα να είχα κάνει. Τα κόμικς εκεί πήγαιναν. Ηταν ντεκουπαρισμένες ταινίες, ανύπαρκτες. Story telling μέσα από την απότμηση της πραγματικότητας στο κάδρο. Το κάδρο, που είναι τρομερά σημαντικό για τους φωτογράφους και τους κινηματογραφιστές, είναι εξίσου σημαντικό και για εμάς που κάνουμε κόμικς αλλά και για εμάς που χειριζόμαστε το αφόρητα σταθερό κάδρο του θεάτρου. Υπάρχουν τρόποι για να κάνει κανείς zoom in και zoom out ώστε να μπορέσει να χορογραφήσει την περιπέτεια του ματιού, αυτό που τελικά είναι ο κινηματογράφος, αλλά και όλα.
Αν σας ζητούσα να μου περιγράψετε την πρώτη κινηματογραφική εικόνα που θυμάστε να βλέπετε στον κινηματογράφο τι θα μου λέγατε;
Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι είναι το «Μπάμπι» του Ντίσνεϊ, όπου πλάνταξα στο κλάμα. Είχα πέσει από την καρέκλα. Εκείνα τα χρόνια οι γονείς μου με άφηναν μόνο μέσα στην αίθουσα να βλέπω τις ταινίες. Ημουν… δεν θυμάμαι… Εννιά; Με πήγαιναν, με έβαζαν μέσα στην αίθουσα, έφευγαν και μετά ερχόντουσαν να με πάρουν. Το «Μπάμπι» το είδα σε μια αίθουσα στη Γλυφάδα. Και όταν ήρθε η μητέρα μου να με πάρει, το θυμάμαι σαν τώρα, βρισκόμουν στο πάτωμα και έκλαιγα. Βέβαια, ειδικά το «Μπάμπι» είναι μια πολύ σκληρή ταινία. Και από τις καλύτερες του Ντίσνεϊ.
Θυμάστε σε ποιο σημείο της ταινίας αρχίσατε να κλαίτε και το γιατί;
Βεβαίως. Στο αμέσως επόμενο πλάνο από εκείνο όπου ο Μπάμπι συνειδητοποιεί ότι η μητέρα του σκοτώθηκε. Είναι η σκηνή όπου οι δροσοσταλίδες τρέχουν από τα φύλλα των δέντρων. Μια μεταφορά των δακρύων… Είμαι Disney child. Μεγάλωσα με Ντίσνεϊ. Και η κινηματογραφική γλώσσα των animation εκείνης της εποχής είναι αξεπέραστη. Κάτι που επίσης θυμάμαι πολύ καλά είναι ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούσαν τα ψυχεδελικά τρικ των μανιταριών και του LSD για να δημιουργήσουν σκηνές ονείρου. Αυτό είναι μοναδικό στις ταινίες του Ντίσνεϊ. Το Dumbo dream είναι κάτι το αδιανόητο.
Είναι ενδιαφέρον που κλάψατε στη σκηνή του θανάτου της μητέρας του ελαφιού Μπάμπι. Μήπως επειδή τη μητέρα σας περιμένατε να σας πάρει από το σινεμά όπου βρισκόσασταν μόνος;
Ναι, και παρότι δεν ήμουν ποτέ από τους ανθρώπους που είχαν ιδιαίτερη σύνδεση με τη μαμά. Μα είναι μια καταπληκτική ταινία. Είναι μια ταινία που ριζώθηκε μέσα μου, και αυτό μπορεί να το καταλάβει κανείς στον τρόπο με τον οποίο καταλαβαίνω την ερμηνεία της εικόνας μέσω της μουσικής. Αυτό το πέτυχαν οι Silly Symphonies του Ντίσνεϊ (σ.σ. Silly Symphonies ονομάσθηκε μια σειρά 75 animation μουσικών ταινιών μικρού μήκους που παρήχθησαν ανάμεσα στα 1929 και 1939 από τη Walt Disney Productions και που, όπως φαίνεται και από την ονομασία, ήταν χιουμοριστικοί συνδυασμοί μουσικής και κινουμένου σχεδίου). Ο τρόπος με τον οποίο έχουν χορογραφηθεί είναι υποδειγματικός γιατί πολύ δύσκολα βρίσκεις τη χορογραφία της μουσικής με την εικόνα. Αργότερα κάτι τέτοιο το συναντάς στις σκηνές δράσης του Σπίλμπεργκ, όποτε γίνεται κάτι συναρπαστικό αλλά είναι πολύ σπάνιο. Υπάρχει ένα Silly Symphony που λέγεται «Cookies parade». Εκεί βλέπουμε μια παρέλαση από γλυκά. Και μάλιστα όταν έρχεται το ζελέ, το θυμάμαι σαν τώρα, έχει οριεντάλ μουσική και το ζελέ κουνιέται. Αν δει κανείς αυτό το Silly Symphony θα καταλάβει πώς έκανα την κλεψύδρα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Η ρίζα της της κλεψύδρας βρίσκεται στα παιδικά μου χρόνια και στον Ντίσνεϊ. Η ελευθερία της φαντασίας. Το κέφι. Στην ενήλικη ζωή θυμάμαι να έχω αποσβολωθεί χωρίς να έχω καταλάβει τίποτα από το «Αντρέι Ρουμπλιόφ» του Ταρκόφσκι και μετά το «Σαλό» του Παζολίνι.
Εχετε αγωνία για τον Γιώργο Λάνθιμο και το «Poor things» στα Οσκαρ;
Αγωνία… Δεν είναι ακριβώς αγωνία… Εχω όλες μου τις θετικές ευχές για τον ίδιο. Δεν σημαίνει τίποτα, τι-πο-τα για μένα το πάρει δεν το πάρει. Θέλω να πάρει όσα περισσότερα βραβεία μπορεί για να έχει τα χρήματα στο μέλλον να κάνει ό,τι ακριβώς θέλει. Είναι το μόνο που με ενδιαφέρει. Τίποτε άλλο».
«Ηταν κατάρα να με θεωρούν μόνο τελετάρχη του 2004»
Αναφερθήκατε προηγουμένως στην δουλειά σας στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Πώς κοιτάζετε σήμερα εκείνη την περίοδο; Τι σας έχει αφήσει;
Ξέφυγα από την κατάρα. Ευτυχώς, το τελευταίο πράγμα που ενδιέφερε τους curators, που με ανακάλυψαν το 2015, ήταν η συμμετοχή μου στη δημιουργία της έναρξης των Ολυμπιακών. Κάτι το οποίο είναι το μόνο που ενδιαφέρει τους Ελληνες. Ετσι, η εργασία με την οποία κυκλοφόρησα διεθνώς είναι η πραγματική μου εργασία και όχι η συμμετοχή μου σε ένα μεγάλο διαφημιστικό της χώρας, το οποίο ανέλαβα και έφερα εις πέρας επιτυχώς και αυτό με έκανε και ένα είδος εθνικού ήρωα, κάτι για το οποίο θα είμαι πάντα ευγνώμων. Για χρόνια έμπαινα σε ταξί χωρίς να μου ζητούν λεφτά. Αυτό είναι πολύ σπάνιο για έναν καλλιτέχνη του είδους μου. Αν σκεφτεί κανείς τι κάνω και τι έφτασα να κάνω και πως άνθρωποι που ποτέ δεν θα ενδιαφέρονταν για τη δουλειά μου θεωρούν ότι τους έκανα καλό, είναι μια ευλογία. Ταυτόχρονα είναι και μια κατάρα.
Είναι εντυπωσιακό πάντως που αναφέρατε δύο φορές τη λέξη «κατάρα» σε σχέση με την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων.
Οταν το ελληνικό φιλότεχνο κοινό θεωρεί ότι είμαι ο χορογράφος των Ολυμπιακών Αγώνων, ενώ έχω κάνει τόσα πράγματα, είναι ένα είδος κατάρας. Οπως καμιά φορά στα φεστιβάλ του εξωτερικού που λένε «ο πρώτος που χορογράφησε μετά την Πίνα Μπάους στο Βούπερταλ». Και αυτό είναι μια κατάρα. Ομως και τα δύο όταν τα δέχτηκα ήξερα ότι εν δυνάμει είναι μαζί ευλογίες και κατάρες. Αλλά φυσικά τους Ολυμπιακούς Αγώνες τους έχω μέσα στην καρδιά μου για πάρα πολλούς λόγους. Ημασταν μια ομάδα καλλιτεχνών που κάναμε, κάπως, τα αδύνατα δυνατά και αυτό είναι ωραίο να ξέρεις ότι έχει γίνει στη ζωή σου.
Τι άλλο πήρατε εσείς από αυτή την εμπειρία των Ολυμπιακών Αγώνων;
Πήραμε πάρα πολλή αγάπη, όπως και πάρα πολλά λεφτά, κάτι που ήταν πολύ σημαντικό για εμάς, στην ηλικία που βρισκόμασταν όπως και για το είδος των καλλιτεχνών που ήμασταν. Ηταν σαν να γύρισε τούμπα και το underground ήρθε πάνω. Ηταν πολύ σημαντικό που ο Αγγελος Μέντης, τον οποίο πολύς κόσμος δεν ήξερε καν, υπήρξε εκείνος που δημιούργησε και σκηνοθέτησε ολόκληρη την κλεψύδρα και ότι σας σέρβιρε ξανά, σε ένα sushi plate, όλη την Ιστορία της χώρας με αυτόν τον εκκωφαντικό τρόπο.