Σε τεντωμένο σχοινί ισορροπούν οι σχέσεις μεταξύ κυβέρνησης και Εκκλησίας μετά την ψήφιση του νόμου για τα ομόφυλα ζευγάρια. Η Κυριακή της Ορθοδοξίας, την επόμενη εβδομάδα, αναμένεται να αποτελέσει σημείο καμπής και εφαλτήριο για τη λήψη νέων αποφάσεων, ενώ η θύελλα που έχει ξεσπάσει επαναφέρει στο προσκήνιο συζητήσεις σχετικά με το ακανθώδες θέμα του διαχωρισμού Κράτους – Εκκλησίας.
Σε ανοιχτή παρέμβαση για το ζήτημα προχώρησε, άλλωστε, πριν από λίγες ημέρες ο ΣΥΡΙΖΑ. Καταδικάζοντας την απόφαση της Μητρόπολης Κερκύρας να διακόψει την κοινωνία με τους βουλευτές της περιοχής που υπερψήφισαν το νομοσχέδιο, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης σχολίασε πως «αυτό που αποδεικνύεται για μία ακόμη φορά είναι η αναγκαιότητα να ξεκινήσει άμεσα μια συζήτηση για τον διαχωρισμό Κράτους – Εκκλησίας, με τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ να καταθέτει σύντομα τη σχετική πρόταση νόμου».
Η τοποθέτηση αυτή αναζωπύρωσε τις μνήμες από τη συμφωνία στην οποία είχαν καταλήξει το 2018 ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Ιερώνυμος, και ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας. Το σχέδιο προέβλεπε συμφωνία για την εκκλησιαστική περιουσία και αποδέσμευση της μισθοδοσίας του κληρικών από την Πολιτεία με παράλληλη διασφάλιση ετήσιας επιδότησης για την καταβολή της. Κύκλοι της Ιεραρχίας διαμηνύουν ότι «η συγκεκριμένη συμφωνία έχει ακυρωθεί από την Ιεραρχία ήδη από εκείνη την περίοδο και ότι η μισθοδοσία του κλήρου έχει τακτοποιηθεί με νόμο οπότε δεν υφίσταται θέμα» ενώ αρκετοί ιεράρχες, μεταξύ των οποίων ο μητροπολίτης Μεσσηνίας, ο οποίος είχε διαδραματίσει προεξάρχοντα ρόλο στις διαμαρτυρίες κατά της συμφωνίας του 2018, υποστηρίζουν ότι η παρούσα φάση δεν ενδείκνυται για τέτοιες συζητήσεις.
Η κυβέρνηση, από την πλευρά της, έχει καταστήσει σαφές ότι είναι αντίθετη με τον διαχωρισμό ενώ όπως δείχνει και η πρόσφατη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε μεταξύ του υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη και του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου, επιθυμεί την καταλλαγή. Στο πλαίσιο αυτό δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν πως τελικά, όλα θα εξαρτηθούν από μια σειρά επιλογών σε ευρύτερα θέματα που αφορούν στις δύο πλευρές.
Μπορεί να γίνει και χωρίς αναθεώρηση του Συντάγματος
Του Μιχάλη Σταθόπουλου
Η ψήφιση του νόμου για τα ομόφυλα ζευγάρια προκάλεσε σοβαρές τριβές στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας. Τελικά η αιτία βρίσκεται στην υπέρμετρη αντίδραση της Εκκλησίας, ιδίως ορισμένων Μητροπολιτών που έδειξαν ότι δεν αναγνωρίζουν τη δικαιοδοσία της Πολιτείας να νομοθετεί σε θέματα οικογενειακού δικαίου χωρίς την έγκρισή της. Η Εκκλησία είχε κάθε δικαίωμα να εκφράσει προς την Πολιτεία τη γνώμη της και τις διαφωνίες της για τον νόμο, αλλά όφειλε να σεβασθεί ότι όταν πρόκειται για έννομες και όχι θρησκευτικές συνέπειες ενός νόμου, η σχετική αρμοδιότητα για τη λήψη αποφάσεων ανήκει αποκλειστικά στην Πολιτεία.
Τα σύννεφα αυτά στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας προκάλεσαν σχόλια σχετικά με το αν ωρίμασαν πλέον τα πράγματα για να προχωρήσουμε σε έναν χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας. Ακούστηκε όμως αμέσως μετά ο αντίλογος ότι ο χωρισμός προϋποθέτει αναθεώρηση του Συντάγματος, το οποίο περιλαμβάνει ρυθμίσεις ασύμβατες με το σύστημα του χωρισμού. Είναι όμως πράγματι αδύνατος ο χωρισμός χωρίς αναθεώρηση του Συντάγματος; Πριν δοθεί απάντηση, θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι ο χωρισμός δεν συνεπάγεται τερματισμό των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, οι οποίες μπορεί να εξακολουθήσουν να υφίστανται σε φιλικό κλίμα. Σημαίνει μόνο ότι θα υπάρξει διάκριση των αρμοδιοτήτων μεταξύ τους: Η Εκκλησία θα έχει αρμοδιότητα για τα εκκλησιαστικά θέματα και η Πολιτεία για τα κοσμικά.
Το Σύνταγμα περιέχει βεβαίως κάποιες διατάξεις αντίθετες με τη διάκριση των αρμοδιοτήτων Εκκλησίας και Πολιτείας, αλλά αυτές έχουν λιγότερο πρακτική σημασία και περισσότερο συμβολική (π.χ. το Προοίμιο του Συντάγματος αρχίζει με την έκφραση «εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος» και το άρθρο 32 Συντ. προβλέπει θρησκευτικό όρκο για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας) ή απλώς διαπιστωτική σημασία (π.χ. η αναφορά στο άρθρο 3 Συντ. ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα) ή κάπως «ρητορική» (κατά τη σχετική διατύπωση του Φαίδωνα Βεγλερή), δηλαδή με απροσδιόριστο το συγκεκριμένο περιεχόμενό τους (όπως η αναφορά στην ανάπτυξη, μέσω της παιδείας, μεταξύ άλλων και θρησκευτικής συνείδησης – άρθρ. 16 § 2). Οι κυριότερες παρεμβάσεις της Εκκλησίας σε ζητήματα της Πολιτείας ή της Πολιτείας σε ζητήματα της Εκκλησίας γίνονται είτε με νόμους είτε στην πράξη. Αν αυτές οι παρεμβάσεις παραμεριστούν, θα έχουμε σε μεγάλο βαθμό τον χωρισμό χωρίς συνταγματική αναθεώρηση. Θα πω μερικά παραδείγματα των σπουδαιότερων παρεμβάσεων.
Με νόμο του κράτους ψηφίζεται ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας, που περιέχει ρυθμίσεις για το πώς εκλέγεται ο Αρχιεπίσκοπος, πώς εκλέγονται οι Μητροπολίτες, πώς διοικείται η Εκκλησία κ.λπ. Ετσι υπονομεύεται στο σημαντικό αυτό θέμα η αυτονομία της Εκκλησίας, που θα έπρεπε να μπορεί να ρυθμίζει από μόνη της τα ζητήματα αυτά, όπως συμβαίνει με τις άλλες θρησκείες, δυνάμει της θρησκευτικής ελευθερίας (άρθρο 13 Συντ.). Χαρακτηριστικό είναι ότι ο προηγούμενος Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος σε παλαιά μελέτη του άσκησε κριτική κατά των νομοθετικών παρεμβάσεων στα εκκλησιαστικά θέματα, υποστηρίζοντας τα εξής: «Η ζωή της Εκκλησίας είναι η δική της υπόθεσις. Αλλως δεν έχομεν εις την Ελλάδα θρησκευτικήν ελευθερίαν ή μάλλον έχομεν διά όλας τας άλλας θρησκείας εκτός της επικρατούσης. Καιρός να επανέλθομεν εις την συνταγματικήν τάξιν» [εννοεί προφανώς τη συνταγματικώς προστατευόμενη θρησκευτική ελευθερία]. Αλλο παράδειγμα είναι η ιδιότητα των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων ως νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Θα έπρεπε να είναι απλώς εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα (ιδιαίτερη κατηγορία νομικών προσώπων).
Με νόμο επίσης μπορεί να καθιερωθεί ο πολιτικός γάμος ως υποχρεωτικός για όσους θέλουν τις έννομες συνέπειες του γάμου (δικαιώματα, υποχρεώσεις κ.λπ.), δηλαδή την αναγνώριση του γάμου από την Πολιτεία. Ο θρησκευτικός τύπος του γάμου θα παραμείνει ελεύθερος για όσους θέλουν και την ευλογία της Εκκλησίας για τον γάμο τους (και προφανώς αυτοί στην εποχή μας θα είναι οι περισσότεροι). Η παραγωγή έννομων συνεπειών με τον θρησκευτικό γάμο συνιστά παρέμβαση της Εκκλησίας σε ζητήματα αρμοδιότητας της Πολιτείας.
Παραδείγματα παρεμβάσεων αντίθετων με το σύστημα του χωρισμού στην πράξη: Η έναρξη κάθε χρόνο των συνεδριάσεων της Βουλής των Ελλήνων, του σπουδαιότερου δημοκρατικού οργάνου της Πολιτείας, με θρησκευτική τελετή (αγιασμό κ.λπ.), οι εικόνες στα δικαστήρια, τα οποία απονέμουν κοσμική δικαιοσύνη σε έλληνες πολίτες ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις κ.λπ.
Δεν συνιστά εκκλησιαστική παρέμβαση σε θέματα κοσμικά το γεγονός ότι το εκκλησιαστικό εορτολόγιο συγκαθορίζει σε μεγάλο βαθμό και τις αργίες δημόσιων υπηρεσιών και εργαζομένων. Αυτές οι εορτές (Κυριακή αργία, Χριστούγεννα, Πάσχα κ.λπ.) πέρασαν πια οριστικά στη διοικητική και την εργατική νομοθεσία και πολιτογραφήθηκαν ως όχι μόνο θρησκευτικές αλλά και κοσμικές αργίες. Ως τέτοιες υπόκεινται βέβαια σε τροποποιήσεις από την πολιτειακή εξουσία. Σε τυχόν κατάργηση αργίας αυτού του είδους από την Πολιτεία θα πρέπει πάντως να συνυπολογίζεται η ανάγκη σεβασμού της ελευθερίας άσκησης των θρησκευτικών καθηκόντων των ενεργά θρησκευόμενων πολιτών (άρθρ. 13 Συντ.), π.χ. να μην παρεμποδίζεται ουσιωδώς η άσκηση αυτών των καθηκόντων (πλην λογικών εξαιρέσεων), όπως η επιθυμία (και πρακτική) εργαζομένου για εκκλησιασμό του τις πρωινές ώρες της Κυριακής.
Το συμπέρασμα είναι ότι χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας μπορεί σε μεγάλο βαθμό να επιτευχθεί και χωρίς αναθεώρηση του Συντάγματος, αρκεί να υπάρχει η πολιτική βούληση. Αν το αποτολμήσει η σημερινή κυβέρνηση, τούτο θα συνιστά ένα πολύ σημαντικό βήμα προς μια νέα εποχή.