Ονομάζομαι Νικόλας Άσιμος. Ουχί Νίκος ουδέ Νικόλαος. Νικόλας και το «Άσιμος» με γιώτα. Ουχί Ασίμος ουδεμίαν σχέσιν έχω με τον Ισαάκ Ασίμοφ. Τώρα θα μου πεις, γιατί το «Άσιμος» με γιώτα. Γιατί όταν λέμε «ο τάδε είναι άσημος τραγουδιστής. . .», η λέξη «άσημος» παίζει το ρόλο επιθετικού προσδιορισμού στη λέξη «τραγουδιστής» και γράφεται με ήτα. Ενώ το «Άσιμος» είναι όνομα ή καλύτερα επώνυμο και ουχί ο επιθετικός προσδιορισμός του εαυτού μου».
«Κάποτε θα με διαβάσεις ίσως, θ’ ακούσεις τα τραγούδια μου, θα με κατανοήσεις. Αλλά δε θα ‘μαι πια εγώ. Θα ‘ναι αυτή η μάσκα που φορούν στους πεθαμένους. Όσους τη χρησιμοποιούν μετά το θάνατό τους, όταν οι ίδιοι δεν υπάρχουν. Όσο υπήρχα με φοβόσουν. Όσο υπήρχα δε με άντεχες. Δεν είχες καν τη δύναμη να μείνεις ένα δευτερόλεπτο κοντά, άμα σου το ζητούσα. Θα προτιμούσα να μη με διάβαζες ποτέ. Είναι καλύτερο ν’ αγοράσεις ή να κλέψεις ένα μπλουζάκι με τη φάτσα μου επάνω τυπωμένη. Κι ας σου φαίνεται γελοίο. Κι ας μου φαινόταν γελοίο».
«Όταν πλακώσει ο θάνατος αρχίζει η καταγραφή της ζωής. Κι έτσι κυκλοφορούν τα βιβλία. Το καλό με μένα αλλά και το ζόρι είναι που ξέρω συνειδητά το θάνατό μου και μαζί με την καταγραφή της πεθαμένης ζωής μπορώ να καταγράφω και το θάνατο. Ενώ οι πιο πολλοί, που καταγράφουν τη ζωή στο θάνατό της, δεν το ξέρουν και τον νομίζουν αυτό ζωή».
Αυτό γράφει το οπισθόφυλλο του βιβλίου «Αναζητώντας Κροκανθρώπους» του Νικόλα Άσιμου, του αντισυμβατικού, υπερβατικού καλλιτέχνη από τη Θεσσαλονίκη που έκανε τα Εξάρχεια δεύτερο σπίτι του.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ο Άσιμος βρέθηκε σε πολύ δύσκολη ψυχολογική κατάσταση. Έπαθε νευρική κρίση και χρειαζόταν νοσηλεία
Το τελευταίο του τηλεφώνημα
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ο Άσιμος βρέθηκε σε πολύ δύσκολη ψυχολογική κατάσταση. Έπαθε νευρική κρίση και χρειαζόταν νοσηλεία. Χάρη στην κινητοποίηση και τη φροντίδα φίλων και συνεργατών του, ο εγκλεισμός του σε ίδρυμα αποφεύχθηκε.
Ο ψυχισμός του όμως, είχε τραυματιστεί ανεπανόρθωτα. Λίγα χρόνια μετά, η είδηση ότι ο Άσιμος κατηγορήθηκε από νεαρή φοιτήτρια για βιασμό, συγκλόνισε τον καλλιτεχνικό κόσμο και την κοινή γνώμη. Αποφυλακίστηκε με χρηματική εγγύηση, αλλά δεν κατάφερε να ξεπεράσει το σοκ της καταγγελίας η οποία δεν αποδείχθηκε ποτέ, καθώς η δίκη δεν πρόλαβε να γίνει.
Το περιστατικό στιγμάτισε τον Νικόλα και αποτέλεσε την αρχή του τέλους. Η κατηγορία του βιαστή ήταν ασήκωτο βάρος για τον Άσιμο. Όταν αφέθηκε ελεύθερος και γύρισε στο σπίτι του στα Εξάρχεια, άρχισε να παλεύει με τους δαίμονές του. Δεν είχε πια πολλούς φίλους και συνεργάτες, αφού οι περισσότεροι τον είχαν εγκαταλείψει.
Ένας από τους ανθρώπους που εμπιστευόταν μέχρι το τέλος, ήταν ο σκηνοθέτης και παραγωγός Νίκος Ζερβός. Όταν ο Άσιμος πήρε την απόφαση να βάλει τέλος στη ζωή του, τηλεφώνησε στον φίλο του και τον προειδοποίησε για την πράξη του, με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο.
Ο Ζερβός δεν τον πίστεψε, παρά μόνο την επόμενη μέρα, όταν ήρθαν στα αυτιά του τα δυσάρεστα νέα. Ο Άσιμος είχε κρεμαστεί. Ήταν 17 Μαρτίου του 1988.
Επρόκειτο για ένα έντονα πολιτικοποιημένο άτομο, που δεν αποδεχόταν την ταξινόμηση σε κάποια ιδεολογία
Το πραγματικό του όνομα Νικόλας Ασημόπουλος
Στιχουργός, συνθέτης και τραγουδιστής κυρίως του ελληνικού ροκ, τραγούδησε πολιτικά τραγούδια, μπαλάντες και λαϊκά. Αντισυμβατικός, θεωρήθηκε συχνά προκλητικός. Επρόκειτο για ένα έντονα πολιτικοποιημένο άτομο, που δεν αποδεχόταν την ταξινόμηση σε κάποια ιδεολογία. Ο Άσιμος ήταν αρχικά αριστερός, απέκτησε όμως αναρχική συνείδηση λίγο αργότερα και στη συνέχεια ξεπέρασε και τον αναρχισμό, καθώς δεν επιθυμούσε να του «κολλούν ταμπέλες».
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 20 Αυγούστου του 1949 και μεγάλωσε στην Κοζάνη. Ο πατέρας του, Λάζαρος Ασημόπουλος, ήταν ιδιοκτήτης καταστήματος γενικού εμπορίου στο κέντρο της Κοζάνης και η μητέρα του, Μαρίκα Ασημοπούλου, το γένος Πινελίδη, ασχολείτο με τα οικιακά και ήταν Μικρασιατικής καταγωγής.
Υπήρξε μέτριος μαθητής, ασχολήθηκε με τον στίβο και το ποδόσφαιρο (έπαιζε τερματοφύλακας) και στην εφηβεία του αγάπησε τα ποιήματα του Γεωργίου Σουρή (1853 – 1919) και διασκέδαζε τους συμμαθητές του σκαρώνοντας σατιρικούς στίχους πάνω σε μελωδίες ξένων επιτυχιών της εποχής, όπως το γαλλικό τραγούδι «Monsieur Cannibale» του 1966 που τραγούδησε ο Σασά Ντιστέλ. Έστειλε μάλιστα το συγκεκριμένο στιχούργημά του σε στήλη για τη νεολαία που διατηρούσε ο δημοσιογράφος Νίκος Μαστοράκης στην εφημερίδα Ελεύθερος Κόσμος, χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά το ψευδώνυμο «Νίκος Άσιμος».
Νικόλας Άσιμος – Μπαγάσας
Από τον Γεώργιο Σουρή στον Ζαν Κοκτώ
Το 1967 εισήχθη στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ., όπου ασχολήθηκε με το φοιτητικό θέατρο, ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα στην ιδιωτική Δραματική Σχολή του Κυριαζή Χαρατσάρη, χωρίς να αποφοιτήσει.
Στη Θεσσαλονίκη αγόρασε την πρώτη του κιθάρα και ξεκίνησε να παίζει ως αυτοδίδακτος και να συνθέτει τα πρώτα του τραγούδια. Τον Δεκέμβριο του 1972 πρωτοεμφανίστηκε στο κοινό ως τραγουδοποιός, αλλά και ως ηθοποιός (ερμήνευε το μονόπρακτο Το Πανηγύρι του Ζαν Κοκτώ) στο δώμα του Λευκού Πύργου, το οποίο είχε μετατραπεί σε μπουάτ. Εκεί προέκυψαν για πρώτη φορά διαφωνίες και ρήξεις με συνεργάτες του, ένα φαινόμενο που τον ακολούθησε σε όλη την καλλιτεχνική διαδρομή του.
Τον Μάιο του 1973 εγκατέλειψε τις σπουδές του, έφυγε από τη Θεσσαλονίκη και κατέβηκε στην Αθήνα. Άρχισε να ασχολείται όλο και περισσότερο με τη μουσική, περιλαμβάνοντας όμως πάντα θεατρικά στοιχεία στις εμφανίσεις του. Στις μπουάτ της Πλάκας συνεργάστηκε, μεταξύ άλλων, με καλλιτέχνες όπως οι Πάνος Τζαβέλας, Θανάσης Γκαϊφύλλιας, Γιάννης Ζουγανέλης, Σάκης Μπουλάς, Θάνος Αδριανός, Περικλής Χαρβάς, Μαριάννα Τόλη και το ντουέτο Λήδα-Σπύρος. Το 1974 σκηνοθέτησε μία βραχύβια μουσικοθεατρική παράσταση στην μπουάτ «Εντεκάτη Εντολή», χωρίς ανταπόκριση από το κοινό.
Το Μουσικό Καφενείο «Σούσουρο»
Το 1975 σημειώθηκε η πρώτη του παρουσία στη δισκογραφία με ένα δίσκο 45 στροφών που περιείχε τα τραγούδια «Ο Μηχανισμός» (Α΄ πλευρά) και «Ο Ρωμιός» (Β΄ πλευρά) σε ενορχήστρωση του Γιώργου Στεφανάκη. Τον έβγαλε η εταιρεία Λύρα του Αλέκου Πατσιφά και έπεσε θύμα λογοκρισίας, δηλαδή επιτράπηκε η πώλησή του στα δισκοπωλεία, αλλά απαγορευόταν η μετάδοσή του από την δημόσια ραδιοτηλεόραση.
Την ίδια χρονιά ο Άσιμος συμμετείχε στο πρόγραμμα του Μουσικού Καφενείου «Σούσουρο» (υπόγειο στην οδό Αδριανού 134 στην Πλάκα), ενός, κατά κάποιον τρόπο, πολιτικού καμπαρέ της Μεταπολίτευσης.
Το 1976 απέκτησε μία κόρη από την εκτός γάμου σχέση του με την αναρχοφεμινίστρια Λίλιαν Χαριτάκη. Τον Οκτώβριο του 1977, λίγο πριν από τις βουλευτικές εκλογές της 20ης Νοεμβρίου εκείνης της χρονιάς, προσήχθη και προφυλακίστηκε στις φυλακές της Αίγινας μαζί με πέντε εκδότες πολιτικών εντύπων (τέσσερις αναρχικούς και έναν αριστεριστή), γιατί παρουσιάστηκαν από την Αστυνομία σαν «ηθικοί αυτουργοί» ταραχών που ξέσπασαν στην Αθήνα κατά τη διάρκεια αντιγερμανικών διαδηλώσεων, με αφορμή τους θανάτους μελών της ένοπλης οργάνωσης Φράξια Κόκκινος Στρατός (RAF) στα διαβόητα λευκά κελιά των φυλακών Στάμχαϊμ στη Δυτική Γερμανία. Μετά από λίγες εβδομάδες αφέθηκε ελεύθερος.
Στην «υπόγα» της Αραχώβης
Το 1978 ξεκίνησε η περιπέτειά του για να αποφύγει την στράτευση. Πήρε απαλλαγή προσποιούμενος τον ψυχοπαθή και κατάφερε να του αναγνωριστεί ότι πάσχει από σχιζοειδή ψύχωση.
Όπως περιγράφει στο βιβλίο του Αναζητώντας Κροκάνθρωπους, υιοθέτησε αυτή την συμπεριφορά γιατί ήταν αντίθετος προς τη στράτευση.
Από τον Σεπτέμβριο του 1978 έως τον Μάρτιο του 1987 κυκλοφόρησε οκτώ παράνομες κασέτες με λιγότερο ή περισσότερο πρόχειρες ηχογραφήσεις τραγουδιών του. Τις διακινούσε κυρίως ο ίδιος, στα κάγκελα του Πολυτεχνείου στην οδό Πατησίων, τριγυρνώντας σε μαγαζιά, νυχτερινά κέντρα και μπαρ, ή στα «μαγαζόσπιτα» όπου ζούσε κατά καιρούς, με πιο χαρακτηριστικό το ημιυπόγειο επί της οδού Αραχώβης 41 στα Εξάρχεια, την περίφημη «υπόγα» του Άσιμου, εκεί όπου διέμεινε από το φθινόπωρο του 1978 έως την άνοιξη του 1983.
Το πέρα δώθε στα ψυχιατρεία
Από το 1981 δρομολογείται η επώδυνη σχέση του με τα ψυχιατρεία, στα οποία νοσηλεύτηκε αρκετές φορές.
Το Νοέμβριο του 1982 κυκλοφόρησε από την εταιρεία Μίνως ο μοναδικός δίσκος 33 στροφών (LP) που έβγαλε όσο ζούσε, με τίτλο Ο Ξαναπές, σε ενορχήστρωση του Θανάση Μπίκου και παραγωγή του Ηλία Μπενέτου. Συμμετείχαν η Χάρις Αλεξίου σε δύο τραγούδια («Άμα σε λέγαν Βάσω» και «Παπάκι»), ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου σε άλλα δύο («Πιάστηκα σχοινί κορδόνι» και «Της Επανάστασης») και η Αθηναΐκή Κομπανία (στο τραγούδι «Σεισμός»), το όνομα της οποίας δεν γράφτηκε στο εξώφυλλο, διότι θεωρήθηκε πολύ «εμπορική» για τον Άσιμο.
Έστηνε αυτοσχέδιες παραστάσεις στο δρόμο (happenings) στο κέντρο της Αθήνας, για τις οποίες είχε επινοήσει τους όρους «Κροκ» (στη δεκαετία του 1970) και «Βόλτα» (στη δεκαετία του 1980 στο Λόφο του Στρέφη), ακολουθούμενος από περιστασιακούς συνοδοιπόρους του (Αντώνης Μιτζέλος κ.α) στο πλαίσιο μιας αρχηγικής καλλιτεχνικής και πολιτικής παρέμβασης. Έκανε σύντομα περάσματα σε κινηματογραφικές ταινίες.
Έφτιαξε δύο βραχύβια μουσικά συγκροτήματα, την Exarchia Square Band, με τον Χρήστο Ζυγομαλά, και τους Νικόλας Άσιμος και οι Εναπομείναντες, με τον Τόλη Βουλτζάτη και τη Λίτσα Περράκη, με τα οποία δεν ηχογράφησε.
Το σκληρό τέλος
Τον Απρίλιο του 1987, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου τραγούδησε στον δίσκο του Χαιρετίσματα πέντε τραγούδια του Άσιμου : «Ο σάλιαγκας κι ο μάλιαγκας», «Αγαπάω κι αδιαφορώ», «Θα ‘ρθω να σε βρω», «Θα νικήσουμε (Venceremos)», «Καταρρέω».
Το 1987 ο Άσιμος κατηγορήθηκε για βιασμό μίας γυναίκας και κρατήθηκε στη φυλακή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα[εκκρεμεί παραπομπή]. Η επικείμενη δίκη είχε συνέπειες στην ψυχοσωματική του κατάσταση. Τα ξημερώματα της Πέμπτης 17 Μαρτίου 1988 έδωσε τέλος στη ζωή του, πριν δικαστεί.
Κρεμάστηκε από σωλήνα ύδρευσης στο «Χώρο Προετοιμασίας», όπως αποκαλούσε το τελευταίο μαγαζόσπιτό του στην οδό Καλλιδρομίου 55 στα Εξάρχεια. Κηδεύτηκε την επομένη στη Νέα Σμύρνη, με παρόντες την οικογένειά του, φίλους του και πλήθος κόσμου.
Μετά τον θάνατό του
Το 1995 ο Στέλιος Καζαντζίδης περιέλαβε ένα τραγούδι με τίτλο «Ο φίλος μας» στο δίσκο Τα βιώματά μου, σε στίχους Λευτέρη Χαψιάδη και μουσική Θανάση Πολυκανδριώτη. Το τραγούδι αυτό, όπως σημειώνεται στο εξώφυλλο του δίσκου «είναι αφιερωμένο στον Νικόλα Άσιμο. Τον καλλιτέχνη και άνθρωπο που έζησε και αμφισβήτησε με συνέπεια και πίστη αυτόν τον κόσμο της βαρβαρότητας».
*Με στοιχεία από mixanitouxronou.gr και wikimedia.org